Επιλεγμένα ελληνικά κείμενα, επιμελείται η ποιήτρια Σταυρούλα Α. Γάτσου.
Ο ερωτικός άνθρωπος
Κυριάκος Πλησής (1929 – 2007),
Δοκίμια των Ελλήνων, Εισαγωγή-Τελική Επιλογή Κώστα Ε. Τσιρόπουλου,Σειρά – Μεγάλος Αστρολάβος, Ευθύνη (2002)
Ο ερωτικός άνθρωπος, πρώτα και απαραίτητα, αγιάζει το σώμα, αρχίζοντας από το δικό του. Το σώμα είναι ο ναός, εκεί δηλαδή που παγιδεύεται το πνεύμα και ουσιαστικοποιείται. Χωρίς το σώμα, το πνεύμα μένει άπειρο και ανενεργό. Περιφέρεται και δεν γίνεται κινούν. “Και επεφέρετο επί της αβύσσου”. Η άβυσσος δεν είναι σώμα, είναι χάος. Για να υπάρξει υπάρξει όν πρέπει το χάος να συμπυκνωθεί σε είδος. Μέσα σε αυτό το είδος (και απ΄αυτό το είδος) θρονιάζεται και εκπορεύεται το πνεύμα. Απαραίτητη, λοιπόν, και πρώτη προϋπόθεση του ερωτικού ανθρώπου η “υγεία” του σώματος.
Ο ερωτικός άνθρωπος πρέπει να έχει αντικείμενο για να διαχέεται προς αυτό ό,τι κοχλάζει μέσα του – το αίμα το δικό του να μεταγγίζεται σ’άλλο αντικείμενο. Για να γίνει αυτή η μετάγγιση, το αντικείμενο πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί-το άμορφο να πάρει μορφή-, με άλλα λόγια το αντικείμενο να γίνει “σώμα”
Ο άνθρωπος ερωτεύεται το συγκεκριμένο και, όσες φορές, τούτο τείνει να εξατμισθεί ο έρωτάς του αμβλύνεται και χάνει τον προσανατολισμό του. Από την άλλη, ο έρωτας του αφηρημένου πηγάζει από τον έρωτα προς το συγκεκριμένο.
Το συγκεκριμένο σώμα γίνεται ο καταλύτης που μεταβάλλει τη συμπεριφορά μου και με κάνει να κοιτάζω με παρθένο μάτι την φύση των πραγμάτων. Προεχτείνω το είναι μου στα αντικείμενα και τα εισδέχομαι και τα οικειοποιούμαι. Το συγκεκριμένο σώμα με “διδάσκει” την αξία του κάθε μορίου του πλάτους και τους βάθους αυτού του κόσμου, του τώρα δηλαδή και της ιστορίας του. Με εμποδίζει από τις παγίδες που στήνει ο χρόνος, να θεωρώ χαμένο ό,τι πέρασε και να προσκολλιέμαι πεισματικά σε μελλοντικούς οραματισμούς. Αντίθετα, με οδηγεί να καταξιώσω το παρόν σαν συγκεκριμένο σώμα, ένα παρόν που εμπεριέχει όσα πέρασαν σαν ζώσα πραγματικότητα και όσα θα΄ρθουν σαν ζώσα βεβαιότητα. Η Μούσα, η Ελένη, η Ηγέρια, η Βεατρίκη, η Αρετούσα, η Φεγγαροντυμένη, είναι εκείνες που με βοηθούν να δαμάζω το χρόνο, να ξεπερνώ τη φυσική φθορά μου και να νιώθω ενταγμένος στη μεγάλω ζώσα “εκκλησία” των συνανθρώπων μου. Ακόμη, είναι εκείνες που με ωθούν στην κίνηση του χρόνου, αλλά ταυτόχρονα με ακινητοποιούν, που με κάνουν να γεννώ, αλλά και πάντοτε να κυοφορώ. Διαρκώς, εξ αιτίας τους, νιώθω σαν μια γονιμοποιημένη γαστέρα, αεί τικτούσα αλλά και αεί κυοφορούσα.
Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική επικοινωνία, αν δεν είμαστε ερωτευμένοι. Ο ανέραστος άνθρωπος είναι φοβερά μόνος· αν επικοινωνεί, επικοινωνεί κατά συνθήκη. Η πραγματική επικοινωνία είναι δόσιμο. Μόνο οι “devoted” μπορούν ουσιαστικά να επικοινωνούν. Αυτό το δόσιμο σπάει τη μοναξιά αλλά και τον εγωισμό μας. Διαχέει τον εαυτό μας, αλλά ταυτόχρονα τον συμπυκνώνει σε πυρηνική ουσία. Θα΄ρθω στα συγκεκριμένα: στις σχέσεις με την ιστορία, τη φύση και την μεταφυσική.
Η ιστορία είναι, στην ουσία, τα βιώματα – αγωνίες, φόβοι, χαρές, ενθουσιασμοί- και τα διανοήματα των ανθρώπων, που μετατράπηκαν σε έργα και αλυσιδωτά κατάληξαν στις ζώσες μορφές της σύγχρονης κουλτούρας. ‘Ο,τι λέμε παράδοση δεν είναι ξεπερασμένο, πολύ περισσότερο νεκρό. Κάπου μπορεί ν΄ανιχνευθεί στις παρούσες μορφές. Στα χρωμοσώματά μας βρίσκεται ο άνθρωπος των σπηλαίων και η απορία των πρωτόπλαστων, όταν διώχθηκαν από τον παράδεισο. Ο,τι είμαι εγώ είναι η σύνθεση όλης της ιστορίας, το δικό μου σώμα είναι η συμπύκνωση όλων όσων προυπήρξαν. ‘Ετσι νιώθω πως εκείνο που θεωρούσα αντικείμενο ξεπερασμένο και νεκρό είναι μέρος του ίδιου μου του εαυτού. Αλλά, αν αυτό δικαιολογεί το σεβασμό προς ό,τι πέρασε, δεν είναι αυτό μονο που καθορίζει στην στάση μου απέναντι στην ιστορία. Βασικά η στάση μου είναι “διάθεση”. Διατίθεμαι προς την ιστορία, είμαι δοσμένος προς την ιστορία. Με άλλα λόγια είμαι ερωτευμένος μ΄αυτό το συγκεκριμένο αντικείμενο -το σώμα- που λέγεται ιστορία. Αυτό μεταφράζεται πως κάθε επιμέρους στοιχείο, που απαρτίζει την ιστορία, διοχετεύεται μέσα μου κι εγώ μέσα του, μου δίνεται και του δίνουμε, όπως δίνομαι και στην γυναίκα που αγαπώ, κι εκείνη με την σειρά της μου δίνεται. Δεν κάνω αξιολόγηση των ιστορικών γεγονότων – η αξιολόγηση είναι λογική επεξεργασία. Εγώ, ο ερωτικός άνθρωπος, αγαπώ την ιστορία. Το καθετί ζυγίζει το ίδιο στην ζυγαριά μου. Την αξιολόγηση την κάνει ο “homo logicus”, που βλέπει τα πράγματα με διαφορετικό ήθος από άλλη οπτική γωνία. Πίστη μου βέβαια είναι, πως για να γίνει ο άνθρωπος, ο λογικός έστω, σωστός κριτής και όχι ψυχρός τιμητής, πρέπει να υποδομήσει τον εαυτό του· να ερωτευθεί, χωρίς υπολογισμό, και πάνω σε αυτόν τον έρωτα να σχηματίσει την οποιαδήποτε αξιολογική του κλίμακα. Δεν νιώθω να είμαι ιστορικός, που ερευνά τα γεγονότα, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που τροφοδοτείται από αυτά. Η ιστορία γίνεται έτσι ένα ευρύ πεδίο επικοινωνίας. Η μοναξιά μου σπάζει, γιατί νιώθω πως διαχέομαι προς το παρελθόν και το παρελθόν διαχέεται μέσα μου, πως συνομιλώ με το κάθετι που υπήρξε, επώνυμα ή ανώνυμα, με το ιστορικό πνεύμα, που ξεπετάγεται από το ολοζώντανο σώμα. Τίποτε δεν είναι νεκρό. Όλα διαλέγονται μαζί μου ολοζώντανα, έστω κι αν είναι σκελετοί απολιθωμένοι ή λίθινα μαχαίρια των πρωτογόνων.
