της Βασιλικής Βατάλη
-Τί ώρα φεύγεις για τη δουλειά;
-Σε δέκα λεπτά..
-Να σε πάρω ένα τηλέφωνο όταν είμαι στο δρόμο;
-Ναι..
Περίεργα τα γραπτά.. δεν βλέπεις άνθρωπο, δεν ακούς φωνή αλλά κάτι νιώθεις.
Την ξέρω λίγο…Δύο χρόνια κάνουμε μαζί μαθήματα.. Ένα μάτσο ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί και μια εκπαιδεύτρια με αντοχή και έμπνευση μιλάμε για ανθρώπους και οικογένειες. Περίεργα παιδιά είμαστε όλοι. Αλλά αυτή λίγο παραπάνω.. διαβάζει συνέχεια, χαίρεται όταν ερωτεύονται άλλοι, σε φωνάζει με χαριτωμένα παρατσούκλια, γελάει πολύ και κοροϊδεύει τα πράγματα… ανθρώπους και συμπεριφορές κυρίως, τραγούδια, δουλειές, εξελίξεις παγκόσμιες, αλλαγές τοπικές, σχέσεις, αποφάσεις, φαγητά, πάρκα, διακοπές, παρέες.. Όλα αυτά είναι τα πράγματα και τίποτα δεν γλιτώνει από αυτόν τον σαρκασμό, που φαίνεται να τα πολεμά, αλλά είναι ίσως η μεγαλύτερη προσπάθεια να τα αποδεχτεί.
Μάλλον όμως, δεν τα κοροϊδεύει επειδή είναι μικρά και δεν την αγγίζουν.. αλλά επειδή είναι μεγάλα και περίεργα.. και τρομάζουν…και δεν χωράνε πουθενά. Και δεν μπορείς να κρυφτείς από αυτά, αν θες να πας μπροστά. Γιατί είναι στο δρόμο σου πάντα…Στο ίσιωμα στέκονται στη μέση.. σε αναγκάζουν να πας λίγο δίπλα και νιώθεις ότι αφήνεις το δρόμο σου.. στην ανηφόρα ακριβώς μπροστά σου, να την κάνουν πιο δύσκολη, στην κατηφόρα πίσω σου να κάνουν την κατεβασιά πιο γρήγορη, στη στροφή πάνω εκεί να την κάνουν πιο τρομακτική.. Μόνο αν σταματήσεις παίρνεις μια ανάσα, γιατί φαντάζουν ακίνητα. Αλλά είναι εκεί αφήνοντας σου την ψευδαίσθηση ότι δεν σε επηρεάζουν.
Και τώρα ήταν ξεκάθαρο…κάτι ήρθε στο δρόμο της που δεν μπορεί να το κοροϊδέψει. Στο τηλέφωνο ήταν άμεση, δεν υπήρχαν περιθώρια σαρκασμού. Δεν υπήρχε αντοχή για άλλη μια προσπάθεια αποδοχής. Ίσως δεν υπήρχε και θέληση.
-Τί έπαθες;
-Πόππινς, χάνω την πίστη μου στην ανθρωπότητα.
Αυτή η αίσθηση.. Αυτή η περιγραφή.. Το άκουσα και ήταν σαν μια στάλα, τόση δα σταλίτσα ρευστό καυτό σίδερο να κατέβαινε αργά και ήρεμα από το λαιμό μου στα σωθικά μου.. Κατέβαινε με αυτοπεποίθηση αργά και βασανιστικά.. Ήξερε ότι αν φτάσει να ξεκολλήσει από το νου μου θα φτάσει σίγουρα στην καρδιά μου. Θα με κάψει, θα με λιώσει, θα με κάνει να θέλω να πεθάνω όσο ταξιδεύει μέσα μου, και μετά θα κάτσει στην καρδιά μου βαριά, μαύρη και ακίνητη. Δεν μπορείς να την κοροϊδέψεις, να γελάσεις, να την υποτιμήσεις, να την αγνοήσεις, να της δώσεις άλλο όνομα μπας και τη νιώσεις αλλιώς. Σαν αρχίσει το ταξίδι της μέσα σου, θα είναι πάντα η στάλα “χάνω την πίστη μου στην ανθρωπότητα”. Η μόνη παραλλαγή που δέχεται η άτιμη είναι να γίνει “έχασα την πίστη μου στην ανθρωπότητα”. Εκεί είναι όταν έχει φτάσει στην καρδιά και έχει στρογγυλοκάτσει.
