“Ο κορμός του είναι η αλήθεια, τα κλαδιά οι πράξεις, οι καρποί τα έργα.“
Μέχρι τώρα η έρευνα του προβλήματος της παιδείας στην αρχαϊκή Ελλάδα έδειξε ότι η ανάδυση της αλήθειας μέσα από την ομίχλη της οντολογικής λήθης με τους χαρακτήρες μιας εικόνας πού είναι σταθερά πρωτεϊκή, άλλα που δεν γίνεται άφαντη ποτέ η ευγένεια της πράξης, εγγυημένη σε ρήτρες κοσμικές, σαν ορίζοντας και χωρομετρικός διατάκτης της συμπεριφοράς και της συμπόρευσης των ανθρώπων στην καθημερινή τους παλίρροια και τα νικηφόρα έργα στην περιοχή της ύλης και της μορφής, είτε όπως το τρόπαιο της αναμέτρησης του Μαραθώνα είτε όπως o Ηνίοχος του Πυθαγόρα στους Δελφούς, υπήρξε το δέντρο πού έδωκε η αγωγή της ακμής. Ο κορμός του είναι η αλήθεια, τα κλαδιά οι πράξεις, οι καρποί τα έργα.
Στην ρίζα του δέντρου τούτου ανιχνεύθηκε η βούληση του ανθρώπου πού τείνει σθεναρά και επίμονα να εμφιλοχωρήσει σ’ ένα κοίτασμα δηλητηριώδους σύστασης και από κει να απομυζήσει τούς χυμούς πού, με τη σοφή διαδικασία της ανταλλαγής της ύλης, από φαρμάκι οφείλει να μεταστοιχειώσει σε φάρμακο.
(Το αιγυπτιακό φίδι, πού μέσα από το καλαθάκι με τα σύκα δάγκωσε την Κλεοπάτρα, κάτω από φρόνιμες και ιερατικές συνθήκες ήταν το λυγερό ερπετό πού συνόδευε στο ρυθμό τους τις χορεύτριες της ‘Ίσιδας.)
Το έδαφος, δηλαδή, επάνω στο όποιο φυτρώνει το δέντρο της αγωγής της ακμής είναι το μηδέν. Ό άνθρωπος δεν φαίνεται δίκαιος αλλά είναι, όταν καρπωθεί το βίωμα πού οικονομεί και προστατεύει την ευγένεια στις βουλές και τις πράξεις του, αφού οργώσει με το νου τη βαθειά γη της απελπισίας και της ανάγκης:
βαθεΐαν άλοκα δια φρενός καρπούμενος,
έξ ής τα κεδνά βλαστάνει βουλεύματα.
Η εικόνα είναι δώρο του Αισχύλου.
Έξω και πέρα από την αδρή σκέψη πού την προσηλώνουν τα στιλπνά καρφιά της αλήθειας, την ευγενική πράξη που την συναρμολογεί το στερέωμα των φυσικών τύπων, και τα ανθεκτικά έργα ανοξείδωτα μέχρι σήμερα από την αμφισβήτηση πού συνοδεύει το μεταβλητικό ρυθμό της ιστορίας, τα σήματα πού στέλνουν στον άνθρωπο τα αχανή χάη του μηδενός βρήκαν και στην τέχνη την ανάλογη έκφραση τους.
Το βίωμα της απελπισίας και της ανάγκης ή εποχή της παιδαγωγικής ακμής το πέρασε στον κόσμο της τέχνης σαν κανηφόρα πομπή μορφών αποσπασμένων από το αίσθημα του ελεητικού φόβου. Οι έλληνες αυτή την πρωτόφαντη αποκάλυψη την ονόμασαν τραγωδία.
Το θυμικό σύνδρομο, δηλαδή, πού αναπτύσσεται μέσα στο κλίμα της αγωγής της ακμής και επιζητεί βαθμιαία να διοχετεύσει σε ολοκληρώματα αισθητικών μορφών τα δυναμικά του φορτία πηγάζει από τη ζοφερή ουσία του μηδενός και προπέμπει στο μοναδικό δρόμο της αληθινής τέχνης.