Από την άλλη είμαι μια γήινη μονάδα πλάι στις τόσες άλλες. Έστω κι αν ξεχώρισα και δημιούργησα ιστορία, αυτό δεν μπορεί να με οδηγήσει στην υπεροψία πως εγώ μονάχα υπάρχω και πως η ύπαρξή μου είναι ανεξάρτητη από την άλλη φύση, την ανόητη. Η τροπή που πήρε ο πολιτισμός στις μέρες μας, αποξενώνοντας μας από την ίδια μας την μήτρα, τη φύση, μας οδήγησε κι απ’αυτή τη μεριά στη μοναξιά μας.
Νιώθω φοβερά ερωτευμένος με την φύση· την νιώθω σαν μια ζώσα πραγματικότητα, που στέκει έξω από το χρόνο κι έξω από την φθορά, ένα σταθερό σημείο γύρω από το οποίο περιδίνουμαι. Ο,τι την απαρτίζει, έμψυχο ή άψυχο, γίνεται αιτία να αφυπνισθώ και να νιώσω αδήριτη την ανάγκη επικοινωνίας. Νιώθω πως το καθετί είναι ένα σώμα, που πρέπει να σμίξει με το δικό μου σώμα, που πρέπει να διαλυθεί μέσα μου, όπως κι εγώ να διαλυθώ μέσα του. Αυτό ο ανιμισμός των πάντων νιώθω να αποτελεί έναν παράδεισο φωνών και επικλήσεων – μύρια χέρια απλωμένα, που με καλούν στο πανηγύρι των πάντων ενώσεων. Γι αυτό μπορώ να τραγουδήσω για το δέντρο, για τη ρίζα, για την πηγή. Δε με θαμπώνει ότι συνηθίσαμε να λέμε ομορφιά του τοπίου, ούτε παρασύρομαι από οποιοδήποτε συρός ωραιοποίησης. Το κάθε αντικείμενο, ο γυμνός βράχος, το πράσινο λιβάδι, το χώμα, εκπέμπουν ερωτικές φωνές, όπως ερωτικές φωνές εκπέμπουν η πνοή του ανέμου, ο ψίθυρος του δάσους, η βίαια φερόμενη οργή της θύελλας. Η φύση δεν είναι άνθρωπος κι αν της δίνω ανθρώπινες ιδιότητες είναι γιατί έτσι μόνο μπορώ να εκφρασθώ γι αυτήν. Η φύση στέκει πάντοτε αυθύπαρκτη· είναι εκεί, πανάρχαιη αλλά πάντοτε νέα, αποκαλυπτική αλλά και μυστηριώδης, υποκείμενη στην κυριαρχία του ανθρώπου, αλλά κι αδούλωτη. Με αυτό το μυστήριο και μ΄αυτή την ελευθερία επικοινωνώ και με τη δική μου βοήθεια εμβαθύνω στο δικό μου μυστήριο και στη δική μου ελευθερία.
Τέλος, επικοινωνώ ερωτικά με το μέλλον. Δεν είμαι μελλοντολόγος, που ζητά να βρει την μελλοντική εξέλιξη της κουλτούρας, εντοπίζοντας τα στοιχεία του παρόντος που θα προεχταθούν στο μέλλον. Το μέλλον είναι το μεγαλειώδες άγνωστο, μέσα στο οποίο διαχέεται ο εαυτός μου. Δεν έχει χαρακτήρα κοσμικό ή, καλύτερα μόνο κοσμικό, αλλά και μεταφυσικό. Εκεί πια τα όρια του φυσικού και του μεταφυσικού είναι αξεδιάλυτα. Ο μελλοντικός χρόνος είναι δεμένος σ’ένα σώμα με την αιωνιότητα. Πιστεύω σ΄αυτή την αιωνιότητα, γιατί μέσα σ΄αυτήν την φθορά του παρελθόντος και του παρόντος μετατρέπεται σε αφθαρσία, Σμίγεται η σάρκα με τα οστά και το νεκρό ζωοποιείται, Δεν μ΄ενδιαφέρει η μισθαποδοσία. Μ΄ενδιαφέρει η αφθαρσία του φθαρτού, η αιωνιότητα του θνητού κι όχι η καταξίωσή του. Αυτό το μέλλον εισχωρεί μέσα μου κι εγω διαχέομαι προς αυτό, Αυτή η επικοινωνία νικά την τραγικότητα της φθοράς και εξουδετερώνει το μηδενισμό μου. Ακόμη νοηματοποιεί την υπαρξή μου· κι όχι μονάχα τη δική μου αλλά και της ιστορίας, ‘Ετσι, νιώθω πως εκείνο που θα΄ρθει είναι παρόν μέσα μου· το αγαπώ σαν ένα υπαρκτό σώμα κι όχι σαν μια αφηρημένη και σκιώδη ύπαρξη, Μου είναι οικείο και το αγέννητο, μορφοποιημένο το αμόρφωτο, υπαρκτό το “ανύπαρκτο”. Και όπως τίποτε δεν μεσολαβεί που να κινήσει την απέχθειά μου και να καταψύξει την φλόγα της αγάπης μου, ο έρωτας για το μέλλον στέκεται αλώβητος και ολοκληρωτικός.
