Ήταν Κυριακή και λες και το ‘ξερα και αποφάσισα να ξεκινήσω να γνωρίζω περιοχές των Γρεβενών που δεν είχα επισκεφτεί για κάποια χρόνια. «Ποιος ξέρει; Του χρόνου τέτοιο καιρό μπορεί να μη βρίσκομαι εδώ» είχα σκεφτεί το προηγούμενο βράδυ! Άλλωστε πόσες φορές δεν έχουμε κάνει τέτοιες σκέψεις, σκεπτόμενοι την ξαφνική … έξοδό μας από μία μόνιμη, σταθερή αλλά και βολική κατάσταση χωρίς να έχουμε «γευτεί» τις χάρες που ένας τόπος έχει να προσφέρει. Μπορεί βέβαια να υπάρχουν και περιπτώσεις που η ανάγκη αυτή είναι … φαινόμενη αφού έχουμε επισκεφτεί ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό και απλά δε θέλουμε να αποδεχθούμε ότι φεύγοντας από ένα μέρος θα κλείσουμε μόνιμα μία πόρτα πίσω μας.
Έχοντας λοιπόν εξερευνήσει πολλάκις τις γνωστές… περιοχές ήταν καιρός να ξεκινήσω ένα άτυπο project εξερεύνησης μικρών, ήσυχων και ταπεινών περιοχών των Γρεβενών που για πολλούς ίσως να μη σημαίνουν κάτι, αλλά τελικά μάλλον είναι οι σημαντικότερες αφού οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά – “God is in the details”, όπως θα λέγανε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι –που συνήθως δίνουν τον τόνο, την καθοριστική πινελιά σε μία περιοχή και μας αφήνουν τα πιο ιδιαίτερα αισθήματα και συναισθήματα. Και ευτυχώς υπάρχει, για τα μέρη αυτά, η οικονομία της φύσης που τα αφήνει ανέπαφα από τον μαζικό τουρισμό και ακόμα δίνει τη δυνατότητα σε μερικούς να αποζητούν το διαφορετικό.
Το πρόγραμμα ήταν απλό. Δώσαμε και τίτλο. Κυριακάτικη βόλτα στο Δοτσικό για καφέ, φαγητό, φωτογραφίες, παιχνίδια, ένα ξένοιαστο μεσημέρι.
Φύγαμε από τα Γρεβενά γύρω στις 11.00. Μετά το γήπεδο και στο τελευταίο περίπτερο πριν το τέλος της πόλης στρίψαμε δεξιά. Και μόνο ο δρόμος που για πρώτη φορά παίρναμε μας έκανε να νιώσουμε ιδιαίτερα.Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα.
Ο δρόμος άρχισε να γίνεται ανηφορικός. Έλατος στα 741 μέτρα και μετά Καληράχη στα 880 μέτρα – τα δύο χωριά μετά την πόλη των Γρεβενών. Μικρές παρέες περπατούσαν στους δρόμους και ετοιμάζονταν για το Κυριακάτικο μεσημεριανό.
Σιγά σιγά το τοπίο άρχισε να γίνεται πιο ορεινό – πιο άγριο. Ήταν πραγματικά μια όμορφη Κυριακή – όπως την είχαμε φανταστεί. Όταν «πιάσαμε» τις κορυφογραμμές αρχίσαμε να αγναντεύουμε. Σμόλικας μπροστά, Βόιο στα δεξιά και κάπου στα αριστερά η Βασιλίτσα. Τελικά για μια ακόμα φορά επιβεβαιώθηκα. Τα μαθήματα γεωγραφίας πρέπει να γίνονται στις ψηλότερες κορφές των βουνών!
Παρόλο που η απόσταση από τα Γρεβενά είναι μικρή, εντούτοις το τοπίο σου δίνει μία εντύπωση απομόνωσης. Πώς να μην είναι βέβαια. Οι περιοχές αυτές πριν 20 χρόνια μάλλον σαν εσχατιές της Ελλάδος ήταν και ας μη βρίσκονταν σε σύνορα και «πινέζες». Πώς να μην είναι όταν μετά το φθινόπωρο στο Δοτσικό μένουν μια χούφτα άνθρωποι. Πώς να μην είναι όταν γύρω στο 1979 ο Theo(για τους υπόλοιπους από εμάς Θεόδωρος Αγγελόπουλος) έκανε μέρος των γυρισμάτων της ταινίας «Ο Μεγαλέξανδρος» στο Δοτσικό, ακριβώς για να μας μεταφέρει μέσα από την ταινία του μοναδικά συναισθήματα παρουσιάζοντάς μας αυτά τα απομονωμένα μέρη. Για αυτό το λόγο, αν θέλετε πραγματικά να νιώσετε τον παλμό και χαρακτήρα της περιοχής, πριν μεταβείτε – το προηγούμενο βράδυ – οργανώστε μία ιδιαίτερη βραδιά προβολής της συγκεκριμένης ταινίας.
