Του Βασίλη Γεωργακούδη
Κοινωνικός Ανθρωπολόγος – Υπ. Διδάκτορας Φιλοσοφίας
Ο H. Marcuse, στο έργο του ο «Μονοδιάστατος άνθρωπος», ασκεί δριμεία κριτική στην ηθική της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Εστιάζει στα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν την συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη της διάρθρωσης της οικονομικής δομής. Το έργο του ξεκινά με την αναφορά των επιτευγμάτων του σύγχρονου πολιτισμού όπως η άνεση, η αποτελεσματικότητα, η λογική και η ταυτόχρονη έλλειψη ελευθερίας.
Διακρίνει τις αληθινές από τις πλαστές ανάγκες των ανθρώπων, οι οποίες τελευταίες είναι ένα μέσο συντήρησης του συστήματος. Ο κοινωνικός έλεγχος βρίσκεται πλέον μέσα στις καινούργιες ανάγκες που το σύστημα γέννησε στα άτομα. Η συγκαλυμμένη αυτή μορφή άσκησης εξουσίας οδηγεί σε θεαματικά αποτελέσματα επιβολής και αναδειχνύει τον τεχνικό έλεγχο της παραγωγής ως ενσάρκωση της λογικής, στην οποία λογική τα άτομα οφείλουν να συμμορφώνονται. Ο κομφορμισμός αποκτά πρωτοφανή δύναμη και η άρνησή του αντιμετωπίζεται ως δείγμα νεύρωσης και αδυναμίας.
Ο καταναγκαστικός χαρακτήρας της υποταγής έχει ως άμεση συνέπεια την εξαφάνιση των δυνάμεων κοινωνικής αλλαγής που παραδοσιακά ήταν παρούσες σε προηγούμενα κοινωνικά στάδια. Με την άμεση ταύτιση του ατόμου με την κοινωνία και με την ύπαρξη που του επιβάλλεται, το άτομο τελικά πραγμοποιείται και ικανοποιείται σ’ αυτή την ύπαρξη.
Η πραγματικότητα έγινε ολοκληρωτικά αντικειμενική και το υποκείμενο που έχει αλλοτριωθεί «απορροφήθηκε από την αλλοτριωμένη του ύπαρξη». Εδώ ακριβώς οφείλεται η ύπαρξη του επιθέτου «μονοδιάστατος» εφόσον το άτομο έχει μία μόνο διάσταση παντού, πάντα και κάτω απ’ όλες τις μορφές που μπορεί να έχει αυτό το άτομο μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που παράγονται επιβάλλουν τη μορφή του κοινωνικού συστήματος και η ολοένα μεγαλύτερη παραγωγή οδηγεί στην εγκαθίδρυση ενός τρόπου ζωής που συνενώνει τους καταναλωτές με τους παραγωγούς με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται μια «πλαστή συνείδηση» που δεν μπορεί να αντιληφθεί την πλαστότητα της. Έτσι δημιουργείται μια αντίσταση στην ποιοτική αλλαγή, εφόσον τα άτομα ικανοποιούνται από τον αναβαθμισμένο τρόπο ζωής τους και επιπλέον επειδή ο ορθολογισμός δίνει καινούργιο ορισμό στις ιδέες, τις επιθυμίες, τους στόχους τους, ώστε να εναρμονίζονται με το κατεστημένο και να μην το υπερβαίνουν. Υπάρχουν βέβαια πνευματικές και μεταφυσικές αναζητήσεις που είναι, ωστόσο, εντός του πλαισίου του κατεστημένου που δεν εκφράζουν άρνηση ούτε το αντιμάχονται. Αποτελούν «την υγιεινή δίαιτα του status quo».
Αυτή την εξομοίωση των διαφωνούντων την συναντάμε και εντός της πολιτικής ζωής όπου η αρχή του bipartisanship εξομοιώνει τις διαφορετικές τάσεις πολιτικής τοποθέτησης. Έτσι μειώνονται σοβαρά οι δυνατότητες αλλαγής, άρνησης ή ανατροπής, με την ταυτόχρονη ενσωμάτωση των κοινωνικών στρωμάτων που «στην ράχη τους προοδεύει το σύστημα» και που παλιότερα αποτελούσαν την σημαντικότερη απειλή ανατροπής. Βέβαια η απειλή του κομμουνισμού έπαιξε ένα σημαίνοντα ρόλο στην οργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία εξαιτίας του κομμουνισμού απέκτησε πρωτοφανή συνοχή.