Πολύ πειστικότερα, όταν αντικρύσει κανείς, με τη σοβαρότητα πού διεκδικεί για τον εαυτό της, την ορισμένη θεωρία σύμφωνα με την οποία μόνο με το ονειρικό νεύμα της τέχνης γίνεται δυνατή από τον άνθρωπο ή υπέρβαση της αδιέξοδης πραγματικότητας.
Η στάση αυτή εξηγεί και γιατί — εκτός από την περίπτωση της ελληνικής στιγμής — αληθινή τέχνη δημιούργησαν μόνο οι εποχές, οι πολιτισμοί ή και οι άνθρωποι κατά μόνας ακόμη, πού βρέθηκαν κάτω από τη δαμασκηνή λάμψη της καταστροφής, της κρίσης, και της οριακής έντασης του πνεύματος. Εκεί πού ή συνείδηση του άνθρωπου προσκρούοντας στο φράγμα του χωρητικού της μέτρου μεταβάλλει αυτόματα τη μοίρα της ανίατης απελπισίας σε πανάκεια και νέα ανθρωπογονία.
Το μηδέν, δεμένο πάντα με το είναι όπως ή κορυφή με το ύψος, εφόσον βιώθηκε από τη συνείδηση του άνθρωπου στα απαραβίαστα μέτρα του φυσικού του λόγου, αποτέλεσε τον σταθερό και μόνιμο αλτήρα της αληθινής τέχνης.
Χωρίς αυτή την πανικόβλητη προϋπόθεση ο γνωστός περιηγητής του Πλουτάρχου, που βρήκε σε όλες τις πόλεις ιερά και βωμούς και ναούς, θέατρα και ποιητές δεν θα ‘βρίσκε πουθενά. Ο ποιητής χρειάζεται τη μάζα του μηδενός και την λαξεύει, όπως ό Πολύκλειτος χρειάστηκε τον χαλκό της Κύπρου και ό Μιχαήλ Άγγελος τα μάρμαρα της Καρράρας.
Προτού εξετάσω τη σημασία του μηδενός για την ποίηση κατά την εποχή της παιδαγωγικής ακμής στην Ελλάδα, θα ψηλαφίσω το πρόβλημα σε ορισμένες μεταγενέστερες στιγμές με τη μέθοδο της πρωθύστερης πληροφόρησης.
‘Ενδεικτικά και πρωτευόντως στη νεώτερη εποχή ο Δάντης επινόησε το Καθαρτήριο σαν τρίτη διάσταση ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο. Με το Καθαρτήριο θέλησε να υπαινιχθεί τη συμπλεκτική σχέση του μηδενός και του είναι, τον μεταίχμιο τόπο δηλαδή πού συνιστά τον αγωνιστικό στίβο του ανθρώπου.
Η φωτιά και ή ποινή του Καθαρτήριου είναι το σύνεργο της Κόλασης (το μηδέν) πού καθαίροντας τον κρινόμενο — ας θυμηθούμε τούς καθαρμούς του Εμπεδοκλή — τον ετοιμάζει να περάσει στον Παράδεισο (το είναι). Ο μικρός άγιος Φεβρουάριος έχει τη θέση της πύλης πού οδηγεί από τον εντάφιο σπόρο του χειμώνα στο νικητήριο βλαστό της άνοιξης.
Η γενετική άρθρωση της Κωμωδίας στο σκελετό της τριπλής διάταξης με τη συμβολή της άρνησης και της κατάφασης στο σύμβολο του Καθαρτήριου αποδείχνει ότι το πνεύμα του Δάντη είναι γνήσια προσωκρατικό.
Με ανάλογο τρόπο αγριαίνεται από την τρίαινα του μηδενός ή δραματική ποίηση του Σαίξπηρ, πού προωθεί την επαναβίωση της αττικής τραγωδίας ως το ανύποπτο σημείο της πρωτοτυπίας.
