Του Μήλιου Στυλιανού, προπτυχιακού φοιτητή του Ιονίου Πανεπιστημίου του Τμήματος Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας, Μουσειολογίας.
Η μουσειολογία είναι ένας επιστημονικός κλάδος με ξεχωριστή οντότητα και έντονα κοινωνική και ανθρωπιστική διάσταση. Δεν έρχεται να αντικαταστήσει άλλες επιστήμες που σχετίζονται με το μουσειακό χώρο και τις συλλογές.Κεντρική θέση σε αυτή κατέχει η ανάπτυξη ενός έντονα θεωρητικού προβληματισμού σε σχέση με τη φύση και τη λειτουργία του μουσείου μέσα στη κοινωνία.
Τα μουσεία τα τελευταία χρόνια βιώνουν πολλαπλές πιέσεις για επαναπροσδιορισμό της θεσμικής τους υπόστασης, των αξιών και των στρατηγικών τους προτεραιοτήτων με στόχο να ανταποκριθούν στις κοινωνικές, πολιτικές, τεχνολογικές και οικονομικές προκλήσεις που ως σύνολο καθορίζουν τον σύγχρονο κόσμο.Η συμμετοχικότητα, η ευρηματικότητα, η δημιουργικότητα, η συμμετοχική δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη αποτελούν πλέον έννοιες-κλειδιά στην τρέχουσα μουσειολογία.
Τα μουσεία βεβαίως αποτελούν ένα από τα κατεξοχήν κοινωνικά πεδία μάθησης, όπου δημιουργικές ιδέες, συναισθήματα και σχέσεις τόσο μεταξύ των ανθρώπων όσο και μεταξύ ανθρώπων και αντικειμένων βρίσκουν χώρο έκφρασης και ανάπτυξης.
Το ICOM Cultural Diversity χαρτογραφεί το σύνθετο θέμα της κοινωνικής πρακτικής από τα μουσεία προσφέροντας ένα πλάνο πλοήγησης σε μια δυναμικά εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες προτάσεις από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων.
Τα μουσεία οφείλουν να αποκτήσουν πολυμορφία ώστε να αναγνωρίσουν και να επιβεβαιώσουν όλες τις μορφές πολιτισμικής και βιολογικής πολυμορφίας. Επίσης να αντικατοπτρίσουν αυτήν την πολυμορφία σε όλες τις πολιτικές και στα προγράμματα των μουσείων ανά κόσμο.
Να αποκτήσουν συμμετοχική δημοκρατία, ώστε να προωθήσουν την υιοθέτηση πλαισίων συνεργασίας που θα επιτρέπουν και θα ενθαρρύνουν την ενεργή συνδρομή όλων των κοινωνικών εταίρων, κοινοτικών ομάδων, πολιτιστικών οργανισμών και επίσημων φορέων μέσω κατάλληλων διαδικασιών διαβούλευσης, διαπραγμάτευσης και συμμετοχής, διασφαλίζοντας την κυριότητα των διαδικασιών, ως κύριο συστατικό αυτών.
Δέον βήμα για την επίλυση του προβλήματος θα ήταν και η αίσθηση της ειρήνης και η δόμηση κοινοτήτων. Αυτό θα έχει ως στόχο να προωθήσουν την αίσθηση του “ανήκειν” σε έναν τόπο και τις ταυτότητες διαφορετικών ανθρώπων, εκτιμώντας τις πολλαπλές κληρονομιές φυσικές και πολιτιστικές, απτές και άυλες, κινητές και μη κινητές και να ενθαρρύνουν ένα κοινό όραμα σε πνεύμα συμφιλίωσης, μέσω διαπολιτισμικού και διαγενεακού διαλόγου.
Επιπρόσθετα, να προβάλλουν την καινοτομία και την έμπνευση, για να ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα και να αναπτύξουν ρηξικέλευθες προσεγγίσεις, διαμορφώνοντας αντιλήψεις για μεγαλύτερη προσβασιμότητα στη κληρονομιά, σε μουσειακά περιβάλλοντα που χαρακτηρίζονται από πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία.
Τέλος, να ενισχυθεί ο ψηφιακός τομέας. Να κατανοήσουν τις διαφορές ανάμεσα στη ψηφιοποίηση, την ψηφιακή πρόσβαση και κληρονομία. Να υποστηρίξουν την ψηφιακή πρόσβαση σε όλες τις δράσεις και να αναγνωρίσουν ότι η ψηφιακή πρόσβαση δεν αποτελεί υποκατάστατο της επιστροφής και του επαναπατρισμού πολιτιστικών αγαθών.
Στη σημερινή εποχή τα μουσεία επαναπροσδιορίζουν το ρόλο τους και λειτουργούν με βάση των αναγκών της κοινωνίας. Στο πλαίσιο ενδυνάμωσης του κοινωνικού και εκπαιδευτικού του ρόλου, συμβάλλει στην ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας του κοινού δημιουργώντας έτσι τον αυριανό ενεργό πολίτη.
Κατά πόσο όμως εφαρμόζονται αυτές οι προτάσεις στην Ελλάδα;
Είναι η χώρα μας έτοιμη για την αλλαγή που μπορούν να φέρουν τα μουσεία στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα;
*Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από “Τα μουσεία στον 21ο αιώνα: προκλήσεις, αξίες, ρόλοι, πρακτικές της Μάρλεν Μούλιου”.