Θα είναι πολλά, λένε. Αυτό που γεννήθηκες και μεγάλωσες, ή ένα αυτό που γεννήθηκες και ένα άλλο αυτό που μεγάλωσες, ένα το πρώτο που θα ζήσεις μόνος και ένα το πρώτο που θα φτιάξεις με αυτόν που αγαπάς και δεν τον φοβάσαι ούτε αυτόν ούτε εσένα δίπλα του, και μπορείς να σε δείχνεις και να σε μοιράζεσαι. Θα υπάρχουν και άλλα λίγο λιγότερο σπίτια σου, αλλά και πάλι θα είναι σπίτια σου αρκετά ώστε να αφήνεσαι εκεί για μικρές ανάσες. Σπίτια φίλων αγαπημένων που θα ανοίγουν τις πόρτες όποτε υπάρχει ανάγκη για μοίρασμα, όμορφο ή δύσκολο, κάτι στιγμές που δεν σε χωράει τίποτα έτσι που φούσκωσες από λύπη ή δεν χωράς πουθενά αν δεν αφήσεις την χαρά σου να ξεχειλίσει και να ακουμπήσει και άλλους.
Άλλο όμως ψάχνουμε πάντα. Το σπιτάκι μας.
«Υπάρχει πάντα κάτι που φαντάζει απίθανο μέχρι την στιγμή που θα συμβεί», ωραία τα λέει ο Μαντέλα. Το σπιτάκι μου είναι αυτό για μένα. Τίποτα μέχρι τώρα δε μου φάνταξε ποτέ απίθανο, πέρα από το μέρος που θα γυρίσω να κουρνιάσω –όποτε θέλω και για όσο θέλω- και θα είμαι εγώ. Απλά εγώ, χαρούμενα εγώ, δοτικά εγώ, ήρεμη ότι όλα είναι όπως πρέπει να είναι. Δεν υπήρξε ποτέ, όσες στέγες και αν σκέπασαν το είναι μου, όσα ντουβάρια και αν με προστάτευσαν, όσοι άνθρωποι και αν αγκάλιασαν την χαρά και την λύπη μου. Μισή μέσα, μισή έξω σε όλα. Σπιτάκι πουθενά. «Μήπως είναι μέσα μου;», σκέφτομαι συχνά. «Να το βράσω άμα είναι μέσα σου», απαντάει αυτός ο αυθάδης εαυτός που θέλει τα πράγματα όπως τα θέλει, και το σπιτάκι του ακόμα, και δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο. «Άμα το σπιτάκι σου είναι μέσα σου, άρα πρέπει να γυρνάς σε σένα και να κλείνεσαι για να το βρεις, να το βράσω! Σπίτι σημαίνει άνθρωποι και φως παντού. Αλλιώς είσαι σε μπουντρούμι και το λες σπίτι», ξαναλέει με ειλικρινή απαξίωση, και είμαι σίγουρη πια ότι του βάζει λόγια ένα γλωσσάδικο αλλά τρυφερό πιτσιρίκι που ξεχάστηκε κάπου μέσα μου.
Έτσι ξεκίνησε η μέρα. Με το «να βρεις το σπιτάκι σου, που είναι πάντα φιλόξενο για όλους, αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι όταν βρίσκεσαι εσύ εκεί, δεν σκέφτεσαι ποτέ ότι κάπου αλλού θα ήθελες να είσαι». Απίθανο μέχρι τη στιγμή που έγινε. Σήμερα. Σπιτάκι είναι το δόλιο, τόσο φτάνει, αλλά ήταν σωστό σπιτάκι για όλους και γω δεν ήθελα πουθενά αλλού να είμαι. Και συνέχισε η μέρα με το «να βρεις το λιμάνι σου!». Μπερδεύτηκα λίγο εκεί, σαν να έπρεπε να αποφασίσω αν θέλω σπίτι ή λιμάνι και να ξέρω τώρα που θα είμαι καλύτερα. Ταράχτηκα και λίγο, ξύπνησε όλη η κοινωνική δυσλειτουργία μου, έχασα την ησυχία στην σκέψη μου και άρχισα να σκέφτομαι σπίτια, λιμάνια, πλοία, πόρτες, παράθυρα, αυλές, κλειδαριές, άγκυρες, κόσμος να πάει και να ρχεται, εγώ με τόσο κόσμο να συνδέομαι και να αποσυνδέομαι και να κινδυνεύω να πεθάνω από τις αλλαγές στο ρεύμα και την τάση, χαμός, φασαρία, εγώ να προσπαθώ να τα ταιριάξω όλα -όπως πάντα-, να μην το καταφέρνω νομοτελειακά να ελέγξω τους ανθρώπους την ζωή και εμένα, ο Μαντέλα να μου ψιθυρίζει στο αυτί «απίθανο μέχρι να συμβεί», «να ξανά-συμβεί, το χεις ζήσει, εμπιστεύσου!», να σιγομιλάει και να διορθώνει μια φωνή μέσα μου, «σιγά μην μπορείς να το κάνεις εσύ αυτό», να πετάγεται ο διάολος ο νους μου και γω να ανεβάζω παλμούς και να χάνω την χαρά.