Με το που φτάσαμε, αφήσαμε το αμάξι, παίξαμε με τρία κουταβάκια που με περισσή χαρά καλωσόρισαν τους νέους επισκέπτες του χωριού και περπατήσαμε δίπλα το ποτάμι. Χαζέψαμε την αρχιτεκτονική των σπιτιών, το τοπίο, τα γύρω βουνά και τα όμορφα λουλούδια. Βγήκαμε φωτογραφίες και περπατήσαμε πάνω στο γεφύρι 2-3 φορές μέχρι που καταλήξαμε 30 μέτρα πιο πέρα στην πλατεία.
Το γεφύρι για το οποίο είναι ίσως και περισσότερο γνωστό το χωριό, άλλωστε είναι το μόνο μέσα σε χωριό, χτίστηκε λίγο μετά το 1800. Αποτελεί και αυτό μέρος ενός ιδιαίτερου δικτύου μονοπατιών και γεφυριών που αποτελούσαν τις αρτηρίες που έδιναν ζωή στο Νομό Γρεβενών πριν την «έλευση» του αυτοκινήτου και της ασφάλτου. Σκέφτηκα ότι θα ήταν μοναδικό έργο και πρωτοβουλία να ενωθούν όλα τα γεφύρια των Γρεβενών και να μπορούν περιπατητές να κινούνται ανάμεσα στα χωριά μέσω των μονοπατιών. Πάντως είναι να απορεί κανείς πώς μόλις πριν από λίγες δεκαετίες όλες οι μετακινήσεις μεταξύ των χωριών γίνονταν χωρίς αυτοκίνητα σε τέτοια σκληροτράχηλα μέρη! Ήρωες κατοικούσαν εδώ πάνω και όχι άνθρωποι!
Καθίσαμε σε ένα από τα μαγαζιά πολλαπλών ιδιοτήτων – καφενείο, καφετέρια, ταβέρνα. Τα μαγαζάκια γύρω από την πλατεία ήταν μισογεμάτα. Ο κόσμος λίγος, αλλά τόσος ώστε να νιώθουμε άνετα και όχι σαν τους τουρίστες της Κυριακής.
Ήταν πραγματικά όμορφα. Μία χαλαρή Κυριακή. Ήπιαμε τον καφέ μας και αφού περιεργαστήκαμε τον περίγυρο και συζητήσαμε για … σχεδόν τα πάντα μπήκαμε στο κυρίως μενού. Φαγητό και ποτό- μπυρίτσα, σουβλάκια και σαλάτα. Δε θα μπορούσαμε να ζητήσουμε περισσότερα από αυτό. Νομίζω τελικά ότι πολλές φορές τέτοια απλά γεύματα αξίζουν πολύ περισσότερο από όποια άλλα γεύματα σε gourmet εστιατόρια στα πέρατα της γης. Αλλά άντε να εξηγήσεις – μάλλον να γίνεις πιστευτός – ότι τη συγκεκριμένη στιγμή διασκέδασες περισσότερο το φαγητό στο ταβερνάκι του Δοτσικού από τα με 3 αστέρια Michelin εστιατόρια στo Mougins της Νότιας Γαλλίας.
Η ημέρα κύλισε πανέμορφα. Γύρω στις 16:00 αποφασίσαμε to call it a day. Με συνοπτικές διαδικασίες επιστρέψαμε στο αμάξι και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο νεανικός πληθυσμός είχε ήδη κοιμηθεί και έτσι με τον καθαρό αέρα της Πίνδου να μπαίνει στο αμάξι μέσα από τα παράθυρά του αυτοκινήτου χαλαρώσαμε και κατηφορίσαμε αβίαστα στα Γρεβενά. Μία κυριακάτικη ημέρα είχε κλείσει πολύ όμορφα. Το ερώτημα όπως συνέχιζε να πλανάται στον αέρα. «Πού θα βρίσκομαι του χρόνου τέτοιο καιρό;»