Κόσμος πεθαίνει βγάζοντας selfie, ζευγάρια βρίσκονται μέσω application και χωρίζουν λόγω like ή «καρδούλας», άνθρωποι γίνονται διάσημοι από ένα βίντεο ή από ένα status. Στο τέλος, όμως, τι μένει από όλα αυτά;
Ζούμε σε μια εποχή στην οποία τα ερεθίσματα σκάνε με ρυθμούς καταιγίδας, οι εικόνες εναλλάσσονται συνεχώς, το ίδιο και οι σκέψεις. Μέσα σε μισή ώρα ο μέσος χρήστης που είναι συνδεδεμένος στο Ίντερνετ λαμβάνει τεράστιο αριθμό ερεθισμάτων.
Μια αλληλουχία εικόνων και σκέψεων άλλων ανθρώπων, ειδήσεων αλλά και δικών μας σκέψεων, αντανακλαστικών τις περισσότερες φορές στα ερεθίσματα που δεχόμαστε. Και τα συναισθήματα; Μένουν ανεπηρέαστα από τις συνεχόμενες εναλλαγές;
Όταν διαβάζεις μια είδηση που σου σπαράζει την καρδιά και αμέσως μετά βλέπεις μια φωτογραφία μιας κοπέλας που σου αρέσει και δευτερόλεπτα μετά ένα πολύ αστείο βίντεο και μετά μια πολιτική ανάλυση και μετά έναν τσακωμό για ένα ασήμαντο θέμα, όταν όλα αυτά συμβαίνουν ούτε καν το ένα δίπλα στο άλλο αλλά το ένα μέσα στο άλλο, τι σου μένει στο τέλος;
Όταν για μια ημέρα όλος ο κόσμος ασχολείται με ένα θέμα και την επομένη αυτό το θέμα έχει ξεχαστεί εντελώς πόσο σοβαρά ασχοληθήκαμε τελικά με αυτό το θέμα;
Ποιος γνωρίζει σήμερα αν ο Νίκος Ρωμανός παρακολουθεί τελικά τις σπουδές του; Ποιος ξέρει τι απέγινε η κοπέλα που συνελήφθη για ναρκωτικά στο αεροδρόμιο του Χονγκ-Κονγκ;
Τι συμβαίνει τώρα στην υπόθεση της Ηριάννας και τι γίνεται με τα σχολεία των οποίων οι σύλλογοι γονέων αντέδρασαν στην παρουσία μεταναστών;
Πόσο μας ένοιαζαν αυτά τα θέματα, αφού ήδη τα ξεχάσαμε; Πόσο γρήγορα γεμίζει πληροφορίες το κεφάλι μας και πόσο γρήγορα αδειάζει από αυτές για να χωρέσουν άλλες, καινούργιες; Και γιατί θέλουμε να είμαστε συνέχεια μέρος μιας συζήτησης που εν τέλει δεν μας αφορά, καθώς, αν μας αφορούσε πραγματικά, θα μας απασχολούσε για καιρό και όχι για μία ή δύο ημέρες;
Στον θάνατο κάθε γνωστού καλλιτέχνη (και δυστυχώς έπεσαν πολλοί μαζεμένοι τον τελευταίο καιρό) πολύς κόσμος εκφράζει τη στενοχώρια του γράφοντας κάτι για τον προσφάτως εκλιπόντα.
Όταν πέθανε ο Θάνος Ανεστόπουλος, τραγουδιστής των Διάφανων Κρίνων, το timeline μας γέμισε από τραγούδια του και αποχαιρετιστήρια σημειώματα.
Μερικοί έσπευσαν να ενημερώσουν τους φίλους τους ότι δεν τους άρεσαν τα Διάφανα Κρίνα, λες και αν κρατούσαν μέσα τους αυτή την τρομερά σημαντική πληροφορία θα πάθαιναν χολέρα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ποστ που έλεγε: «Εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο Ανεστόπουλος, ούτε άκουγα τη μουσική του, αλλά κρίμα που πέθανε τόσο νέος».
Με άλλα λόγια, δεν έχω ιδέα για τι θέμα μιλάτε αλλά να πω κι εγώ κάτι. Περίεργη αυτή η ανάγκη συμμετοχής, πολύ περίεργη. Ντάγκλας Κόπλαντ: “Μου λείπει το μυαλό μου πριν απο το ίντερνετ” 31.1.2018 Ντάγκλας Κόπλαντ: Μου λείπει το μυαλό μου πριν απο το ίντερνετ.
Στα social media διαβάζουμε πολλές φορές και για τραγικά συμβάντα που συμβαίνουν στους φίλους και στους γνωστούς μας.
