της Κατερίνας Παπαστεργίου
Γύρω στις 8 εκεί κοντά στο σούρουπο, τότε που ο ήλιος δύει και βλέπεις τα τελευταία χρώματα στον καθρέφτη της θάλασσας, πριν γίνει σκοτεινή και πάψει να έχει τόσους θαυμαστές. Μείναμε λίγοι και σχεδόν σιωπηλοί, κουρασμένοι για πολλές κουβέντες. Είχαν φύγει σχεδόν όλοι. Τότε παρατηρείς καθαρά, όταν δε σε αποσπούν οι φωνές, οι θόρυβοι, η άμμος στα μάτια και όταν το κύμα που πλησιάζει τις πατούσες σου γίνεται υπενθύμιση στην αίσθηση. Παγωμένο για να πεταχτείς και να νιώσεις.
Ένας θόρυβος αυτοκινήτου χαλάει την ηρεμία της στιγμής, μέχρι να γυρίσει το βλέμμα, ο ξυπόλητος άνδρας κρατά στην αγκαλιά του εκείνη, δεν την αφήνει στιγμή. Γελώντας και στριφογυρίζοντάς την με κίνδυνο να πέσουν και οι δυο κάτω, σκύβει και της δροσίζει τα πόδια με το κύμα που έρχεται κατά πάνω τους. Eκείνη γελά διστακτικά και μελαγχολικά, πως χαμογελάς μόνο για να επιβραβεύσεις την προσπάθεια του άλλου που θέλει να σε δει ντε και καλά ευδιάθετο; Έτσι ακριβώς! Την αφήνει με προσοχή κάτω στην άμμο και την σκεπάζει με ένα ελαφρύ λευκό σάλι, δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο. Κάθεται δίπλα της και βάζει το χέρι στον ώμο της. Χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα που φεύγει. Έπειτα πετάγεται σαν ελατήριο τραγουδώντας και χορεύοντας, κάνοντάς την να κοκκινίζει από ντροπή, θεότρελος.
Σηκώνεται και την παίρνει στα χέρια του σαν μικρό παιδί. Κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο και την τοποθετεί στο κάθισμα του συνοδηγού. Στη συνέχεια, κλείνει το αμαξίδιο της για να το βάλει στο πόρτ παγκάζ, δε χρειάστηκε εξάλλου. Δυο δυνατά χέρια και μια ανίκητη αγάπη φτάνουν για να το κάνουν αχρείαστο. Έπειτα, φόρεσε τα παπούτσια που άφησε δίπλα από το αμαξίδιο της. Αυτά τα αποθέματα ψυχής, ελπίδας, σεβασμού, υπομονής, κουράγιου, έρωτα αυτού του ανθρώπου ξοδεύονταν μόνο για εκείνη. Όλα αυτά σε μια εικόνα, τι υπέροχο θέαμα θεέ μου πιο όμορφο και από το ηλιοβασίλεμα… Όλοι ξυπόλητοι εκεί, ένας όμως ξεχώρισε για τα γυμνά του πόδια και την ντυμένη καρδιά του. Όλοι ξυπόλητοι εκεί αλλά εκείνη η μέρα ήταν ειδικά αφιερωμένη σε έναν.