Στην κουλτούρα επίσης έλαβε χώρα μια ανάλογη εξέλιξη. Έχουμε, έτσι ενσωμάτωση και μαζικοποίηση της ανώτερης κουλτούρας που παλιότερα ήταν σε αντίθεση με την πραγματικότητα και αφορούσε μια μικρή ομάδα «προνομιούχων». Από τη μία μεριά έγινε η τέχνη και η κουλτούρα προσιτή σε περισσότερο κόσμο αλλά από την άλλη τα πνευματικά και καλλιτεχνικά δημιουργήματα απεκδύθηκαν την αλήθεια τους και την ανατρεπτικότητα τους, καθώς έγιναν εμπορεύματα και συνηθισμένα προϊόντα. Η ανώτερη κουλτούρα του παρελθόντος αποτελούσε μια μορφή αντιπολίτευσης και διαμαρτυρίας, ενώ τώρα μέσω της εμπορευματοποίησης της κενώθηκε απ’ την υπέρβαση που την χαρακτήριζε.
Αντίστοιχες μεταβολές παρατηρούνται και στον χώρο των ενστίκτων, όπου σε αντιστοιχία με τις θέσεις που εκφράστηκαν παραπάνω, η απομεταρσίωση των πνευματικών εικόνων συντελέστηκε μέσω της εμπορευματοποίησης τους. Ομοιοτρόπως, η ελεγχόμενη απομεταρσιώση εξασθένησε την εξέγερση των ενστίκτων. Έτσι υπάρχει μια γενίκευση της ελευθερίας με ταυτόχρονη επέκταση της καταπίεσης αναφορικά με την libido. Έχουμε δηλαδή απελευθέρωση της σεξουαλικότητας, αλλά με μια μερική και εντοπισμένη μορφή.
Συνεπώς, στον τομέα της πολιτικής, της ανώτερης κουλτούρας και των ενστίκτων η εξαφάνιση της υπερβατικότητας οδηγεί στην απορρόφηση της αντίθεσης, της ποιοτικής διαφοράς. Τα άτομα θυσιάζουν τα ιδιαίτερα τους χαρακτηριστικά προκειμένου να εισχωρήσουν στον παραγωγικό μηχανισμό και τον συνεπαγόμενο τρόπο σκέψης και δράσης, εφόσον επιδιώκουν την αυτό-πραγμάτωση τους μέσω των προϊόντων. Έτσι, «η ευτυχής συνείδηση τείνει να γίνει κυριαρχική» εφόσον η τεχνολογική ορθολογικότητα είναι η μόνη διάσταση.
Ο Marcuse εισάγει τον όρο της «μακάριας ή ευτυχισμένης συνείδησης» που είναι ιστορικό προϊόν της καπιταλιστικής εξέλιξης και η οποία υπαγορεύει ότι το πραγματικό είναι λογικό και ότι το σύστημα ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτή η πεποίθηση που επιβάλλεται σχεδόν ασυνείδητα στα άτομα έχει ως συνέπεια ένα νέο είδος κομφορμισμού, να υποτάσσονται δηλαδή οι άνθρωποι στην τεχνολογική ορθολογικότητα και να ρυθμίζουν αναλόγως την κοινωνική τους συμπεριφορά. Αλλά και η γλώσσα που χρησιμοποιείται από και προς τα άτομα είναι μια γλώσσα λειτουργική, αντικριτική, αντιδιαλεκτική και εργαλειακή. Η έννοια γίνεται συνώνυμη μ’ ένα σύνολο ενεργειών, και το «είναι» των πραγμάτων ταυτίζεται με τις λειτουργίες τους.
Η χρησιμοποίηση αυτής της γλώσσας που επιβάλλει εικόνες, που εμποδίζει την ανάπτυξη και την έκφραση των εννοιών, σε τελική ανάλυση εμποδίζει την ίδια την σκέψη. Οπότε έτσι καταργείται η ιστορική διάσταση του λόγου, που επιτρέπει μέσω της ανάμνησης, και της μνήμης γενικότερα, μια μορφή υπέρβασης που υπονομεύει την παντοδύναμη εξουσία των δοσμένων γεγονότων μέσω της απομάκρυνσης απ’ αυτά. Ο χρόνος και η μνήμη έγιναν εχθροί του κατεστημένου, γιατί έρχονται σ’ αντίθεση με την υπαλληλοποίηση της σκέψης, στην οποία στοχεύει ο σύγχρονος καπιταλισμός. Η γλώσσα αντανακλά τον έλεγχο και γίνεται και η ίδια όργανο ελέγχου.
