του Βασίλη Γεωργακούδη
Κοινωνικός Ανθρωπολόγος – Υπ. Διδάκτορας Φιλοσοφίας
Ως συνέχεια του προηγούμενου μας άρθρου (βλ.τεύχος 30) και σε συνάφεια με τα όσα διατυπώθηκαν εκεί, θα επεκτείνουμε περαιτέρω την ενασχόληση μας ώστε να συμπεριλάβουμε στη θεματική μας ανάλυση την προβληματική των συμβόλων και των χρησιμοποιούμενων μέσων, δηλαδή των λέξεων, στο έργο του Ρίτσου, όπως παρουσιάστηκε στα «Μελετήματα» (1974). Το ποιητικό και θεωρητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου δεικνύει μια σύζευξη του ουμανισμού και της κοινωνικής τάσης. Ο Ρίτσος τολμά το «μπόλιασμα» του ρεαλισμού μ’ έναν οραματικό λυρισμό. Από την εισαγωγή στον Έρενμπουργκ, αλλά και στον Ελυάρ, προκύπτει ο θαυμασμός του Ρίτσου για το απλό λεξιλόγιο στην ποίηση. Οι πομπώδεις εκφράσεις και οι βαρύγδουπες λέξεις, κληρονομιά του ρομαντισμού, αποκλείονται από την εκφραστική του ποιητικού λόγου που επικροτεί και συνακόλουθα ασπάζεται ο Ρίτσος. Είναι η στροφή στην απλότητα, στις κοινές λέξεις που καθίστανται φυσική αναπνοή της συνείδησης. Η βίωση των ιδανικών επαναφορτίζει σημασιολογικά το απλό, το καθημερινό οδηγώντας τον ποιητή σε μια αφάνταστα πυκνή λιτότητα. Η οικεία γλώσσα καθίσταται πανανθρώπινος κώδικας, ώστε όλος ο κόσμος μπορεί να μιλάει στον ενικό. Η σημαντική του οικείου συσφίγγει τις επιμέρους υποκειμενικότητες σ’ ένα οργανικό σύνολο, το οποίο επάξια εγείρει αξιώσεις αντικειμενικότητας. Πρόκειται για το λαϊκό λεξιλόγιο που ενοποιεί τον κόσμο ή, όπως λέει ο Ρίτσος, φωτίζει την καρδιά του κόσμου.
Αν και ο Μανώλης Αναγνωστάκης κατηγόρησε, μέσω της κριτικής του για τον Μάριο Ρουσιάδη, τον Ρίτσο ότι δίδαξε έναν ιδιαίτερο βερμπαλισμό, δηλαδή τον κατηγόρησε για ρηχότητα ιδεών και πνεύματος εξαιτίας της ιδεολογικής σκευής της ποίησης του, εντούτοις θα ήταν λάθος να απορρίψουμε το έργο του Ρίτσου λόγω αισθητικής ανεπάρκειας. Η εκμετάλλευση του βιώματος δεν στέρησε από την τέχνη του Ρίτσου την πρωτοτυπία της έκφρασης. Κατόρθωσε να απεγκλωβιστεί από τα ασφυκτικά όρια του κοινωνικού ποιητή, τολμώντας μορφικές καινοτομίες. Ο Ρίτσος κατάφερε να μπολιάσει την κοινωνική ποίηση με μια εξευγενισμένη και υψηλή δραματικότητα, καθιστώντας μ’ αυτόν τον τρόπο δυνατή την άρση της πεζότητας. Η συγχρονική, ή αλλιώς επικαιρική, ποίηση δεν σημαίνει αναγκαστικά πρόχειρη αποτύπωση των κοινωνικών δρωμένων στον ποιητικό λόγο.
Η ποίηση του Ρίτσου καταρρίπτει το φράγμα μεταξύ λόγιας και λαϊκής τέχνης. Το λεξιλόγιο δεν διαχωρίζεται σε ποιητικό και κοινό, αλλά απεναντίας, μέσω της απόρριψης του εξεζητημένου, βλέπουμε να ποιητικοποιείται το απλό. Δεν υπάρχει, συνεπώς, κανένα κλείσιμο σε κάποια αριστοκρατική γλώσσα, καμία απομόνωση του καθημερινού από το εορταστικό. Στους στίχους που συνέγραψε ο Ρίτσος, όσο συσσωρεύονται οι ρεαλιστικές λεπτομέρειες, τόσο τα σύμβολα των ποιημάτων κερδίζουν σε πλούτο, φορτίζονται με νοήματα και συγκίνηση. Οι λεπτομέρειες λειτουργούν σαν μικρά τραντάγματα που οικουμενικοποιούν και δραματοποιούν το συνηθισμένο.
