10 χιλιόμετρα βόρεια της Κοζάνης και 4 νότια της Πτολεμαϊδας
“Τα τραύματα ασκούν συχνά έναν περίεργο μαγνητισμό. Δεν αντέχεις να τα βλέπεις αλλά δεν μπορείς και να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω τους.
Μια παρόμοια αντίδραση διεγείρουν και τα πάθη του εδάφους. Οι ανθρωπογενείς πληγές, οι εξαρθρώσεις και χάσματα στην επιφάνεια της γης απωθούν αλλά ταυτόχρονα καθηλώνουν.
Ναι, η βαναυσότητα προς τη φύση πολλών τεχνικών έργων είναι εξοργιστική και όσα πρόκειται να ακολουθήσουν μια εκσκαφή είναι πιθανώς, από αισθητική άποψη, αποτρόπαια. Όμως η πρόσκαιρη θέα του ανοιγμένου υπεδάφους μπορεί να μας ξεβολέψει ευεργετικά. Να εκτροχιάσει το οριζόντιο γλίστρημα του ματιού πάνω στην επιφάνεια του τοπίου, να αναστείλει για λίγο την εξουσία της εικόνας.
Το σκαμμένο χώμα έχει κάτι από πάσχουσα σάρκα. Εισπράττουμε σε αυτό τα αποτελέσματα μιας βίας: θραύσεις, διαβρώσεις, κατακρημνίσεις, θρυμματισμοί. Μας επαναφέρει, όπως ένα ξεκοιλιασμένο ζώο, στη ρυπαρή πραγματικότητα της ύλης, μας κατευθύνει στο αθέατο και πυκνό μέσα. Ταρακουνά την χορτάτη από όραση συνείδηση μήπως και αφεθεί λιγάκι στο είναι των πραγμάτων.”1
Στα λιγνιτωρυχεία της Πτολεμαΐδας δεν αντικρίζουμε ένα τραύμα αλλά μία ανθρώπινη επέμβαση μιας άλλης κλίμακας.
10 χιλιόμετρα βόρεια της Κοζάνης και 4 νότια της Πτολεμαϊδας εκτείνεται η μεγαλύτερη λιγνιτοφόρος λεκάνη της Ελλάδος. Η εκμετάλλευση του λιγνίτη από την Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού έχει δημιουργήσει μία εκσκαφή συνολικής επιφάνειας 110.000 στρεμμάτων. Έκταση πολλαπλάσια από αυτή των δύο μεγάλων πόλεων του νομού μαζί. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού καταλαμβάνει 6.200 στρέμματα και ο δήμος Αθηναίων καταλαμβάνει έκταση περίπου 37.000 στρεμμάτων. Οι εκτάσεις των λιγνιτωρυχείων, με το πέρας της λειτουργίας τους, θεωρητικά θα μπορούσαν να δεχθούν αστική δόμηση της πυκνότητας της Αθήνας 3 φορές μεγαλύτερη από αυτή που έχει σήμερα ο δήμος Αθηναίων.
Καθημερινά μετακινούνται τόνοι χωμάτινων μαζών, που ετησίως φτάνουν περίπου τα 330 εκατ. κυβικά μέτρα. Το περίπου 1 εκατ. κυβικό μέτρο που αναλογεί στην κάθε μέρα αντιστοιχεί με ένα μικρό βουνό.
Από όλη αυτή τη διαδικασία παράγεται ισχύς που εξυπηρετεί το 40% της εγκατεστημένης ισχύος του διασυνδεμένου δικτύου της Ελλάδας. Η περιοχή, στα τελευταία 60 χρόνια μετατράπηκε σε ενεργειακό κέντρο, το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, το δεύτερο στην Ευρώπη και το έκτο στον κόσμο.
Η πρώτη εκμετάλλευση γινόταν με αξίνες και φτυάρια, ενώ το 1955 ξεκίνησε η συστηματική υπαίθρια εκμετάλλευση. Ωστόσο η ιστορία ξεκινά να γράφεται πριν ένα έως δέκα εκατομμύρια χρόνια. Ένα σύστημα λιμνών και ελών, η πυκνή βλάστηση, τα γαιώδη υλικά σε κατάλληλες συνθήκες αέρα και πίεσης προκαλούν εκείνες τις γεωλογικές διεργασίες, διαμορφώνοντας έναν τόπο που έμελλε να φιλοξενήσει μεγάλες ανθρώπινες επεμβάσεις. Τελικά, οι ίδιες οι δυνάμεις της φύσης μετασχηματίζουν και καθορίζουν το μέλλον ολόκληρης της περιοχής.
