Του Γιάννη Γιαννίτσα
Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει με την τηλεόραση. Επηρεάζει τόσο πολύ τα μυαλά των ανθρώπων που δε φαντάζεσαι καν ότι μπορεί να δημιουργήσει μια ολόκληρη κουλτούρα γύρω από διάφορα πράγματα. Μια τέτοια είναι και αυτή που δημιουργεί γύρω από το φαγητό. Είναι πολύ ωραίο αυτό για τη δική μας δουλειά αλλά ταυτόχρονα συμβαίνουν πολλά άσχημα πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να προσπεράσουμε. Ένα εξ αυτών, είναι τα νέα παιδιά που αποφασίζουν να γίνουν μάγειρες μιας και το ωραίο πρότυπο με τα τατουάζ, την αναγνωρισιμότητα και τις διασημότητες τα κάνουν να αισθάνονται ότι μπορούν να γίνουν κάτι ξεχωριστό. Και κάπου εκεί έρχεται η στιγμή της αλήθειας, η στιγμή που όταν όλα τελειώσουν με τις σχολές και τα τατουάζ, που απαραιτήτως πρέπει να έχουν χτυπηθεί πριν καν βγεις από τη σχολή, έρχεται η ώρα να μπεις σε κουζίνα. Και τότε η αλήθεια πονάει. Πονάει πιο πολύ από το τατουάζ που έκανες. Γιατί κάποιος ξέχασε να σου πει την αλήθεια που δε δείχνουν οι κάμερες. Γιατί εμείς οι μάγειρες δε ζούμε, μόνο μαγειρεύουμε. Μόνο δουλεύουμε, μόνο τρέχουμε, μόνο πονάνε τα πόδια μας και η μέση μας και μόνο εξυπηρετούμε τους άλλους, σχεδόν ποτέ τον εαυτό μας και τα προσωπικά μας θέλω. Εντάξει, μην υπερβάλλω. Εξυπηρετούμε τα προσωπικά μας θέλω αλλά κατά βάση τα εργασιακά. Και ως εκεί. Είναι πολύ δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο επάγγελμα. Δεν είναι αυτό που φαίνεται, δεν είναι αυτό που φαντάζει.
Δεν είναι αυτό που είχες στο μυαλό σου και πιστεύεις ότι μπορείς να το καταφέρεις. Το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα το καρπωνόμαστε αλλά αφού περάσουμε δια πυρός και σιδήρου. Η δουλειά αυτή έχει άγχος, κούραση, ατελείωτες ώρες εργασίας και τρομερές απαιτήσεις. Ίσως τελικά γι αυτό και μεις να γινόμαστε παράξενοι και απαιτητικοί. Αλλά τρελαίνομαι, πραγματικά τρελαίνομαι, όταν ακούω παιδιά από τη σχολή να έρχονται σε συνεντεύξεις έχοντας προβάρει τους όρους που θα θέσουν. «Εγώ δουλεύω πενθήμερο, οχτάωρο και δεν καθαρίζω». Τι εννοείς; Έρχεσαι μπροστά μου χωρίς ντροπή και ίχνος σεβασμού στην ιστορία όλων μας να θέσεις όρους; Εμένα νεαρέ ή κοπελιά, αναρωτήθηκες ποτέ αν με ρώτησε κανείς στην κουζίνα τι κάνω και τι όχι; Σκέφτηκες ποτέ ότι δεκαεπτά χρόνια τώρα δεν ξέρω τι θα πει οχτάωρο, σαββατοκύριακο, γιορτές και αργίες; Σκέφτηκες ότι οι απαιτήσεις ενός μαγαζιού και οι επενδύσεις κάποιων ανθρώπων βασίζονται πάνω σου; Τελικά αναρωτήθηκες ποτέ γιατί θες να κάνεις αυτή τη δουλειά; Έχεις τη δημιουργικότητα και το κουράγιο που απαιτούνται για να την κάνεις; Έχεις το σθένος να στέκεσαι όρθιος όταν πονάνε τα πόδια σου, όταν καίγονται τα χέρια σου, όταν κόβονται τα δάχτυλά σου; Έχεις το κουράγιο να δαγκώνεις τα χείλη και να είσαι απίκο στο πόστο σου μέχρι το τελευταίο πιάτο του σέρβις και την καθαριότητα της κουζίνας; Κι όταν ξεμαντάρεις το τυλιγμένο με γάζες δάχτυλό σου να καταλαβαίνεις ώρες αργότερα ότι χρειάζεται 4-5 ράμματα;
Δε νομίζω ότι μπορεί να το κάνει ο καθένας αυτό. Δε λέω ότι είμαι ξεχωριστός αλλά κάποιες φορές αυτή η δουλειά με κάνει να νιώθω έτσι. Κυρίως επειδή την επέλεξα με τα καλά και τα κακά της. Προσπάθησε να μην παρασύρεσαι από τη μόδα και να μη βλέπεις αυτή τη δουλειά από την τηλεόραση γιατί αλήθεια σου λέω, δε θα σου χαριστεί τίποτα. Γιατί κάθε μέρα θα κερδίζεις κάτι μικρό με πολύ κόπο και θα το χάνεις στη στιγμή από ένα πολύ μικρό λάθος. Κι αν νομίζεις ότι εμείς σήμερα που μας αποκαλούν σεφ ενώ στην πραγματικότητα είμαστε μάγειρες πολυτελείας ξεκινήσαμε από αυτή τη θέση, ψάξε την ιστορία μας και θα καταλάβεις ότι η πληρωμή μας για όλα αυτά τα χρόνια είναι ένας τίτλος με τρία γράμματα όλα κι όλα, άπειρες απαιτήσεις και ατελείωτη δουλειά.
ΥΓ: τα γαλόνια όσο πιο γρήγορα έρχονται, τόσο πιο γρήγορα πέφτουν απ’τον ώμο σου.