Στο εξώφυλλο του «λάιφστάιλ» εντύπου, ένα σαλόνι γήπεδο, η χαρά της αμερικανιάς. Τι τζάκια, τι κεριά, τι τάρανδοι! Σχεδόν μπορείς να ακούσεις τον Μπινγκ Κρόσμπι να ξελαρυγγιάζεται καθώς «ονειρεύεται» Λευκά Χριστούγεννα.
Και στη μέση, το έλατο… Με άπειρα λαμπιόνια, χειροποίητα κρυστάλλινα Χερουβίμ, λακαρισμένες κατακόκκινες μπάλες. Είναι πανέμορφη η εικόνα του, τόσο χριστουγεννιάτικη, τόσο ζεστή και… τόσο ψεύτικη.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, στα δάση της Βόρειας Ευρώπης, τη μεγαλύτερη, την πιο κρύα και την πιο τρομαχτική νύχτα του χρόνου, οι άνθρωποι είχαν ανάγκη από ελπίδα. Έτσι, ίσως έκαναν τελετές κάτω από τα χιονισμένα δέντρα που αντιστέκονταν στον χειμωνιάτικο θάνατο. Αιώνες αμέτρητοι πέρασαν.
Μια καινούργια πίστη ήρθε να εξαφανίσει τις αρχαίες δοξασίες, αλλά η νύχτα αυτή του μεσοχείμωνου ήταν πάντα κρύα, πάντα σκοτεινή, και η ελπίδα ζωτικής σημασίας. Τα παλιά ιερά έθιμα δεν έλεγαν να σβήσουν. Η ελπίδα της νέας ζωής, το απόλυτο δώρο. Η καινούργια θρησκεία τα ενσωμάτωσε στο τελετουργικό της.
Κάπου μέσα στους χρόνους του Μεσαίωνα, πολύ αργότερα και πολύ μακριά από τη γέννηση του Χριστού, γεννήθηκαν τα Χριστούγεννα.
Στην αρχή τα δώρα ήταν σεμνά και ταπεινά. Λίγα μήλα, καρύδια, καρποί, να συμβολίζουμε την αφθονία. Σήμερα δεν τη συμβολίζουμε, την προσφέρουμε σε μορφή υπερβολική. Ο συμβολισμός των Χριστουγέννων πάσχει. Η κυριολεξία της χλιδής περισσεύει κι ας βρισκόμαστε βουτηγμένοι σε οικονομική κρίση.
Μπορείς να κάνεις Χριστούγεννα χωρίς έλατο. Μπορείς να στολίσεις ένα καράβι, μια λεμονιά, μια μπανανιά ή και τίποτα. Αυτό που δεν επιτρέπεται να κάνεις είναι να αφήσεις αυτές τις νύχτες, τις πιο κρύες, τις πιο φοβιστικές του χειμώνα, να περάσουν σκοτεινές, χωρίς ένα φωτάκι ελπίδας. Από τη φλογίτσα των λίγων κεριών που τρεμοπαίζουν στο τραπεζάκι του σαλονιού, ως τη φωταγωγημένη Μητέρα Όλων των Ελάτων, επαγγελματικά διακοσμημένη στην αίθουσα δεξιώσεων μιας βίλας.
Όλοι το ίδιο πράγμα ξορκίζουμε. Την ίδια ελπίδα αναζητάμε…