Του Βύρων Μπακαϊμη
Όλα γύρω ήταν άσπρα. Κάτασπρα. Πασπαλισμένα με άχνη. Ούτε πατημασιές, ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, ούτε αυτοκίνητα να κινούνται. Ήταν μια νεκρή πόλη. Μέσα στο κρύο και με παγωμένα χέρια με δυσκολία έβγαλα μερικές κορώνες (SEK) από τη δέσμη που είχα για τον πρώτο μήνα διαμονής και πλήρωσα το ταξί. Τον ευχαρίστησα και επικεντρώθηκα στο μοναχικό μου έργο.
«Και τώρα τι κάνουμε;» αναρωτήθηκα. Ο περίγυρος ήταν ιδιαίτερος. Η χωροταξία και αρχιτεκτονική άγνωστες. Μικρά σπίτια, χαμηλές πολυκατοικίες, μεγάλοι δρόμοι, λίγα αυτοκίνητα. «Μα πού είχα έρθει;» Για 5 λεπτά, μπορεί να ήταν και παραπάνω, προσπάθησα να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Προτεραιότητες! Ραντεβού με τους μέντορες ή ξενοδοχείο.
Πριν ένα μήνα είχα ενημερώσει τους μέντορες ότι μάλλον θα βρίσκομαι γύρω στις 23.00 μ.μ. στο σιδηροδρομικό σταθμό (μη γνωρίζοντας κάποιο μέρος είχα σκεφτεί ότι αυτό είναι ένα καλό σημείο). Η ώρα όμως ήταν 02.00 π.μ και με τέτοιες καιρικές συνθήκες ούτε η μάνα μας δε θα μας περίμενε! Μία ταξιδιωτικά πρωτόγνωρη ημέρα όπου είχα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα μεταφοράς είχε φτάσει στο τέλος… περίπου! Αεροπορική πτήση από το «Μακεδονίας». Ανταπόκριση στη Βιέννη και μετά Κοπεγχάγη. Λεωφορείο μέχρι το λιμάνι και από εκεί με πλοίο για Μάλμε. Μετά ταξί για τη Lund! Και όλα αυτά χωρίς να υπάρχει η οποιαδήποτε οργάνωση πριν το ταξίδι ως προς εισιτήρια και δρομολόγια. Σκεφτείτε ότι στις αρχές του 1997 μετά βίας στέλναμε κάποιο email! Ούτε κατά διάνοια Expedia, Hotelscombined ή άλλα όμορφα ονόματα που κάνουν τη ζωή μας τόσο εύκολη. Είχα ξεκινήσει από τη Θεσσαλονίκη με ένα αεροπορικό εισιτήριο και όλα τα άλλα οργανώθηκαν on the spot!
Ξανακοίταξα γύρω μου. Το τοπίο ήταν σαν από πίνακα ζωγραφικής… νεκρής φύσης. Τίποτα δεν είχε αλλάξει το τελευταίο 5λεπτο!
Στο οπτικό μου πεδίο «εισέβαλαν» δύο φιγούρες. Κοντοστάθηκα για να σκεφτώ τι θα τους ρωτήσω και πάνω που ήμουν έτοιμος ακούω να προφέρουν το όνομά μου. Για μια στιγμή αμηχανίας αναρωτήθηκα πώς ξέρουν σε αυτά τα μέρη το όνομά μου, για να πάρω αμέσως την απάντηση. Ήταν οι δύο μέντορές μου που 3 ώρες μετά το αρχικό ραντεβού με περίμεναν μέσα στο κρύο! Οι κατά τα άλλα… βάρβαροι και απρόσιτοι Σουηδοί.
Με χαιρέτησαν. Μιλήσαμε για λίγο, μετέφεραν τα πράγματά μου στη μαύρη Celica και 10 λεπτά αργότερα, σκίζοντας την πανέρημη πόλη, άνοιγα την πόρτα της φοιτητικής εστίας Delphi (Δελφοί). Η πρώτη ημέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Μέχρι και σήμερα θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες και τα αισθήματα εκείνης της ημέρας – θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες περιγράφοντάς την. Μου πήρε γύρω στη μία ώρα για να οργανώσω το δωμάτιό μου – ένας μικρός προθάλαμος με ντουλάπα, μια αξιοπρεπής τουαλέτα με ντουζιέρα και ένα μεγάλο δωμάτιο με κατακόκκινες κουρτίνες! Άνοιξα τις βαλίτσες, τσίμπησα ένα τοστ που ακόμα έφερε άρωμα Ελλάδας και αφού διάβασα μερικές σελίδες από το Garden of Rama –υποσυνείδητα το ταξίδι μου έμοιαζε με το ταξίδι που περιέγραφε ο Arthur Clark στο βιβλίο του – έπεσα για ύπνο! Η επόμενη ημέρα θα ήταν η πρώτη μίας μοναδικής και καταπληκτικής εμπειρίας που μόνο στη Lund μπορεί να ζήσει κανείς. Τι να θυμηθεί κανείς!