Ο λιγνίτης στον νομό Κοζάνης ήταν γνωστός από την εποχή της Τουρκοκρατίας.2 Ιδιαίτερα στην περιοχή της Εορδαίας, σε πολλά σημεία αρκούσε μια απλή εκσκαφή για να γίνει ένα πηγάδι ή να θεμελιωθεί ένα σπίτι για να αποκαλυφθούν τα πρώτα στρώματα του λιγνίτη. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με την παραγωγή και την εκμετάλλευση του λιγνίτη, γύρω στο 1925, είναι οι Νικόλαος Διαμαντόπουλος και Γεώργιος Παυλίδης. Σε πηγάδια και γαλαρίες, χωρίς επιστημονικές γνώσεις και μέτρα ασφαλείας, με μόνο μέσο την διαίσθηση και την εμπειρία οι εκσκαφές έμοιαζαν σχεδόν πρωτόγονες. Η πρώτη χρήση του λιγνίτη ήταν ως αντικατάστατο ξυλείας.
Η συστηματική εκμετάλλευση ξεκινά τη δεκαετία του 1950. Τον Οκτώβριο του 1955 ανατίθεται στον όμιλο Μποδοσάκη η έναρξη των έργων στη Πτολεμαΐδα. Έτσι ιδρύεται η εταιρεία Λιγνίτες Πτολεμαΐδος (ΛΙΠΤΟΛ), που είχε ως αντικείμενο την εκμετάλλευση του λιγνίτη και την αξιοποίησή του για την παραγωγή μπρικετών, αζωτούχων λιπασμάτων, καύσιμων και ηλεκτρικής ενέργειας. Το 1957 η εταιρία ΛΙΠΤΟΛ άνοιξε το πρώτο ορυχείο ευρείας επιφανειακής εκμετάλλευσης στο Κύριο Πεδίο. Τα επίσημα εγκαίνια θεμελίωσης των έργων έγιναν στις 26 Ιουλίου 1957 από τον βασιλιά Παύλο. Μετά την κατάθεση του θεμελίου λίθου μίλησε ο Μποδοσάκης και μεταξύ άλλων είπε:
“[…] Δεν θα ήθελα να θεωρηθώ ως ευφάνταστος ονειροπόλος, νομίζω όμως δεν απέχω της πραγματικότητος, αν ειπώ ότι το έργον, του οποίου σήμερον κατετέθη ο θεμέλιος λίθος, θα είναι αυτό το ίδιον, ο ακρογωνιαίος λίθος της μελλοντικής εξελίξεως της χώρας μας. Είμαι βέβαιος ότι η περιοχή αυτή, με το μέχρι προ ολίγου ειδυλλιακόν αγροτικόν τοπίον της, θα γίνη συντόμως μία περιοχή σφύζουσαν βιομηχανικήν δραστηριότητα, η οποία θα δώση λύσιν εις πολλά εκ των προβλημάτων, όχι μόνον της Επαρχίας και του Νομού, αλλά και της Μακεδονίας και της Χώρας εν γένει. […]”
Η “Επαρχιακή φωνή” γράφει:
“[…] δεν αποτελεί υπερβολήν να λεχθεί ότι δια της θεμελιώσεως τίθεται ο ακρογωνιαίος λίθος του οικονομικού οικοδομήματος της Ελλάδος και ότι, εις την περιοχήν της Πτολεμαΐδος θα αναπηδήση το μεγαλοπρεπέστερον και επιβλητικώτερον βιομηχανικόν συγκρότημα της χώρας, οι πολυάριθμοι καπνοδόχοι του οποίου θα προβάλλουν εις τον ελληνικόν ορίζοντα, το σήμα της αισιοδοξίας και της οικονομικής ευεξίας και να εμφυσήσουν την ζωογόνον πνοήν τους εις τους ασθενικούς πνεύμονας της εθνικής οικονομίας. […]”
Στη θέση του αγροτικού τοπίο τοποθετήθηκαν οι βιομηχανικές καμινάδες των εργοστασίων και το έδαφος άνοιξε για την αποκάλυψη του κοιτάσματος. Το τοπίο μετασχηματίζεται και μαζί με αυτό μετασχηματίζονται και οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Τα Καϊλάρια (λασποχώρι), όπως ήταν η τούρκικη ονομασία της Πτολεμαϊδας, από μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα εξελίσσεται σε ένα αστικό κέντρο μέσου μεγέθους, για τα ελληνικά δεδομένα.. Στην ευρύτερη περιοχή συντελείται μία ραγδαία ανάπτυξη και οικονομική έκρηξη. Απορροφάται όλο το εργατικό δυναμικό. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τις αγροτοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και εργάζονται στην κατασκευή και τη λειτουργία των έργων, λαμβάνοντας μεγάλες αμοιβές για την εποχή εκείνη. Η αγροτική κοινωνία στο λεκανοπέδιο Κοζάνης – Πτολεμαΐδας, έπρεπε από τη μία μέρα στην άλλη, να αφήσει τις παραδοσιακές ασχολίες και, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, να προσαρμοστεί στη διαχείριση και τη λειτουργία μιας βιομηχανικής τεχνολογίας υψηλού επιπέδου.
Στην Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη εγκαθίσταται πλήθος ξένων τεχνικών που ασχολούνται με την ανέγερση των εγκαταστάσεων και την εκπαίδευση των εργαζομένων. Οι δύο μεγάλες πόλης γνωρίζουν εποχές ευμάρειας και ξέφρενης ανοικοδόμησης. Η ανάπτυξή της περιοχής βάδισε παράλληλα με την πρόοδο των εξορυκτικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων των λιγνιτωρυχείων. Οι κάτοικοι αποδέχονται με αισιοδοξία και περηφάνια την μετεξέλιξη της περιοχής σε Ρουρ της Ελλάδας. Οι εφημερίδες της εποχής παρουσιάζουν τον λιγνίτη ως τον θησαυρό που ζηλόφθονα η γη κρατά στο εσωτερικό της.
Από την σύγκριση των τίτλων των εφημερίδων της εποχής με σημερινούς προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα. Ενδεικτικές αναφορές είναι: “Ο λιγνίτης απειλεί να πνίξει τον νομό Κοζάνης” σε σχέση με “Ο λιγνίτης σώζει την περιφέρειάν μας”, “Μας καταδικάζει σε θάνατο η ΔΕΗ” σε σχέση με την ελπίδα για το “το μεγαλοπρεπέστερον και επιβλητικώτερον βιομηχανικόν συγκρότημα της χώρας”. Γίνεται άμεσα αντιληπτό πόσο αντίθετη είναι η παρουσίαση της ίδιας βιομηχανικής δραστηριότητας. Από τη μία το τεχνολογικό θαύμα και από την άλλη η πηγή της ρύπανσης και της καταστροφής.
Στο διάστημα 1955 -1987 κατασκευάστηκαν οι 3 Ατμοηλεκτρικοί Σταθμοί (ΑΗΣ) εντός του νομού Κοζάνης και 2 στο νομό Φλώρινας, ενώ ταυτόχρονα η ΛΙΠΤΟΛ συγχωνεύθηκε πλήρως στη ΔΕΗ.
Σήμερα η λειτουργία του ορυχείου καλύπτεται από τεράστιες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες, θεόρατους εκσκαφείς και ατελείωτους σε μήκος ταινιοδρόμους. “ Πρόκειται για μία μάχη Προμηθείκή, που εξελίσσεται σε εργαστήρια και σε εργοτάξια. Σε ορυχεία και σε φράγματα, στην επιφάνεια της γης αλλά και κάτω από αυτήν.”5
Η παραγωγική μέθοδος που ακολουθείται είναι αυτή της επιφανειακής εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων (ανοιχτό ορυχείο) με τη εφαρμογή της συνεχούς εκσκαφής, μεταφοράς και απόθεσης με σύστημα πολλαπλών βαθμίδων. 43 καδοφόροι εκσκαφείς, 270 χλμ. μήκος εγκατεστημένων ταινιοδρόμων, 21 αποθέτες σε συνδυασμό με βοηθητικό συμβατικό εξοπλισμού, χωματουργικών δηζελοκίνητων μηχανημάτων παράγουν ετησίως 50 εκατ. τόνους λιγνίτη και μετακινούν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω 330 εκατ. κυβικά μέτρα χωμάτινων μαζών και λιγνίτη.