Για θανάτους συγγενών αλλά και αρρώστιες που έχουν προσβάλει τους ίδιους. Τι είναι αυτό που ωθεί τον κόσμο να δημοσιοποιεί την εκάστοτε τραγική προσωπική ιστορία; Από την άλλη, ποιος μπορεί να βάλει όρια στο πώς ορίζει ο καθένας το ιδιωτικό και το δημόσιο;
Σταδιακά συνηθίζουμε να ανοιγόμαστε όλο και περισσότερο, ξεχνώντας ότι μιλάμε κατά κύριο λόγο σε αγνώστους, οι οποίοι όμως γνωρίζουν πολλές φορές πολλά για εμάς, όχι μέσω τρίτων αλλά επειδή εμείς θέλαμε να τους τα πούμε. Θα πει κάποιος ότι δημοσιοποιώντας προσωπικές τραγωδίες, τις ξορκίζουμε.
Γνωστοποιούμε τον θάνατο του συγγενή μας ή μια αρρώστια που μας έχει χτυπήσει, λαμβάνουμε μηνύματα συμπαράστασης και έτσι μαλακώνει λίγο ο πόνος. Ή όχι;
Ένας πολύ αγαπημένος φίλος περνάει αυτόν τον καιρό τη δική του προσωπική τραγωδία με έναν πιο εσωτερικό τρόπο. Αποφεύγει να μπαίνει στα social media, έχει κλειστεί στον εαυτό του και επικοινωνεί μόνο με τους πολύ δικούς του ανθρώπους.
Είναι λιγότερος ο πόνος ή περισσότερος; Προφανώς, δεν μπορεί κανείς να κατακρίνει τον θρήνο ή τη λύπη του άλλου και πώς ο καθένας επιλέγει να βιώσει τέτοιες καταστάσεις.
Αυτό που όμως σκέφτομαι είναι πως όπως λειτουργεί πολύς κόσμος με τις προσωπικές του τραγωδίες, δημοσιοποιώντας τες στην προσπάθειά του να τις ξορκίσει, έτσι λειτουργεί και με τις ειδήσεις που τον τρομάζουν ή τον στενοχωρούν, βασικά με αυτές που προκαλούν έντονα συναισθήματα.
Είναι μήπως η υποτυπώδης συμμετοχή μια προσπάθεια να ξορκίσει ο κόσμος αυτό που γίνεται, να το μοιραστεί και με αυτό τον τρόπο να μειώσει τη θλίψη για το εκάστοτε συμβάν μέσα του;
Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν τον τρόπο που εκφραζόμαστε και συναναστρεφόμαστε ίσως περισσότερο από ποτέ. Η δημόσια σφαίρα πλέον έχει άλλη έννοια, οι κοινοί γνωστοί είναι τόσο πολλοί που το «πού βαδίζουμε, κύριοι», το τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη που μιλάει για ερωτικά μπερδέματα μεταξύ γνωστών είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ζούμε επίσης σε μια εποχή που επηρεαζόμαστε πολύ από τη συμμετοχή μας στον δημόσιο διάλογο, που λαμβάνουμε απείρως περισσότερα ερεθίσματα από αυτά που μπορεί ο εγκέφαλός μας να επεξεργαστεί και που ακόμα δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν προκαλέσει τα νέα μέσα.
Η ψηφιακή επανάσταση έχει φέρει τους ανθρώπους πολύ πιο κοντά, όμως, όπως κάθε επανάσταση, η κατάληξή της είναι ακόμα άγνωστη. Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και καλούμαστε να προσαρμοστούμε απότομα, ο καθένας με όποιον τρόπο επιλέξει.
Κόσμος πεθαίνει βγάζοντας selfie, ζευγάρια βρίσκονται μέσω application και χωρίζουν λόγω like ή «καρδούλας», άνθρωποι γίνονται διάσημοι από ένα βίντεο ή από ένα status.
Ό,τι και αν συμβαίνει όμως σε αυτή την τεχνολογική επανάσταση, πάνω απ’ όλα βλέπουμε ότι ο κόσμος προσπαθεί να καλύψει δύο μεγάλα κενά τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με την τεχνολογία. Ο κόσμος ψάχνει την επιβεβαίωση και την κάλυψη της μοναξιάς.
Και αν κάτι πρέπει να μας ανησυχεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι το πόσο διαδεδομένα είναι αυτά τα κενά. Πόση μοναξιά και πόση έλλειψη επιβεβαίωσης έχει ο κόσμος και πόσα είναι διατεθειμένος να δώσει για να καλύψει τα κενά αυτά.
_______________________
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΥΚΑΚΟΣ
Πηγή: lifo.gr