Επανέρχομαι όμως πάλι στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Νιώθω πως δίχως αυτό οι δυνάμεις μου αδρανούν και τα αισθήματά μου λογικοποιούνται. Οι σχέσεις μου με τ΄αντικείμενα μετατρέπονται σε εκτέλεση κατηγορικών προσταγών. Από τη στιγμή που χρησιμοποιώ στο λόγο μου το πρέπει, αλλοτριώνομαι από τα αντικείμενα. Η μόνη ηθική που παραδέχομαι είναι η ηθική της ελευθερίας του να δίνομαι. Αυτή η ελευθερία καθορίζει την γνησιότητα των έργων μου. Τίποτε δεν γίνεται κατά παραγγελία – ούτε από ηθικούς κώδικες και αναγκαίες σκοπιμότητες- παρά από μια εσώτατη αναγκαιότητα. Κάνω έτσι γιατί, αν κάνω αλλιώτικα δεν θα είμαι αυτός που είμαι. ‘Ετσι, η ελευθερία μου φτάνει στα ακρότατα όρια.
Αν έχει αυτή τη δύναμη το αγαπημένο πρόσωπο, να ενοποιεί το χρόνο και τα διεστώτα, είναι γιατί η σύστασή του, όπως είπα, είναι καταλυτική· συσπειρώνει τις τεμαχισμένες δυναμέις κι από ανενεργές τις μετατρέπει σε ενεργητικές. Δωρίζει το πνεύμα της θηλύτητας, που πιστεύω ότι είναι η μήτρα πάσης δημιουργίας. Είναι γι αυτό που νιώθω αδήριτη την ανάγκη να καθαγιάσω το αγαπημένο πρόσωπο. Δίχως αυτό δε θα μπορούσα να αγιάσω ούτε τα ανθρώπινα ούτα τα θεϊκά έργα.
Πλησής Κυριάκος (1929 – 2007)
Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Κυριάκος Πλησής γεννήθηκε στην Αμμόχωστο της Κύπρου το 1929. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Μόρφου και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετεκπαιδεύτηκε στα παιδαγωγικά στο Εδιμβούργο και στο Λονδίνο. Εργάστηκε στη μέση εκπαίδευση στην Ελλάδα και στην Κύπρο ως εκπαιδευτικός και γενικός επιθεωρητής. Συνεργάστηκε με το ΡΙΚ και τα περιοδικά Ευθύνη και Νέα Εστία. Βραβεύτηκε δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου Κύπρου (1971, 1992-93), με το Κρατικό Βραβείο ποίησης Κύπρου (1975) και με το Βραβείο Χρήστου Μαλεβίτση. Έργα του: Προβληματισμοί (1971), Άσκηση γραφής (1973), Θρηνητικό συναξάρι της πικρής χώρας. Κύπρος (1974), Γραφή οδύνης (1975), Το τραγούδι της αδελφιδής (1977), Ο έρωτας του σώματος (1983), Ο ένδον κόσμος (1985), Χαράγματα (1988), Όνομα δ’ αυτής Μακαρία (1991), Μετά τη χρεωκοπία του δόγματος (1992), Προσεγγίσεις (1995), Δοκίμιο περί έρωτος (1998), Λόγος περί αληθείας και άλλα δοκίμια (1999).