Η επίπεδη κοιλάδα της Πτολεμαΐδας μετά την εντατικοποίηση της λιγνιτικής δραστηριότητας, απέκτησε μεγάλες υψομετρικές διαφοροποιήσεις. Η σημερινή εικόνα του τοπίου αποτελείται από μία εναλλαγή λοφώδων εκτάσεων και κοιλωμάτων με επίπεδες και κεκλιμένες χωμάτινες μάζες. Οι αλλαγές προκλήθηκαν από τη μορφή των επιφανειακών εκσκαφών, όπου το βάθος της εκσκαφής φτάνει σε ορισμένα σημεία τα – 200 μέτρα. Ενώ οι εξωτερικές αποθέσεις αγόνων υλικών έχουν σχηματίσει λόφους μέσου ύψους +60 και +70 μ. Ο γεωργικός οριζόντιος κάνναβος από κιτρινοπράσινα χωράφια μεταλλάσσεται σε κατακόρυφες τομές με επιμήκεις λωρίδες ορυκτών πετρωμάτων.
Παράλληλα με την τοπιογραφική μετάλλαξη του τοπίου έγινε και η μετεγκατάσταση οικισμών που χωροθετούνταν μέσα στη λεκάνη εκμετάλλευσης. Σε διάστημα 60 χρόνων λειτουργίας των ορυχείων έχουν υποστεί αναγκαστική απαλλοτροίωση πέντε οικισμοί (Καρδιά, Χαραυγή, Εξοχή, Κόμανος, Κλείτος). Περίπου 5.000 άτομα αναγκάστηκαν να αλλάξουν τόπο διαμονής και 1550 σπίτια και δημόσια κτίρια απαλλοτροιώθηκαν. Μελλοντικά προβλέπεται και δρομολογείται η μετεγκατάσταση ακόμη τριών (Ποντοκώμη, Πτελαιώνας, Μαυροπηγή).
Η συνεχής μέθοδος εκμετάλλευσης των ορυχείων ακολουθεί το διεθνές πρόγραμμα εργασίας με τρεις βάρδιες στο εικοσιτετράωρο. Η συνολική άμεση απασχόληση που στηρίζεται από την λειτουργία των Ορυχείων Πτολεμαΐδας ανέρχεται σε 7.316 άτομα ως προσωπικό ΔΕΗ και 2.755 ως προσωπικό εργολάβων, δηλαδή συνολικά 10.071 άτομα.
Η εικοσιτετράωρη δραστηριότητα ξεχειλώνει συνεχώς τον ημερήσιο χρόνο. Ο χρόνος κυλά με εντατικούς ρυθμούς, εκ διαμέτρου αντίθετους με αυτούς του αγροτικού τοπίου. Το βράδυ το σκηνικό φωτίζεται και η εργασία συνεχίζεται. Στο παρελθόν ο υποκειμενικός χρόνος κινούνταν με πολύ διαφορετική ταχύτητα. Στο τοπίο της υπαίθρου ο χρόνος κυλούσε βάση της αλληλουχίας των εποχών και του κύκλου των ετήσιων εργασιών, που έπρεπε να γίνουν για την παραγωγή της σοδειάς. Σήμερα οι αλλαγές που συντελούνται καθημερινά στο εργοτάξιο είναι ραγδαίες. Αρκεί να αναφερθεί ότι μέσα σε ένα μήνα εκσκάφεται η γεωλογική δραστηριότητα χιλιάδων χρόνων. Ενδεικτικά αναφέρεται πως για να δημιουργηθεί στρώμα λιγνίτη πάχους 0.3 μ. πρέπει να περάσουν περίπου 160 χρόνια. Ενώ η ετήσια παραγωγή ξεπερνάει τα 50 εκατομμύρια τόνους.