Οι κοπαδιαστοί θάνατοι των ηρώων του χτυπούν στο δίχτυ της δράσης τους και πιάνουνται πίσω από το παραπέτασμα της σκηνής καθώς το κλείνουν τα βουβά πρόσωπα, όπως έξω από το θέατρο κλείνουν τα μάτια των πεθαμένων όσοι τους παραστέκουν.
Η κατάπληκτη αμεσότητα της μοίρας του θανάτου σκορπίζει ένα ρίγος στο θεατή, πού πέφτει δύσκολο στον άνθρωπο να το αισθανθεί στην πραγματικότητα της ζωής, όπως τα αισθάνεται στη φαινομενικότητα της παράστασης. Και εδώ βρίσκεται το νόημα της σαιξπηρικής τραγωδίας.
Εκεί δηλαδή πού ό θεατής παρακολουθεί τα θάνατο ενός ήρωα στη σκηνή, ο Σαίξπηρ έχει μοιράσει τούς ρόλους των προσώπων του στους ίδιους τούς θεατές της πλατείας. Σα να προσπαθεί, με νοήματα μουγγού, να εξηγήσει στον καθένα μας:
Εσένα βλέπεις, σ’ εκείνον πού βλέπεις. Αφουγκράζεσαι Κάσσιος και Μάκβεθ, Καίσαρ, Ρωμαίος, Οφήλια Ιάγος και Πολώνιος και παρηγοριέσαι. Πιάνεσαι από τα ονόματα όπως από τον αγέρα εκείνος πού γκρεμίζεται. Μα στοχάσου λιγάκι πώς ο Ιούλιος Καίσαρ δεν υπάρχει πια. Τώρα υπάρχεις εσύ. Εκείνος πάνω από τη σκηνή προσπαθεί να σου δώσει να καταλάβεις: από δώ πού πέρασα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα περάσεις κι εσύ. Το συλλογίστηκες τάχα!
Την τραγωδία του Σαίξπηρ την εδημιούργησε ο παροξυσμός της βίωσης του μηδενός. Όπως και οι άλλες, μια ακόμη θεά που Παρθένα γέννησε τον εξαίσιο τόκο της.
Η γενετήσια όμως περίπτυξη του μηδενός και του είναι μας δόθηκε με τρόπο ηλιοειδή — όσο και οι Ηλιάδες κόρες του Παρμενίδη — από το Γκαίτε. Για το Γκαίτε η κοσμοποιός δύναμη χύνεται από τη δεξαμενή της άρνησης. Ή αιώνια μηχανή της φθοράς διακονεί την αιώνια σκηνοπηγία της ζωής.
Όταν ο Μεφιστοφελής εμφανίζεται στο Φάουστ και ό τελευταίος τον ερωτά για το όνομα και την καταγωγή του — στον τρόπο της ερώτησης αναμειγνύεται ή γλώσσα της πρώτης γνωριμίας των ομηρικών αντιπάλων και ή σωκρατική απορητική — ο πρώτος αποκρίνεται:
Ένα μέρος είμαι από τη δύναμη εκείνη
πού πάντα θέλει το κακό και πάντα κάνει το καλό.
Το θετικό, δηλαδή, η κατάφαση η τάξη η περιοδική επέλαση της δύναμης, είναι το ακούσιο άλλα και το αναγκαίο γέννημα της άρνησης και του μώμου, της φθοράς και του κακού, της αίρεσης και της ανυπαρξίας. Όπως στη γλώσσα των Προσωκρατικών ή μια οδός, ή άνω οδός, η σταθερότητα, η δίκη και η φιλία, γεννιέται από την άλλη οδό, την κάτω οδό, τη μεταβολή, την αδικία και το νείκος.
Ο διάβολος του Γκαίτε είναι ό πλάστης του κόσμου, όπως ο πόλεμος του Ηράκλειτου είναι ο πατέρας των όντων.
Ένα άλλο στιβαρό χέρι πού έδεσε το γόρδιο δεσμό του μηδενός και του είναι με τον τρόπο πού υπόδειξε ή αρχαϊκή σκέψη των ελλήνων είναι ο Ντοστογιέφσκι. Επιληπτικός από υγεία και μελλοθάνατος από ζωή, ο Ντοστογιέφσκι εικόνισε τις όψεις του προβλήματος κάτω από μια πρισματική πολλαπλότητα. Άλλοτε σχηματίζει αστερισμούς από περισσότερους ήρωες, και άλλοτε με την ιστόρηση μιας μοίρας ατομικής ξεχωρίζει άστρα μοναχικά.