Αναλύοντας την εξέλιξη της λογικής, προσπαθεί να δείξει ο συγγραφέας πως η αρχή της κυριαρχίας που είναι βασικό συστατικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποκρυσταλλώθηκε στον λόγο μέσω της απαλοιφής του αρνητικού στοιχείου της σκέψης. Της δυνατότητας της σκέψης δηλαδή, να ξεπερνά τα δεδομένα και να τα μετασχηματίζει σύμφωνα με αξίες και κριτήρια που δεν ανήκουν στην κατεστημένη τάξη και μ’ αυτό τον τρόπο ήταν δυνατή η βελτίωση, η ανατροπή, η ποιοτική διαφορά. Επειδή όμως το σύστημα επεδίωκε την αυτοσυντήρηση του, στράφηκε εναντίον του «αρνητικού» αυτού στοιχείου.
Η ιδεολογία του κατεστημένου κοινωνικού μηχανισμού, ότι δηλαδή «η εξόντωση είναι ο φόρος της προόδου και πως ο θάνατος είναι ο φόρος της ζωής, πως η καταστροφή και ο κόπος είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάκτηση της ευτυχίας και της χαράς κι ότι οι δουλειές πρέπει να πηγαίνουν καλά κι (ότι) ακόμη ξέρουμε πως το να ζητάμε κάτι διαφορετικό είναι ουτοπία». Αυτή η ιδεολογία είναι απαραίτητη για την συνέχιση του μηχανισμού και ενσωματώνει τις αντιθέσεις, καθιστώντας τα ανορθολογικά στοιχεία όπως πχ κόπος, θάνατος, καταστροφή ως απαραίτητους «όρους» για την πρόοδο , για τους ορθολογικούς σκοπούς.
Η συνεχής τεχνικοποίηση των πραγμάτων και των σχέσεων επεκτείνεται ακόμη και πάνω στους ανθρώπους υπό το βάρος της επιδίωξης ενός βελτιωμένου επιπέδου ζωής. Οπότε δεν είναι δυνατό ν’ αφήσει ανέπαφη την πνευματική ικανότητα του ανθρώπου και η μετατροπή του θεωρητικού λόγου σε κοινωνική πρακτική επιβάλλεται ως αναγκαιότητα. Οι ιδέες γίνονται συνεπώς μη πρακτικές και υποκειμενικές, αφού χάνουν την αντικειμενικότητα τους ως τοποθετημένες έξω απ’ την πραγματικότητα.
Το «res extensa» έγινε καθολικό και απόλυτα καθαρό απ’ την εποχή του Γαλιλαίου και η φύση τοποθετείται κάτω από τον άνθρωπό που βάζει την τεχνική μέσα της, για να την εξηγήσει, να την κατακτήσει και να την μετασχηματίσει. Εδώ διαφαίνεται ότι το μηχανιστικό μοντέλο σκέψης και οι μέθοδοι του ήταν μια ολική προσπάθεια επιβολής του ανθρώπου στη φύση. Η τεχνολογική πρόοδος που προέκυψε άλλαξε την μορφή της κοινωνίας, του ίδιου του ανθρώπου, καθώς και της ορθολογικότητάς του. Η ορθολογικότητα του απέκτησε ένα εσώτερο εργαλειακό χαρακτήρα που την κατέστησε τεχνολογία κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής κυριαρχίας.
Καθοριστική για την ειρήνευση είναι η δύναμη της φαντασίας. Η ορθολογική φαντασία μπορεί ν’ αποτελέσει ένα a priori για την ανοικοδόμηση του παραγωγικού μηχανισμού και για μια ζωή χωρίς άγχος. Στην ψυχανάλυση η φαντασία γίνεται θεραπευτική δύναμη και γενικότερα η φαντασία είναι το μόνο μέσο που μπορεί να μεταδώσει ξένες προς τις κοινωνικές απαιτήσεις αξίες.
Όλος ο διαθέσιμος πλούτος πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση με γενικό τρόπο των βιοτικών αναγκών. Κόντρα στα ιδιωτικά συμφέροντα – που διαιωνίζουν την αρχή της εκμετάλλευσης – θα δημιουργηθεί η ελεύθερη κοινωνία. Ο έλεγχος πάνω στην παραγωγή και την διανομή του κοινωνικού προϊόντος θα επιφέρει αυθεντικό αυτοκαθορισμό των ατόμων. Αυτοκαθορισμός όταν δεν θα υπάρχουν πια μάζες, αλλά άτομα απελευθερωμένα από κάθε προπαγάνδα, χειραγώγηση και καθοδήγηση. Όταν θα έχει αναδυθεί ένα καινούργιο ιστορικό υποκείμενο που θα επιφέρει την ανανέωση και την ελευθεροποίηση της κοινωνίας. Όμως η συνείδηση δυσχεραίνεται στην πορεία της προς την ελευθερία της ανώτερης ορθολογικότητας από την ανορθολογική κοινωνία. Συνεπώς είναι αναπόφευκτη η σύγκρουση, η ρήξη.