της Γλύκας Παυλίδου
Πάντα μου άρεσαν πολύ τα θαμνώδη ανθοφόρα φυτά. Μια μεγάλη μπιγκόνια με τα ντελικάτα άνθη της, ξαπλωμένη στην ζαρντινιέρα ή μια τριανταφυλλιά με τα λαμπρά της μπουμπούκια στιβαρά φυτρωμένη στον κήπο ή τέσσερις ρίζες χρυσάνθεμα αραδιασμένα στο παρτέρι που βγάζουν γλώσσα στον χλωμό ήλιο του Οκτώβρη, πάντα με έκαναν να γαληνεύω.
Στην καρδιά μου τα λουλούδια είχαν μια ξεχωριστή θέση.
Σαν παιδί, πέρασα ευτυχισμένα καλοκαίρια κάτω από μια κουκουναριά.
Ξάπλωσα στη σκιά της παραμονεύοντας τις κουκουνάρες να σκάσουν και να τινάξουν τους μαύρους ξύλινους σπόρους τους. Ράγισα δύο παιδικά δόντια προσπαθώντας να τους σπάσω στο στόμα και κόλλησε στα χέρια μου το μυρωδάτο ρετσίνι.
Σαν έφηβη, υιοθέτησα όλα τα οπωροφόρα δέντρα που φύτρωναν στον μικρό κήπο του σπιτιού από τα κουκούτσια των φρούτων του καλοκαιριού και του χειμώνα.
Κερασιά, με κατακκόκινα τραγανά κεράσια. Συκιά, με μελωμένα σύκα όταν δεν τα κατέστρεφαν άγνωστες αρρώστιες. Αχλαδιά, με μεγάλα ζουμερά αχλάδια που έζησε δεκαετίες.
Μνημειώδης η κερασιά, άντεξε στο ξερίζωμα από τον κήπο όταν το σπίτι ανακαινιζόταν λαθραία σε βάρος του δικού της, για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας.
Μάχες που έπρεπε να δώσει με τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας που έβλεπαν τα βλαστάρια να μεγαλώνουν σε δέντρα καλύπτοντας και το τελευταίο τετραγωνικό του μικρού χώρου. Και τις κέρδιζε όλες.
Σαν νεαρή κοπέλα, αγάπησα τα πλατάνια και τα νερά τους. Ερωτεύτηκα το καφέ-κόκκινο χρώμα των φύλλων τους το φθινόπωρο και αγάπησα την φρέσκια δροσερή μυρωδιά τους την άνοιξη. Έπλεξα όνειρα κάτω από την σκιά τους, δέχτηκα δώρο σκαλισμένες καρδιές στους κορμούς τους και μελαγχόλησα με τα γυμνά χειμωνιάτικα κλαδιά τους.
Σαν νέα γυναίκα, έζησα με τις λεύκες. Εκείνες τις ψηλόλιγνες καταπράσινες λεύκες που διακοσμούν με την κομψότητα τους τα πάρκα. Που διαφημίζουν την γονιμότητα τους μη διστάζοντας να χιονίσουν τα πεζοδρόμια με τους σπόρους τους την άνοιξη και που κροταλίζουν τα ζωηρά φύλλα τους στον άνεμο, χειροκροτώντας την ζωή.
Πλησιάζοντας στη δύση της ζωής, αρχίζω και δένομαι με τους ευκάλυπτους.
Ειδικά αυτούς τους τεράστιους που ζουν μέσα στην πόλη ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες. Έκανα φάρμακο από τα φύλλα τους, μύρισα τα ευεργετικά αιθέρια έλαια τους, λάτρεψα το σχήμα, την κορμοστασιά τους και την ελευθερία τους στους αέρηδες του Οκτώβρη. Περιπλανήθηκα στον πολύχρωμο χάρτη του κορμού τους και μέτρησα τα σπουργίτια στα κλαδιά τους όταν καμιά φορά αυτό αποτελούσε τις μοναδικές καλοκαιρινές διακοπές μου.
Και έγιναν ευλογημένοι, όταν γέμιζαν το τοπίο που καδράριζε το παράθυρο του σπιτιού, επίφαση μιας ζωής στην ύπαιθρο που ποθούσα.
Μαζί με αυτούς, άρχισα να συμπαθώ και τα κυπαρίσσια. Με τόσους αγαπημένους να έχουν φύγει και με συχνές επισκέψεις στα κοιμητήρια, μου έγιναν αγαπητά για την ηρεμία την σεμνότητα και την μετριοφροσύνη τους αλλά και την ανάταση τους προς τον ουρανό ενώ ταυτόχρονα τραβούσαν τους χυμούς τους από τον θάνατο.
Ναι. Με τα δέντρα δέθηκα στη ζωή μου.
Με μια μοναχική κουκουναριά μέσα σε θερισμένα καλοκαιρινά χωράφια.
Με μερικά ανοιξιάτικα οπωροφόρα γεμάτα υποσχέσεις για καρπούς.
Με πολλά πλατάνια σε μια ρεματιά.
Με δέκα κομψές λεύκες στο πάρκο.
Με δύο ευκάλυπτους στο απέναντι πεζοδρόμιο
Και με επτά κυπαρίσσια φυτρωμένα στην σειρά, δίπλα στον τοίχο του κοιμητηρίου.
Και όλα αυτά τα χρόνια έβγαλα κι εγώ σιγά σιγά ρίζες που χώθηκαν στο χώμα και με καθήλωσαν. Και το δέρμα στέγνωσε και έγινε καφετί σαν κορμός. Αλλά το μυαλό παλεύει πάντα. Να παραμείνει φρέσκο. Να απλώσει… να απλώσει και να φουντώσει σαν φυλλωσιά.
Λίγο πριν το τέλος, νομίζω ότι θα θελα να γίνω μια δισχιλιετής σεκόγια. Που θα βλέπει από το ύψος του κορμού και των χρόνων της την ζωή της και θα θροίζει τα φύλλα της αναμένοντας τον θάνατο και ελπίζοντας στην αθανασία…
(photograph by fat.bear/mushroom ballerina)