Το αναγνώρισα στη φωνή της και το θυμήθηκα.. Βασικά δεν το ξέχασα.. Αυτή η στάλα ξεκίνησε το ταξίδι της μέσα μου καιρό πριν. Δεν θυμάμαι πότε, δεν μου είναι ξεκάθαρο. Ίσως είναι διακριτή η στιγμή που ξεκολλάει από το νου σου, αλλά το ταξίδι ξεκινάει όταν αρχίσει να γεννιέται και να θεριεύει εκεί μέσα. Και αυτό δεν θυμάμαι πότε έγινε. Ίσως όταν ήμουν μικρή και έβλεπα στις ειδήσεις τον πόλεμο και την πείνα.. στο Δημοτικό ήμουν. Εικόνες παιδιών στον πόλεμο στη Σερβία. Τρόμος και πόνος. Εικόνες παιδιών στην Αφρική. Εξάντληση και παραίτηση. Ίσως και πιο πριν. Δεν είχα τις λέξεις τότε, αλλά μάλλον η στάλα είχε αρχίσει να ετοιμάζει βαλίτσες στο νου μου. Ίσως τότε, που η γιαγιά μου μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο και πώς κρύβονταν να μη τους βρουν οι Γερμανοί.
Αλλά οι ιστορίες της γιαγιάς τελείωναν πάντα με ένα ποτήρι ζεστό γάλα πριν τον ύπνο υποχρεωτικά, όσο και αν μύριζε στάνη.. Ήταν φρέσκο και θρεπτικό και έπρεπε να το πιούμε για να μας αφήσει να ξαπλώσουμε. Και έκλεινες τη μύτη και το έπινες μονοκοπανιά…Ήταν προτιμότερο από αυτό που έκαναν τα ξαδέρφια σου.. που γκρίνιαζαν ότι δεν το μπορούν αυτό το γάλα από την αγελάδα που το φέρνει αυτός ο κύριος με το φορτηγό και βρωμάει και το φορτηγό και το γάλα και ο κύριος! Γκρίνιαζαν και ψευτοέκλαιγαν και πετάριζαν χέρια πόδια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσουν το γάλα. Αλλά αυτά δεν έπιαναν στη γιαγιά. Ύψωνε και λίγο τη φωνή και πετούσε και ένα “αν δεν το πιείς, θα σε στείλω πίσω στη μάνα σου.. άντε με σκάσατε σήμερα όλα..” Όλα! Και τα οχτώ! Ή στην καλύτερη έξι, μόνο τα κορίτσια.. δεν μας λες και λίγα.. αυτό ήταν.. Όταν η γιαγιά πετούσε το “ θα σε στείλω στη μάνα σου” το γάλα εξαφανίζονταν στα στομάχια και η μούρη στράβωνε και τα μάτια γούρλωναν όσο το κατάπινες αλλά εντάξει.. Μπορούσες να κοιμηθείς εκεί.. Γιατί αυτό θέλαμε όλα.. και τα έξι ή οχτώ. Να κοιμηθούμε με τα ξαδέρφια στη γιαγιά. Και να φορέσουμε τα νυχτικά της και τις παντόφλες της και να τη σκάσουμε που δεν θα θέλουμε να πιούμε το γάλα και μετά να μας πει ιστορίες και να είμαστε όλα αραδιασμένα στο διπλό κρεβάτι στο πλάι για να χωρέσουμε.. Αλήθεια, η γιαγιά και ο παππούς που κοιμόταν όταν μέναμε εμείς εκεί; Δεν θυμάμαι τώρα.. και πάντα οι ιστορίες είχαν ιστορίες αγίων, ανθρώπων και οικογενειών που ζούσαν σε ένα χωριό και δούλευαν, είχαν συνήθως μέσα έναν γέρο και ένα δάσος, και ένα λιοντάρι θυμάμαι, και πόλεμο. Αυτά ήξερε καλά η γιαγιά.. Ειδικά τη φτώχεια, τον πόλεμο και το φόβο τα έλεγε και τα ένιωθε,τα νιώθαμε και εμείς. Φοβόμουν και στεναχωριόμουν που η γιαγιά μου τα έζησε αυτά. Αλλά μετά μας έβαζε για ύπνο και μας σκέπαζε και αν μας έβλεπε να κοιμόμαστε μπρούμυτα ερχόταν και μας γύριζε. Λίγο ξυπνούσαμε και την κοιτούσαμε σαν να λέμε «γιατί;». Και ψιθύριζε, για να μην ξυπνήσει και τους άλλους, “ποτέ μην πλακώνεις την καρδιά”.
