Δρ Δημήτρης Μυλωνάς
Στέλεχος Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
1.Αντικείμενο βιομηχανικής αρχαιολογίας
Η βιομηχανική αρχαιολογία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: από τα πρώτα σιδηρουργεία και τους νερόμυλους μέχρι τα μεγάλα σύγχρονα εργοστάσια, αλλά και βοηθητικές εγκαταστάσεις, όπως αποθήκες και άλλες υποδομές, ή περιοχές που σχετίζονται με τη στέγαση των εργαζομένων. Το αντικείμενο μελέτης της βιομηχανικής αρχαιολογίας μπορεί να ομαδοποιηθεί σε μεγάλες θεματικές ενότητες:
- Εξόρυξη (εξοπλισμός ορυχείων, λατομείων, πετρελαίου, υλοτομία),
- Βιομηχανία (μύλοι και εργοστάσια),
- Επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και,
- Μεταφορές (κανάλια, σιδηροδρομικά και οδικά οχήματα, αεροπορία, γέφυρες, σήραγγες).
Στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να ενταχθεί και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ μπορεί να ενταχθεί σε κάποια από τις προηγούμενες κατηγορίες, μερικές φορές, ωστόσο, εμφανίζεται ως ξεχωριστή κατηγορία.
Η βιομηχανική αρχαιολογία εκτός της σπουδής των βιομηχανικών μνημείων και των διάφορων κατάλοιπων σκοπεύει και στη διατύπωση προτάσεων για τον τρόπο ενσωμάτωσης και το πλαίσιο λειτουργίας αυτών στη σύγχρονη πόλη.
2. Ιστορικό πλαίσιο: Βιομηχανική επανάσταση
Η βιομηχανική αρχαιολογία έχει ως βάση της την ιστορική περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, κατά την οποία εμφανίζονται ραγδαίες μεταβολές και ανακατατάξεις –τεχνικές, οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές-, οι οποίες οδήγησαν στη διαμόρφωση της εκβιομηχανισμένης κοινωνίας. Η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη δεν εμφανίστηκε εν μια νυκτί, αλλά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο σταδιακά. Ένα από τα εναύσματά της θεωρείται η ασυνήθιστα υψηλή αύξηση του πληθυσμού γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, η οποία προσέφερε μια γιγαντιαία δεξαμενή εργαζομένων. Ταυτόχρονα νέες, πιο αποδοτικές μέθοδοι παραγωγής αποδείχτηκαν αναγκαίες για την κάλυψη των βασικών αναγκών τόσων πολλών ανθρώπων.
3. Βιομηχανική αρχαιολογία
Η βιομηχανική αρχαιολογία ως αυτόνομος επιστημονικός κλάδος πρωτοεμφανίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Η επιστημονική μελέτη των βιομηχανικών καταλοίπων και η απόδοση αξίας σε αυτά ξεκίνησε, ωστόσο, τον 19ο αιώνα στη Γαλλία (1794), όταν ιδρύθηκε στο Παρίσι το πρώτο τεχνικό μουσείο στον κόσμο, το Μουσείο Τεχνών και Επαγγελμάτων (Musée des arts et métiers). Πέρασαν από τότε περίπου εκατό χρόνια για να γενικευτεί το ενδιαφέρον για τη διατήρηση και ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς. Η ίδρυση του Deutsches Museum στο Μόναχο το 1906 έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της μελέτης της βιομηχανικής κληρονομιάς.
Από τους πιονέρους του κινήματος της βιομηχανικής αρχαιολογίας μπορεί να θεωρηθεί το Sheffield Trades Technical Society, που ιδρύθηκε το 1918 στο Πανεπιστήμιο του Sheffield, με στόχο τη διατήρηση στοιχείων της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης. Το 1920 ιδρύεται η Newcomen Society στη Μεγάλη Βρετανία για την προώθηση της μελέτης της ιστορίας της μηχανικής και της τεχνολογίας. Η Newcomen Society εξέδωσε το 1964 το Περιοδικό της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας. Ένα άλλο πρώιμο κίνημα ήταν η συγκρότηση της Επιτροπής για τη διατήρηση των Κινητήρων της Κορνουάλης (Cornish Engines Preservation Committee) το 1935.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ιστορικό κίνημα της διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς ήταν ακόμη στα σπάργανα. Ένα από τα πρώτα βιομηχανικά μουσεία στις Ηνωμένες Πολιτείες δημιουργήθηκε το 1925 στο Old Mill Slater, στο Ρόουντ Άιλαντ, στη θέση του πρώτου επιτυχημένου εργοστασίου υφασμάτων στη χώρα, που χτίστηκε το 1793. Το 1966 το Old Mill Slater ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν εμφανίστηκαν και τα πρώτα δείγματα αποβιομηχάνισης, άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος «Βιομηχανική Αρχαιολογία» ως ο κλάδος που μελετά τον βιομηχανικό πολιτισμό. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1953 από τον Donald Dudley, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Birmingham. Άλλοι μελετητές δίνουν την «πρωτιά» στον Michael Rix, καθηγητή του ίδιου Πανεπιστημίου, το 1955. Οι δύο αυτές αναμφισβήτητες προσωπικότητες της βιομηχανικής αρχαιολογίας μαζί με τους Angus Buchanan, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Bath, Kenneth Hudson, βρετανό δημοσιογράφο, και John Percival Masterman Panell αποτελούν την πρώτη ομάδα επιστημόνων που πρότειναν να αυτονομηθεί ως επιστημονικός τομέας η μελέτη των μνημείων της βιομηχανικής εποχής.