Στις εμβρόντητες νύχτες του Ντοστογιέφσκι ο Όρντίνωφ, ο Ρασκόλνικωφ, ο Κυρίλωφ, ο Σταυρόγκιν αγκυροφορούν και συγκοπαδιάζουν τα σκοτεινά κομμάτια της ψυχής, όπως ό Λαμπαδίας, ο Άντάρης, ό Βασιλίσκος και ό Βέγας ακροβολίζουν τη σιγαλέα κίνηση του ουρανού.Η Ναστάσια Φιλίπποβνα είναι το μέσο πού δορυφορεΐται άπό τήν κατάφαση και την άρνηση. Στα δεξιά της στέκεται ό Ραγκόζιν και της κουβαλά το μηδέν της κολασμένης ηδονής. Αριστερά, ο πρίγκηπας Μύσκιν αποθέτει στα πόδια της το είναι της θείας αποστέρησης.
Στο Ρασκόλνικωφ ή συμβολή των κοσμικών ετεροτήτων πραγματοποιείται με τη μορφή της αδικίας και της πληρωμής. Και η ίδια διασταύρωση σταυρώνει το Σταυρόγκιν στα σταυρωτά δοκάρια της απιστίας και της πίστης υπερβατικά, της χυδαιότητας και της ευγένειας ηθικά.
Η αποκορύφωση όμως της μυστικής συνθήκης του μηδενός και του είναι, με όλη την κοσμική τους απειρότητα και ένταση, προετοιμασμένη από την εμφάνιση του ίδιου του Ιησού στον ‘ Ιεροεξεταστή της Σεβίλλης — κάτι πού δεν ξανάγινε μετά τούς ‘ Εμμαούς — σαρκώθηκε στη μορφή του Ιβάν Καραμάζωφ. Σ’ αυτόν τον τρίτο αδερφό ενανθρωπεί το μηδέν με το πρόσωπο του ιδίου του διαβόλου, σαν επικαλυπτική σήμανση της παρουσίας του ίδιου του Ντοστογιέφσκι.
Αφήνω τελευταία την περίπτωση της ποιητικής συνάντησης του μηδενός και του είναι κάτω από τα σύμβολα του Διαβόλου και του Δόκτορα Φάουστους, επειδή πιστεύω ότι με την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του ήρωα του — του συνθέτη Αντριάν Λέβερκυν — ο Τόμας Μάν, μεταλλάζοντας τον ήχο της φιλοσοφίας σε λόγο μουσικής, επιχείρησε να δώσει τη μυθιστορηματική βιογραφία της ζωής και του έργου του Νίτσε.
Και ακόμη επειδή παράλληλα πιστεύω ότι οποιαδήποτε ερμηνεία του τρόπου με τον όποιο θεώρησαν το μηδέν και το είναι οι Προσωκρατικοί, εάν δεν συνδεθεί με το στοχασμό του Νίτσε, θα μείνει χωλή, και τυφλή, και λεπρή.Χρειάζεται μόνο να θυμίσει κανείς μια πρόταση από τον Doktor Faustus του Μάν, πού φανερώνει απερίφραστα το κοσμογόνο νόημα του μηδενός:
Και είναι ανάγκη να υπερασπίζεται κανένας το διάβολο,
αφού για τη μεγάλη δράση και τα μεγάλα έργα αυτόν μονάχα
μπορεί να χρειάζεται και να κατέχει, και κανέναν άλλο.
Είναι γνωστό ότι αυτός πού έδωκε το όνομα του στον ευρωπαϊκό μηδενισμό είναι ο Νίτσε. Η τιμή πληρώθηκε, βέβαια, με το ανάλογο τίμημα.
Δημήτρης Λιαντίνης – “Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)”
Πηγή: liantinis