Παρόλο που το Studio 54 διήρκησε μόνο για 33 μήνες, από τον Απρίλιο του 1977 έως και τον Ιανουάριο του 1980, το club ενέπνευσε το ύφος της δεκαετίας του ’70 και αποτέλεσε το πολιτιστικό zeitgeist των ναρκωτικών και του free love. Καθώς η ντισκοτέκ έγινε γνωστή για τα fashion icons που συνέρρεαν εκεί κάθε βράδυ (Andy Warhol, Grace Jones, Bianca Jagger και Diane von Furstenberg)χαρακτηρίζονταν σαν ένας ασφαλής παράδεισος για την LGBTQ κοινότητα.
Η ιστορία του Studio 54 είναι πραγματικά για τους δύο άνδρες που το ίδρυσαν: ο Ian Schrager και ο Steve Rubell, προερχόμενοι από την εργατική τάξη και έγιναν αμέσως φίλοι στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών. Παρά τις διαφορές τους (ο Rubell ήταν ομοφυλόφιλος και εξωστρεφής, ενώ ο Schrager ήταν ήσυχος και straight), το δίδυμο άνοιξε τη ντίσκο στο σκυθρωπό μπλοκ της West 54th Street στο Μανχάταν. Μόλις τρία χρόνια μετά οι δύο άνδρες φυλακίστηκαν για φοροδιαφυγή.
GETTY IMAGES
Σε συνέντευξή του στο CR Fashion Book ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει την αληθινή ιστορία του Studio 54.
Τι ήταν εκείνο που σας τράβηξε το ενδιαφέρον σε αυτό το project;
Το Studio 54 είναι μια από εκείνες τις ιστορίες που οι άνθρωποι νομίζουν ότι γνωρίζουν, αλλά δεν ξέρουν πραγματικά. Προφανώς και απολάμβανε διεθνούς φήμης, ήταν ένα θρυλικό μέρος το οποίο αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ακόμα και 50 χρόνια μετά. Ο Steve Rubell το 1989 και ο Ian Schrager ήταν η Greta Garbo των νυχτερινών κέντρων διασκέδασης και ο οποίος δεν μίλησε ποτέ για την ιστορία του μέχρι τώρα.
Το Studio 54 απέκτησε τη φήμη του από τις διασημότητες – θαμώνες, αλλά η ταινία επιντρώνεται στους Ian και Steve. Τι σας ενέπνευσε να εξερευνήσετε τη φιλία τους;
«Με συναρπάζουν οι ασυνήθιστες σχέσεις και ο ίδιος ο Ian αναφέρεται στη σχέση του με τον Steve ως ένας γάμος» λέει σε ένα σημείο της ταινίας. «Ήμασταν σαν ένα παντρεμένο ζευγάρι, δεν είμαι σίγουρος ποιος ήταν ο άνδρας και ποια η γυναίκα. Ο Ian ήταν straight, ο Steve ήταν ομοφυλόφιλος, ήταν κολλητοί φίλοι από το κολλέγιο και συνέχισαν δημιουργώντας μια εξαιρετική συνεργασία και κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους. Το να αναφερθώ στις διασημότητες και το πώς περνούσαν το χρόνο τους εκεί δεν με συνάρπαζε.
GETTY IMAGES
Τι δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι για το club;
«Η αντίληψη περί του σεξ, των ναρκωτικών και της ντίσκο δεν είναι εντελώς ψευδείς, αλλά υπήρξε κάτι παραπάνω από αυτό. Νομίζω ότι συμβόλιζε έναν ισχυρό χώρο όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφραστούν και να ζήσουν το είδος της ελευθερίας που σήμερα είναι σχεδόν ακατανόητη, αποτέλεσε την τελευταία έκφραση της σεξουαλικής επανάστασης που άρχισε στις αρχές τις δεκαετίας του ’60 με το χάπι επόμενης μέρας και τελειώνει με την κρίση του ιού HIV/AIDS στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αυτό τελείωσε τη σεξουαλική επανάσταση όπως την γνωρίζουμε. Τα πάντα μετατράπηκαν από την κρίση του HIV/AIDS και την έλλειψη αντίδρασης εκ μέρους της κυβέρνησης Ρέιγκαν».
Ήταν δύσκολο για τον Ian να ανοιχτεί για αυτές τις εμπειρίες;
«Δεν ήταν εύκολο για εκείνον, επειδή είναι ένα πολύ κλειστός και δεν του αρέσει να προκαλεί. Όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που βίωσαν μια μεγάλη επιτυχία, έχει ένα αφήγημα για τη ζωή του και του αρέσει να μένει πιστός σε αυτό. Θεωρώ πως αισθάνθηκε εκτεθειμένος και πολύ ευάλωτος επειδή υπάρχουν πολλές άσχημες αλήθειες που συνδέονται με ότι συνέβη γύρω από το Studio 54. Στην ταινία είναι αναγκασμένος να τα αντιμετωπίσει. Πιστεύω ότι έπραξε καλώς, αλλά θεωρώ πως δεν ήταν τόσο απλό για τον ίδιο.
Τι θέλεις ο κόσμος να πάρει από αυτή την ταινία;
«Θέλω οι άνθρωποι να καταλάβουν τι ήταν το Studio 54 και να διαμορφώσουν ένα ευρύτερο πλαίσιο για το γιατί είναι κάτι που θα πρέπει να θυμόμαστε ακόμα και σήμερα, αν και είχε μικρή διάρκεια ζωής, κάτι φαινομενικά ασήμαντο όπως ένα νυχτερινό club. Το αντιμετωπίζουμε ως ένα είδος Paradise Lost, αλλά υπάρχει μια απίστευτα οδυνηρή πτυχή σε αυτό που έχει να κάνει με την αποσύνθεση ενός πανέμορφου κόσμου, που από πολλές απόψεις ήταν πιο ελεύθερο και αποδεκτό απ’ ότι εκείνα που το ακολούθησαν. Με άλλα λόγια, η ομοφυλοφιλία και η LGBT κοινότητα έχει κάνει άλματα τις επόμενες από την Studio 54 εποχή. Είναι μια σκοτεινή ιστορία, αλλά αξίζει να τη γνωρίσουμε».