Γνωριμίες με άτομα από πολλές χώρες της Ευρώπης (Αυστρία, Ιταλία, Γαλλία, Φινλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Γερμανία) και international dinners – έτσι ονομάσαμε τα δείπνα που ο καθένας από την παρέα μας οργάνωνε για τη χώρα του ανά 2-3 εβδομάδες προσπαθώντας να εντρυφήσουμε στην ευρωπαϊκή κουζίνα.
Ταξίδια στις πρωτεύουσες της Σκανδιναβίας , Στοκχόλμη, Όσλο, Κοπεγχάγη.
Βόλτες σε όλο το μήκος των στενών Όρεσουντ, όπου τo 2000 χτίστηκε η γέφυρα που ένωσε Δανία-Σουηδία.
Επισκέψεις στη Σκάνια (νότια Σουηδία) Μάλμε, Κιβίκ, Κάλμαρ, Χέλσινμποργκ, Κούλαμπεργκ κλπ γνωρίζοντας εκτός των άλλων και την ελληνική κοινότητα μεταναστών και φοιτητών σε συναντήσεις ή σε ιδιαίτερα πασχαλινά γλέντια.
Γνωριμία με τον καθημερινό Σουηδικό πολιτισμό βιώνοντας τον τρόπο που ένα πραγματικά μοντέρνο κράτος (πρέπει να) λειτουργεί «έβαλα» τηλέφωνο σε δύο ημέρες και «άνοιξα» τραπεζικό λογαριασμό σε μία ημέρα. Στην Ελλάδα του 1997 για σύνδεση τηλεφώνου ήθελες 3 μήνες.
Ανακάλυψα την έννοια της ανακύκλωσης! (Οι γραμμές είναι πολύ λίγες για να περιγράψω την εμπειρία που αποτέλεσε σημείο καμπής στη ζωή μου.)
Βίωσα την πρωτοποριακή project-based εκπαίδευση, οι λέξεις “γραπτές εξετάσεις” ήταν άγνωστες!
Έγινα μέλος των Nations – αυτοδιοικούμενες φοιτητικές οντότητες /οργανώσεις.
Συμμετείχα σε καθημερινές σουηδικές συνήθειες – σάουνα, δείπνα, ποδηλατάδες, ψώνια στις 24.00 και τόσα άλλα που έγιναν ή μπορούσαν να γίνουν! Ποιος ξέρει; Κάποιος μπορεί να γνώρισε και τη μελλοντική του σύζυγο εκεί!
To 2017 γιορτάσαμε 30 έτη από την εκκίνηση των προγραμμάτων Erasmus. Δυστυχώς για το θεσμό, το 2017 απεβίωσε ο «πατέρας του προγράμματος Erasmus» ο Μανουέλ Μαρίν. Το 2017 γιόρτασα τα δικά μου 20 χρόνια από την εμπειρία της Lund και κάθε χρονιά, κάθε εβδομάδα, κάθε ημέρα βρίσκω την ευκαιρία να γιορτάζω και να αναπολώ.
Το Internet έχει κάνει όλους τους τόπους του κόσμου ακόμα και τους πιο μακρινούς να φαντάζουν δίπλα μας. Δεν παύουν όμως τέτοια προγράμματα να προσφέρουν στην καλύτερη και τρυφερή ηλικία τη μοναδικότητα της επικοινωνίας με ανθρώπους, πολιτισμούς και μέρη μακρινά. Καλός φίλος, σχεδόν πάντα στις μπύρες της Πέμπτης, μου έλεγε πόσο θα ήθελε να έχει συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Με τον καιρό, συνειδητοποίησα ακριβώς αυτό! Το πόσο μοναδική και πολύτιμη είναι μία τέτοια εμπειρία. Για το λόγο αυτό η συμβουλή μου είναι μία. Just do it!