Πότε έδωσες για τελευταία φορά; Όχι εκείνη τη φορά που παρασύρθηκες από το άρωμα του “Καλού Σαμαρείτη” αλλά την άλλη που εξουσιοδότησε η καρδιά σου. Σε εκείνη που παραμέρισες υπέρμετρους εγωισμούς και μνησικακίες τότε που έδωσες και ήσουν μόνος, δεν σε έβλεπε κανείς. Οι μοναδικές και σπάνιες στιγμές που ένιωσες την ανάγκη να γίνεις ανάγκη που έδωσες ψυχή και πήρες χαμόγελο και αν ακόμα δεν το πήρες έδειξες ανωτερότητα, δεν σου το χρώσταγε η ζωή ποτέ αλλά ούτε σου το στέρησε κιόλας. Δίνω όταν έχω και νιώθω βολεμένος και πλήρης ή δίνω γιατί ζω, αναπνέω, βλέπω, ακούω, αισθάνομαι; Χάσαμε τα μάτια και τα αυτιά μας, κοιτάμε και δεν βλέπουμε προσπερνάμε, ακούμε σαν αίσθηση αλλά στην πραγματικότητα δεν ακούμε γιατί μάθαμε μόνο να μιλάμε. Μάθαμε να ακούμε εμάς και όταν έρχεται η σειρά μας, τότε φοράμε τις καινούργιες μας παρωπίδες. Δε δίνεις γιατί περιμένεις να πάρεις πρώτα και ας ελπίζει βαθιά και κρυφά μέσα σου το πίσω μέρος του μυαλού το αντίθετο. Δίνω γιατί έχω, έχω καταφέρει να εξομοιωθώ με σένα που είσαι φτιαγμένος με σάρκα και οστά.
Τι ωραία αίσθηση να εισπράττεις χωρίς να ζητάς και να απαιτείς έτσι, αβίαστα και ανεπαίσχυντα. Νιώθεις πλούσιος στη φτώχεια σου και χωρίς αυτήν φτωχός στα πλούτη σου. Λαμβάνεις σημάδια απόγνωσης σε όποιο σημείο και αν στέκεσαι είτε βρίσκεσαι στα ψηλά είτε στα χαμηλά και αυτό γιατί είμαι κομμάτι σου, σάρκα από την σάρκα σου. Αυτά που έδωσες θα τα πάρεις με τόκο, ακόμα και αν δεν τα λάβεις, εσύ το καθήκον σου το έκανες θα καταχωρηθεί στο βιογραφικό σου σημείωμα ως προϋπηρεσία, στην προϋπηρεσία σου ως Άνθρωπος. Το ανθρώπινο προσωπείο δεν το βάζεις και το βγάζεις ανάλογα με την περίσταση, η είσοδος στο πάρτι της ζωής έχει αντίτιμο, κλείνει την πόρτα στους υποκριτές.
Δύσκολοι καιροί για αυτήν, πολύτιμη και ακριβή, τη βρίσκεις ούτε καν σε τιμή ευκαιρίας, τζάμπα! Ο τρόπος διαφορετικός αλλά η ουσία ίδια, επιτακτική ανάγκη όλων ακόμη και των πιο σκληρών σφετεριστών και κερδισμένων αλαζόνων. Τη διαγράψαμε από το λεξιλόγιο μας, πολλοί δεν την ξεστομίσαμε καν και άλλοι τόσοι δεν την αισθανθήκαμε, που να ξέραμε πως δεύτερη ζωή δεν έχει.
Η εκ διαμέτρου αντίθετη δύναμη της εξουσιάζει τον εαυτό σου σπρώχνοντάς τον σε άλλα μονοπάτια απομακρυσμένα από εκείνη, σε αυτά που βαδίζεις εγωιστικά μονάχος για να πετύχεις και όταν πετύχεις γεννιέται η επιθυμία να προσφέρεις τάχα ανιδιοτελώς, δρώντας εκ του ασφαλούς με αυτό το υπεροπτικό μικρόβιο που σε κατατρέχει. Εκεί ασυνείδητα χάνεσαι και χάνεις τον αυθορμητισμό της μορφής της. Φοβάσαι να την αγγίξεις, την αγκαλιάζεις έχοντας όμως απόσταση ασφαλείας, “πειράζεις” τα καθαρά χαρακτηριστικά της και τις καλοσχηματισμένες γωνίες της και το μόνο που καταφέρνεις είναι να βγεις μια επιτηδευμένη φωτογραφία μαζί της.
Αγάπη!
Φωτογραφία: Νίκος Μαχαίρας