Σε αίθουσα κατάμεστη τον εντόπισε, τον πλησίασε, τον χτύπησε ελαφριά στον ώμο και του είπε: “έχεις τα πιο μελαγχολικά μάτια εδώ μέσα”. Καθόμουν δίπλα στα πιο μελαγχολικά μάτια της αίθουσας. Και έμεινε η αντίδρασή του χαραγμένη στην μνήμη μου, χαμογέλασε και του είπε ευγενικά : “δίκιο έχεις”. Παραδέχτηκε αυτό που πολύ αρνιούνται κατηγορηματικά και κρύβουν κλείνοντας τα παντζούρια του δωματίου τους. Καταθλιπτικός! Με βεβαίωση ειδικού. Θερίζει η άτιμη. Έχει εξαπλωθεί σαν επιδημία, αν και καθισμένη δίπλα της δεν την κατάλαβα ακόμα.
Από παιδί είχα το κουσούρι της σιωπηλής παρατήρησης, παρατηρούσα ανθρώπους, τοπία, διαδρομές, καταστάσεις. Και είδα μάτια που είχαν πηδήξει στο κενό, είδα χέρια κρεμασμένα στα κάγκελα, είδα την παραίτηση να μένει σε όροφο ψηλό, είδα το σώμα να σκεπάζεται με κουβέρτες για μέρες και να κείτεται ζωντανό – νεκρό. Είδα την αποχή από την ζωή, αυτό το μικρό διάλειμμα από αυτήν, την απόρριψη στις εισερχόμενες κλήσεις, την απομάκρυνση από πρόσωπα αγαπημένα και οικεία, την απομόνωση σε δωμάτιο κλειστό. Χτύπησα και ξαναχτύπησα την πόρτα και ήμουν σχεδόν κάθε μέρα εκεί, από αγάπη και ενδιαφέρον. Όχι από οίκτο. Και έχει έναν τρόπο να εντοπίζει ακόμη και το ίχνος της λύπης στο λεπτό. Έχουν μια περηφάνια τα δύσκολα και ας είναι το κεφάλι σκυφτό και το πρόσωπο σκυθρωπό.
Μιλούσε ανοιχτά για την αρρώστια του, έτσι την αποκαλούσε και δεν ντρεπόταν για αυτήν. «Όλα είναι για τους ανθρώπους» είπε. Ένας άνθρωπος τόσο νέος μιλούσε καμιά φορά με μια σοφία βαρύτατη σαν και αυτήν που μόνο οι γηραιότεροι διαθέτουν. «Κάποτε οι ψυχικές ασθένειες ήταν ταμπού και συνυφασμένες με την τρέλα, τα τρελάδικα και τις χούφτες χαπιών. Κουτοί άνθρωποι που τους κυριεύει η άγνοια! Όλοι εν δυνάμει ασθενείς είμαστε. Η κατάθλιψη είναι ένας σκοτεινός ουρανός με σύννεφα που στέκουν εκεί και δεν σε αφήνουν να αντικρίσεις τον ήλιο. Έχω καιρό να αντικρίσω τον ήλιο, θέλω μια μέρα να τον κοιτάξω κατάματα και ας στραβωθώ. Δεν είμαι όμως, έτοιμος ακόμα. Ίσως να θέλω λίγο χρόνο παραπάνω».
Θυμάμαι τις συζητήσεις μας λέξη προς λέξη. Και ελπίζω και υπομένω. Περιμένω την μέρα που θα περπατήσουμε παρέα στη λιακάδα φορώντας τα γυαλιά μας και γελώντας, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον. Θα περιμένω όσο και αν χρειαστεί και θα είμαι εκεί. Είναι φυλακή να μην ξέρεις πώς να βοηθήσεις αυτόν που αγαπάς, είναι σαν να κρατάς ποτιστήρι και να μην μπορείς να ποτίσεις το λουλούδι που μαραίνεται, είναι σφαίρα στην καρδιά να μην μπορείς να σώσεις κάποιον που έχει αποφασίσει προς στιγμήν να πεθάνει. Και όμως ξέρω ένα γιατρικό που πιάνει αγάπη και επιμονή, μ’αυτά γιατρεύονται όλα…