Το ορυχείο έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής, ενώ ταυτόχρονα επιφέρει μη αναστρέψιμες αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον. Για αυτό το λόγο πριν την έναρξη των εργασιών υποβάλλεται και η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ). Στόχοι που επιδιώκονται είναι να εξαλειφθούν ή να μειωθούν όσο το δυνατόν οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και ταυτόχρονα να εναρμονισθούν οι πρώην περιοχές των ορυχείων με το γύρω ανέπαφο τοπίο. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζονται αγροτικές εκτάσεις, δάση και λίμνες σε μία προσπάθεια διατήρησης της βιοποικιλότητας και φυσιογνωμίας του τοπίου.
Ωστόσο “η κάθε επιθετική παρουσία (ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση) επιφέρει την καταστροφή με την έννοια ότι, ως διαδικασία εκδήλωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν είναι αναστρέψιμη. Το αποτέλεσμα της δεν μπορεί να είναι πλέον φύση, γιατί αποσπάται απ’ αυτήν. Κάθε ενέργεια επαναφοράς, κάθε πράξη αναίρεσης στο αποτέλεσμα της επίθεσης οριοθετεί ένα νέο, διαφορετικό τοπίο μη φυσικό.”3 Η νέα φύση δεν είναι πια “φυσική”, αλλά ένα προϊόν πρόσφατων δια-γενετικών τεχνολογικών συνταγών, απόλυτα ελεγχόμενη. Επομένως η προσπάθεια για ταύτιση με το γύρω φυσικό περιβάλλον μπορεί να χαρακτηριστεί μάλλον άστοχη. Οι απαντήσεις απέναντι στις εκκρεμότητες που παράγουν οι περιπτώσεις έργων υποδομής μπορούν να προτείνουν πολύ πιο σημαίνουσες ανασυνθέσεις των δεδομένων από ένα φυτικό ρετουσάρισμα, το οποίο νοσταλγεί ένα ωραιοποιημένο παρελθόν. Η λύση, ίσως, μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στις σταθερές ορίζουσες του τόπου και τις νέες, δυναμικές συνθήκες.4
Μία ρήξη σε μία περιοχή που συμβάλει σήμερα στην αστάθεια/ασυνέχεια του τοπίου, αύριο μπορεί να ενσωματωθεί και να συμβάλει στη συνέχεια του. Η τάση για ισορροπία του ίδιου το τοπίου σταδιακά θα διαμορφώσει μία νέα σταθερή κατάσταση, ίσως πολύ διαφορετική από την παλιά.
1Κώστας Μανωλίδης, “Εκσκαφές”, στο Εδαφολόγιο: αναθυμιάσεις από το βάθος των πραγμάτων, http://edafologion.blogspot.com/
2 Περισσότερα ιστορικά στοιχεία μπορείτε να βρείτε: Αιμίλιος Μπούσιος, Το έργο της Πτολεμαϊδας ή Η ιστορία της ΛΙΠΤΟΛ, Αθήνα, Κέντρο Τεχνολογίας και Εφαρμογών Στερών Καυσίμων, 1997
3Νίκος Καζερός, “Τα μεταβατικά τοπία ση φωτογραφία”, στο “ωραίο, φριχτό, απεριττο τοπίον!”-αναγνώσεις και ροοπτικές του τοπίο στην Ελλάδα, Νησίδες, 2003
4Κώστας Μανωλίδης, “Προς την ενδοχώρα: σε αναζήτηση μιας συνείδησης του τοπίου”, στο “ωραίο, φριχτό, απεριττο τοπίον!”-αναγνώσεις και ροοπτικές του τοπίο στην Ελλάδα, Νησίδες, 200
Φωτογραφία εξωφύλλου – Ο ΑΗΣ Πτολεμαϊδας κατά τη διάρκεια κατασκευής του, φωτογραφικό αρχείο της ΔΕΗ, 1954
Φωτογραφία 2-Επιμήκεις λωρίδες εκσκαφείς σε αντίθεση με τον γεωργικό κάνναβο, τμήμα Νοτίου πεδίου λιγνιτωρυχείων ΔΕΗ, Google Earth, 2012
Εύη Μιμίκου, Αρχιτέκτονας