Νέα ώθηση στην αφύπνιση του ενδιαφέροντος για τη βιομηχανική κληρονομιά έδωσε το Συμβούλιο της Ευρώπης στη αρχή της δεκαετίας του 1970, όταν υπογράφτηκε η σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Τη σύμβαση αυτή υιοθέτησε και η Γενική Συνέλευση της UNESCO στις 16 Νοεμβρίου 1972 (η συγκεκριμένη Σύμβαση κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1126/30-1-1981 ΦΕΚ 32/Α/10-2-81). Τον Ιούλιο του 2003, η διεθνής επιστημονική κοινότητα συνέταξε μια διακήρυξη, στην οποία αποκωδικοποιήθηκαν οι αρχές της βιομηχανικής κληρονομιάς και η οποία διακήρυξη έλαβε τη μορφή χάρτας, την ονομαζόμενη «Χάρτα του Nizhny Tagil για τη Βιομηχανική Κληρονομιά».
Με επιστημονική διατύπωση θα μπορούσαμε να πούμε πως η βιομηχανική αρχαιολογία είναι η «διεπιστημονική μελέτη όλων των μαρτυριών, υλικών και άυλων, των τεκμηρίων, των τεχνουργημάτων, της στρωματογραφίας και των κατασκευών, των ανθρώπινων οικισμών και των φυσικών και αστικών τοπίων που δημιουργήθηκαν για ή από τη βιομηχανική διεργασία» (ορισμός της Διεθνούς Επιτροπής για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς TICCIH). Ξεκινά από τους χώρους εργασίας, τα κτίρια, τις μηχανές και φτάνει στους ανθρώπους, στις νέες κοινωνικές σχέσεις και τάξεις, στα υλικά μέσα και στους τρόπους παραγωγής. Η βιομηχανική αρχαιολογία, όμως, δεν είναι απλά η προσπάθεια καταγραφής και διατήρησης των παλιών εργοστασίων, είναι πολύ περισσότερο μια προσεκτική ματιά σε όλη εκείνη την ιστορική εποχή που η βιομηχανία αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό τομέα. Η μελέτη αυτή έχει διεπιστημονικό ρόλο, ο οποίος απορρέει από την ανάγκη να ερευνηθούν όλες οι πιθανές αλληλεξαρτήσεις στον χώρο και τον χρόνο. Τελικά, η βιομηχανική αρχαιολογία εμφανίζεται να έχει διπλό χαρακτήρα, καθώς είναι πεδίο διεπιστημονικών αναζητήσεων και συγχρόνως πεδίο πολιτισμικών πρακτικών.
4. Η βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα
Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, μπορούμε να μιλάμε για βιομηχανικό πολιτισμό, βιομηχανικά μνημεία και βιομηχανική αρχαιολογία; Η είσοδος της βιομηχανίας στην οικονομική δομή μιας χώρας και τα αποτελέσματά της στο κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο δεν έχουν καμιά σχέση με την ποσοτική ανάπτυξη του φαινόμενου. Η βιομηχανική κοινωνία υιοθέτησε μια μορφή οργάνωσης, όπου κυριάρχησε το όραμα της εκβιομηχάνισης και η προσπάθεια ανάπτυξής της πάνω σε ορισμένο βιομηχανικό μοντέλο. Μια τέτοια κοινωνία είναι και η ελληνική με τις πολλές ιδιαιτερότητές της.
Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι δύσκολο να ενταχθεί στην ιστοριογραφία της ελληνικής αρχαιολογίας, καθώς τα κατάλοιπα της βιομηχανικής κληρονομιάς αποτελούν αντικείμενα διάσωσης και μελέτης μόλις τις τελευταίες 4 δεκαετίες. Παρά τις φιλότιμες και σε πολλές περιπτώσεις επιτυχείς προσπάθειες, η ελληνική βιομηχανική αρχαιολογία κινείται σε ένα ομιχλώδες τοπίο. Απουσιάζει η υιοθέτηση συγκεκριμένης πολιτικής ως προς τη διάσωση, τη διατήρηση, τη μελέτη, τη δημοσίευση, την ανάδειξη και πάνω από όλα τις προτεραιότητες που θα οδηγούν αποτελεσματικά στη διάσωση ενός βιομηχανικού συνόλου.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, με τις κατά τόπους Υπηρεσίες Νεοτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων, σε συνεργασία με μια σειρά από πανεπιστημιακά και άλλα ιδρύματα, έχουν αναδείξει μια ποικιλία πολιτιστικών πόρων βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως βιομηχανικά και τεχνικά μουσεία, οικομουσεία, τεχνολογικά πάρκα, θεματικά πάρκα και πολιτιστικούς χώρους προσαρμοσμένης επανάχρησης.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό η πιο αγοραία έκφραση της επανάχρησης, με την αξιοποίηση μνημείων σχετικών με τη μελέτη της ιστορίας της τεχνολογίας και της βιομηχανίας ως κέντρων διασκέδασης ή άλλων ασύμβατων με τη σημασία τους χρήσεων.
Η Περιφέρειά μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκβιομηχάνισης από το 1960 περίπου και έπειτα. Θεωρείται η ενεργειακή καρδιά της χώρας λόγω της ΔΕΗ. Ωστόσο, και άλλες μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν στην περιοχή μας (π.χ. ΑΕΒΑΛ, ΜΑΒΕ), οι οποίες δεν κατάφεραν να επιζήσουν μέχρι σήμερα. Τα συγκροτήματα παραμένουν ανεκμετάλλευτα, δεν καταγράφονται, δεν αναδεικνύονται και, τελικά, δεν επανεντάσσονται στο σύγχρονο αστικό τοπίο, αποκλείοντας για τους πολίτες νέους πολυχώρους οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνάθροισης. Αλλά και πολλά μικρά βιοτεχνικά κτίρια ή υποδομές καταστράφηκαν προς όφελος (;) της όποιας ανάπτυξης.
5. Βιομηχανικός τουρισμός
Η μελέτη, διατήρηση και ανάδειξη των βιομηχανικών καταλοίπων επέφερε στους νεότερους την ανάγκη επίσκεψης και πληροφόρησης για αυτά. Μέσω αυτής της διαδικασίας δημιουργήθηκε ο βιομηχανικός τουρισμός, ο οποίος ουσιαστικά στρέφει το ενδιαφέρον του στις δραστηριότητες παραγωγής και μεταποίησης, στον τρόπο οργάνωσης αυτών των δραστηριοτήτων και στην επιλεγόμενη περιοχή λειτουργίας των ποικίλων εργαστηρίων, στην αρχιτεκτονική των κτισμάτων και στον εξοπλισμό τους. Ορίζεται, λοιπόν, ως μια δραστηριότητα εξερεύνησης της βιομηχανικής κληρονομιάς, των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε λειτουργία, της εργασίας και των εργατών.
Παρόλο που δείγματά του απαντώνται σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο βιομηχανικός τουρισμός επικεντρώνεται κυρίως στην βορειοδυτική Ευρώπη. Ωστόσο, η δραστηριότητα στη νότια, κεντρική και ανατολική Ευρώπη ολοένα και αυξάνεται. Σε παγκόσμια κλίμακα, η Ευρώπη κατέχει κυρίαρχη θέση στον βιομηχανικό τουρισμό. Η αξία του βιομηχανικού τουρισμού στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει υπολογιστεί πλήρως. Εκτιμάται, όμως, βάσει του οικονομικού αντίκτυπου των υφιστάμενων τουριστικών ροών, σε 18 εκατομμύρια τουριστικά ταξίδια με διανυκτέρευση και, επιπλέον, σε 146 εκατομμύρια ημερήσιες επισκέψεις, δημιουργώντας μία άμεση δαπάνη 9 δισεκατομμυρίων ετησίως κατά προσέγγιση. Ο συνολικός αντίκτυπος πιθανώς είναι μεγαλύτερος, εάν ληφθούν υπόψη οι έμμεσες επιπτώσεις που προκαλεί (έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2013).
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, θεωρώ ότι η βιομηχανική αρχαιολογία και ο βιομηχανικός τουρισμός μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό πόλο έλξης στη Δυτική Μακεδονία. Δεν είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε την Αμερική, αλλά μπορούμε να παραδειγματιστούμε από τα εκατοντάδες εντυπωσιακά παραδείγματα αποκατάστασης και προβολής μνημείων σε άλλες χώρες (www.erih.net, www.ticcih.gr). Χρειάζεται, επομένως, ισχυρή πολιτική βούληση, παραμερισμός του τοπικισμού που μας διακρίνει από την αρχαιότητα, σχεδιασμός και προγραμματισμός, ενασχόληση ειδικών επιστημόνων, για να μπορέσουμε να θέσουμε τις βάσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανικής αρχαιολογίας και του βιομηχανικού τουρισμού στην περιοχή μας.