Την πλάκωσα την καρδιά γιαγιά.. Γιατί οι ιστορίες συνεχίζουν. Και είναι όλες αλήθεια. Και δεν είναι κανείς εδώ να μου δώσει ζεστό γάλα. Και να με σκεπάσει, γιατί κρυώνω. Επειδή γιαγιά.. Την χάνω την πίστη μου στην ανθρωπότητα.
Τι θα ‘λεγες αλήθεια αν στα ‘λεγα αυτά που βλέπω τώρα; Τα ζω με τους ανθρώπους, όχι μόνο τα βλέπω.. Αν σου έλεγα ότι τα παιδιά δεν πεινάνε μόνο στις ιστορίες σου. Ότι οι κακοί δεν είναι μόνο στη μνήμη σου. Ότι οι γονείς φοβούνται ακόμα κάθε στιγμή μη χάσουν τα παιδιά τους, μη χωριστεί η οικογένεια. Ότι οι άνθρωποι δεν ζούνε πλέον στα χωριά και τα δάση γιαγιά, επειδή εκεί μας λένε έπεσαν βόμβες.. Πιο ισχυρές και καταστροφικές από αυτές τις παλιές. Και αναγκάστηκαν να έρθουν σε πόλεις μεγάλες και κρύες, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα και εδώ λέει τους διώχνουν.
Και δεν είναι μόνο ο πόλεμος, γιαγιά. Το σπίτι με τη σόμπα αναμμένη και το τσάι πάνω το κάναμε πολυτέλεια και οι άνθρωποι κοιμούνται στο δρόμο. Το φαΐ δεν μυρίζει ωραία και δεν φτάνει για όλους. Τις ζεστές ανθρώπινες κουβέντες τις πληρώνουμε. Την αγάπη την κάναμε αμαρτία. Τα παιδιά τα αφήσαμε μόνα τους. Τους γονείς χωρίς βοήθεια. Το σώμα μας αρρωσταίνει και γιατρός δεν υπάρχει. Το μυαλό μας βαραίνει και η φύση είναι μακριά. Το πνεύμα ζητάει γαλήνη και οι πνευματικοί μας πρόδωσαν.
“Μη στεναχωριέσαι μανάρι μου.. όλα για τον άνθρωπο είναι. Το σημαντικότερο ξέρεις πιο είναι; να βρείτε έναν άνθρωπο γλυκομίλητο. Όσα στραβά και να ‘χει, όσα προβλήματα και να έρθουν το πιο σημαντικό είναι αυτό. Να είναι ο άνθρωπος γλυκομίλητος!!”
Ίσως είναι και η τελευταία μας βοήθεια για να σταματήσουμε αυτή την καυτή στάλα από σίδηρο, που ταξιδεύει μέσα μας και γλυκοκοιτάει την καρδιά μας. Σε όλους είναι μέσα, ας το δεχτούμε. Και είμαστε λίγοι μπροστά στη μαυρίλα της ανθρώπινης ψυχής που γεννά τόσο πόνο στον κόσμο. Όλα για τον άνθρωπο είναι και θα τα ζήσουμε. Και θα τα αλλάξουμε. Και όταν δεν μπορούμε και πρέπει απλά να σταθούμε δίπλα στην καταστροφή, χέρι χέρι με τον πόνο και τη θλίψη, αγκαλιά με παιδιά μόνα, με γυναίκες φοβισμένες και άντρες που σαν να σταμάτησαν να υπάρχουν όταν είδαν ότι δεν μπορούν να προστατέψουν και να φροντίσουν τους αγαπημένους, ας είμαστε γλυκομίλητοι. Μόνο αυτό.
Ευχαριστώ γιαγιά μου!