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να ειπωθεί ότι ο Γιάννης Ρίτσος συμπεριφέρεται διπολικά, θα λέγαμε, αναφορικά με την χρήση των λέξεων. Από τη μία είναι θιασώτης των απλών, επαναλαμβανόμενων λέξεων και από την άλλη, όπως π.χ. στην Τέταρτη διάσταση (έργο σύγχρονο των Μελετημάτων), μεγαλοστομεί. Στο συγκεκριμένο έργο υπάρχει μια περίσσεια αφηρημένων λέξεων, ουσιαστικοποιημένων επιθέτων κλπ. Αλλά αυτό αποτελεί ένα τρόπο μεταφοράς σ’ ένα προηγούμενο χρόνο γιατί αποδίδει ένα παλαιακό χρώμα στα ποιήματα, όπως συμπεραίνει η Προκοπάκη. Με άλλα λόγια, είναι μια λανθάνουσα νοσταλγία που προσπαθεί ν’ αποδώσει ενίοτε ο Ρίτσος. Βλέπουμε έτσι τον ποιητή να μην περιορίζεται, να μην μένει στάσιμος, αλλά να πειραματίζεται, να αυτοδιαψεύδεται και τελικά να εξελίσσεται. Οι ποιητικοί του τρόποι αλλάζουν στη ροή του έργου του, κάτι που μαρτυρά την καλλιτεχνική του εγρήγορση.
Τα σύμβολα που αποδέχεται ο Ρίτσος ως θεμιτά είναι τα αθόρυβα, τα πλαστικά σύμβολα. Δεν επιθυμεί τη χρήση των έτοιμων, προκατασκευασμένων συμβόλων, αλλά προτιμά τη συμβολοποίηση του καθημερινού. Υπεισέρχεται έτσι μια διάσταση ζωτικότητας σ’ αυτό που αποκαλούμε σύμβολο. Τα αισθητικά σύμβολα του παρελθόντος, λέει ο ίδιος, είναι τυποποιημένες μουσειακές μορφές. Η τέχνη, όπως την φαντάζεται ο Ρίτσος, είναι ζωντανή, λειτουργεί στο παρόν και δημιουργεί νέα εκάστοτε σύμβολα, τα οποία είναι εκφραστές της καλλιτεχνικής μεταρσίωσης.
Τα σύμβολα του Ρίτσου είναι αποτέλεσμα μιας ρεαλιστικής διαλεκτικής. Η ανάδειξη της πραγματικότητας και η γλαφυρή, αλλά και ψυχική της, περιγραφή δημιουργεί το σύμβολο. Αυτή η δημιουργία και ο εμπλουτισμός του συμβόλου με υλικό αντίβαρο, πραγματοποιείται χάρη σ’ ένα μακρό και ριψοκίνδυνο περίπλου μέσα στον ταραγμένο ωκεανό της ανθρώπινης ψυχής. Η ενασχόληση μ’ έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, είναι αυτό που διαχωρίζει τον Ρίτσο από τους συμβολιστές, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους διεθνείς ή υπεριστορικούς ποιητές. Όμως αυτή η τοπικότητα, ή αλλιώς χωροχρονική σταθερά, λειτουργεί ως εφαλτήριο για τον Ρίτσο προς την οικουμενικότητα.
Η εστίαση στην ατομική περίπτωση ως αφετηρία άρεται από την συνεπακόλουθη συμβολική ανταπόκριση σ’ ένα κοινωνικό κάλεσμα. Αυτό δίνει το αίσθημα της απελευθέρωσης, είναι σαν μια λυτρωτική επιστροφή στον κόσμο, με τίμημα την αυτοεξαφάνιση. Κι έτσι οδηγούμαστε στην διαπίστωση, όπως μαρτυρεί ο Θασίτης, ότι τα σύμβολα (στο έργο του Ρίτσου) διαμορφώνονται, άμεσα και έμμεσα, από μια διαρκώς ανανεούμενη κοινωνική μυθολογία.