Πώς κρύβεις τον κόσμο; Να οδηγάς στον δρόμο και να μην βλέπεις τίποτα, σαν κάποιος να δίπλωσε το σκηνικό. Να βλέπεις μόνο τον δρόμο σου, να ακούς μόνο την σκέψη σου και τον αέρα. Γίνεται; Πώς κρύβεις τον κόσμο; Να γυρνάς σπίτι σου και να υπάρχει μόνο το σπίτι σου. Όταν κοιτάς έξω να έχει μόνο ουρανό, σαν να ζεις για λίγο στο σπίτι της Ντόροθι πηγαίνοντας στην χώρα του Οζ. Γίνεται;
Δεν αλλάζει ο κόσμος, λένε, αλλάζει ο τρόπος που τον κοιτάς. Ναι οκ, πώς κρύβεται ρωτάω. Έτσι για λίγο να είναι σαν να πήγαν αλλού όσοι γεννάν κακό, και στον αγύριστο ακόμα. (Ντροπή τέτοιες σκέψεις για ανθρώπους, όλοι αγάπη χρειαζόμαστε. Αλλά ναι, αν θες μπορείς να τους κρύψεις. Για λίγο, μην γελιέσαι). Έτσι για λίγο, να κάνει την ησυχία που έχει στο φεγγάρι. Εκκωφαντική σιωπή την είχε περιγράψει μια καθηγήτρια χρόνια πριν, και ενώ όλοι τρόμαξαν εγώ γαλήνεψα. Πολλή φασαρία, πολλά χρόνια. Πολλά σκηνικά. Πολλές αλλαγές. Πολλοί ρόλοι. Πολλά αταίριαστα κουστούμια. Σαν κακοπαιγμένο, παράφωνο μιούζικαλ. Έτσι για λίγο, να έχει σκοτάδι γλυκό, σαν κουβέρτα σε όλο το σώμα μέχρι το κεφάλι τον χειμώνα. Έτσι για λίγο, να μην είναι κόσμος. Όχι να μην υπάρχει, ας γυρίσει με τα όλα του και τους όλους του μέσα. Αλλά, ας φύγει πρώτα λίγο.
«Σαν να θες να κάνουμε μια κουβέντα, που όμως δεν κάνουμε, νιώθω». Κάπου ειπώθηκε μέσα στην μέρα. Δεν το φτασες, το κρυψες. «Μου’λειψες», κάπου ειπώθηκε μέσα στις μέρες. Δεν το νιωσες, το κρυψες. «Χαθήκαμε», κάπου λέγεται πάντα. Δεν το πίστεψες, το κρυψες. «Αν χρειάζεσαι κάτι, να μου πεις». Κουράστηκες, το κρυψες. Κάποιος είπε ένα από αυτά τα καθημερινά που εννοεί ότι σ ’αγαπάει, αλλά δεν στο λέει κιόλας -μην παίρνεις και αέρα. Δεν το χώρεσες. Το ‘κρυψες. Αγχώθηκες, το κρυψες. Χάρηκες, το κρυψες -άκου τώρα, και αυτό κρύβεται. Φοβήθηκες, το κρυψες.
Παράδοξο να κρύβονται όλα και ο κόσμος να μην κρύβεται. Ίσως έτσι είναι να γίνει. Να συνεννοηθούμε τουλάχιστον, να κρυφτούμε έστω μια φορά ταυτόχρονα. Να δώσουμε για λίγο στον κόσμο την απουσία μας που του την χρωστάμε – ο καθένας για τους λόγους του. Ας μείνει, αν θέλει, ένας γενναίος να ψάχνει, όπως όταν παίζαμε κρυφτό μικρά. Τώρα θυμάμαι. Ποτέ δεν έμενα σε κρυψώνα με άγχος και το μισό κεφάλι έξω να δω τι γίνεται. Από την στιγμή που την έβρισκα, καθόμουν σαν να ησύχαζα και κάποια στιγμή έβλεπε μπροστά μου τον καημένο που μας έψαχνε. Η τέλεια κρυψώνα ήταν συνήθως μακριά από το τέρμα και ποτέ δεν κρυβόμουν με άλλα παιδιά -ομολογώ ότι με εκνεύριζε η αγωνία τους, την ένιωθα ψεύτικη και δειλή. Η τέλεια κρυψώνα είχε την τέλεια ποσότητα φωτός, ίσα να δημιουργήσει το άφοβο σκοτάδι. Κρυβόμουν, έψαχνες, με έβρισκες, δεν έτρεχα ποτέ στο τέρμα για αυτό το τέλειο «Φτου ξελευτερία!». Με βρήκες; Κέρδισες, οκ. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα εδώ. Το μόνο που μου άρεσε στο κρυφτό, ήταν οι κρυψώνες. Ίσως και το ότι όσο ησύχαζα εκεί, ήξερα πως κάποιος ψάχνει και το κρυφτό νομοτελειακά τελειώνει.
Υ.Γ.: Το κείμενο ξεκίνησε με την ξαφνική έντονη θύμηση ενός στίχου σε τραγούδι, που λέει «έλα κοντά, τον κόσμο κρύψε». Να έχεις την απάντηση από την αρχή και να ρωτάς μια σελίδα βλακείες, για το πως γίνεται. Άμα έρθει κοντά -ποιος;- κρύβει τον κόσμο. Πώς το κάνουμε τώρα αυτό;