Μέχρι που μια εικόνα ήρθε αβίαστα να φέρει την ηρεμία στην καρδιά μου και να μου δείξει τι θέλω. Ένα σπίτακι στο λιμάνι. Μπορώ; Να ξυπνάω το πρωί και να μην θέλω πουθενά αλλού να είμαι. Εκεί στην καρέκλα μου στον κήπο με έναν διπλό ελληνικό και ένα βιβλίο. Και το λιμάνι εκεί να το βλέπω. Να ξέρω ότι όποτε θέλω, ξανοίγομαι. Και να ξανοίγομαι όντως, όποτε η καρδιά ζητάει να μεγαλώσει. Να ξανοίγομαι με ό,τι έχω. Με βάρκα, με κρουαζιερόπλοιο, με καΐκι, ή μόνο με το σώμα μου γυμνό, με όποιον καιρό είναι, γιατί ξέρω ότι η θάλασσα είναι και αυτή σπίτι μου και δεν θα με πνίξει. Γιατί ξέρω ότι έχω να γυρνάω. Στο λιμάνι. Μου. Και μετά πάνω. Στο σπιτάκι. Μου. Δικό μου και όλων, όπως κάθε άνθρωπος που αγαπήθηκε και αγάπησε. Ανοιχτό να χωράνε όλοι. Κλειστό να ηρεμεί τα σκοτάδια μου. Με μεγάλα παράθυρα να μπαίνει φως. Λουλούδια και δέντρα στον κήπο να μυρίζει ζωή. Φωνές και σιωπές αγαπημένων. Τάξη και αταξία σε ζωτική ισορροπία. Οι καιροί να αλλάζουν και αυτό να είναι επιλογή, όχι συνήθεια. Η πόρτα του να ανοίγει σε όποιον είναι να έρθει άφοβα. Να κλείνει σε όποιον είναι αν φύγει χωρίς τύψεις. Γιατί το σπιτάκι ξέρει, ότι η χαρά του δεν απειλείται από το άνοιξε κλείσε της πόρτας. Δεν εξαρτάται από τον καιρό. Δεν περιμένει τους επισκέπτες για να υπάρξει, αλλά τους καλοδέχεται πάντα για να υπάρξει και σε αυτούς.
Το σπιτάκι μας στο λιμάνι μας, λοιπόν. Αυτό μας εύχομαι. Δεν είναι εύκολη ευχή. Τα σπίτια και τα λιμάνια το ξέρουν. Αλλά ευτυχώς, έχουν και τα δύο ένα καλό. Είναι εκεί και περιμένουν τον καθένα να τα βρει με τον χρόνο του και την αλήθεια του. Και μόλις τα βρει και μπει εκεί, ο χρόνος γίνεται ξανά άχρονος και η ζωή μετριέται αλλιώς.
Υ.Γ. Μην ξεχυθείτε σε ακρογιαλιές και θάλασσες ψάχνοντας πεισματικά ποιο λιμάνι σας ταιριάζει και που φυσάει λιγότερο. Μην αρχίσετε να παίζετε με τούβλα και λάσπες νομίζοντας ότι φτιάχνετε σπιτάκι. Το σπιτάκι ΜΟΥ και το λιμάνι ΜΟΥ κυκλοφορούν σε διάφορες μορφές και σε όλα τα μέρη. Μέσα μας και έξω μας.