Στα ταξίδια με τη χρονομηχανή, οι μαθητές της Γ΄ τάξης του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας μαθαίνουν την τοπική τους ιστορία μέσα από πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό και τολμούν ένα ταξίδι στον χρόνο με τη φαντασία. Με τα παρακάτω διηγήματα μάς αφηγούνται τις χρονοπεριπέτειές τους και μας ξεναγούν στην ιστορία της Εορδαίας από την Προϊστορία ως και το μέλλον. Στο έκτο διήγημα της σειράς μάς μεταφέρουν στην εγκατάσταση των προσφύγων του 1922 στα τότε Καϊλάρια, τη σημερινή Πτολεμαΐδα.
Οι υπεύθυνοι καθηγητές του προγράμματος:
Βάια Γκίνου & Γιώργος Δελιόπουλος
ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
13 Σεπτεμβρίου 1927, Καϊλάρια
Έχουν περάσει πέντε χρόνια ακριβώς από τη μεγάλη καταστροφή. Δυσκολεύεται κανείς να μιλήσει για όσα συνέβησαν, καθώς ήταν μια πολύ τραυματική εμπειρία για όλους μας. Αλλά σήμερα νιώθω έτοιμος. Όλα ξεκίνησαν, όταν ο κεμαλικός στρατός εισέβαλε στη Σμύρνη. Οι σφαγές του αρμενικού πληθυσμού και του δικού μας, του ελληνικού, ήταν απερίγραπτες. Το αποκορύφωμα ήταν η πυρπόληση της πόλης. Η οικογένειά μου, εγώ και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι αναγκαστήκαμε να φύγουμε, ενώ βλέπαμε ό,τι είχαμε δημιουργήσει σε αυτή την πόλη που αγαπήσαμε τόσο, να γίνεται στάχτες.
Έγιναν πολλά λάθη, που οδήγησαν στην καταστροφή. Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ Πασάς ήταν ένας δυναμικός και αυταρχικός εξουσιαστής. Η κόντρα του ενάντια στους Έλληνες ήταν φανερή και θα έκανε τα πάντα για να περάσει το δικό του. Προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική του, δε δίστασε να συνεχίσει τις αγριότητες των Νεότουρκων, με τη γενοκτονία των Αρμενίων και των Ελλήνων. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της Ελλάδας ήταν λανθασμένη. Σύμφωνα με την συνθήκη των Σεβρών, η οποία επιβλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αντάντ ανέθεσε στην Ελλάδα τη διοίκηση μόνο της περιοχής της Σμύρνης για πέντε χρόνια. Όμως, οι Έλληνες εκμεταλλευτήκαμε τη συνθήκη, θέλοντας να αποκτήσουμε επιπλέον εδάφη. Αυτή ήταν και η αιτία που εξόργισε τους Τούρκους και με αρχιστράτηγο τον Κεμάλ τους οδήγησε στο να κάψουν την πόλη.
Φύγαμε από τη Μικρά Ασία πριν από τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Σύμφωνα με εκείνη τη συνθήκη, η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των ορθοδόξων χριστιανών πολιτών της Τουρκίας και των μουσουλμάνων πολιτών της Ελλάδας ήταν υποχρεωτική. Αν και η κατάσταση ήταν μπερδεμένη και επικίνδυνη για πολλούς, πραγματοποιήθηκε σχετικά γρήγορα.
Το πρώτο μέρος που βρεθήκαμε στην Ελλάδα ήταν η Θεσσαλονίκη, στην οποία φτάσαμε με πλοία. Εκεί σταθμεύσαμε για λίγο καιρό, σχεδόν 2 μήνες. Οι συνθήκες ήταν άθλιες, καθώς ζούσαμε σε πρόχειρους καταυλισμούς με καλύβες και σκηνές. Ήταν οι μόνες κατοικίες που απέμειναν, αφού τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Τούρκων είχαν γεμίσει και δεν έφταναν για όλους μας. Εκτός της κούρασης από το μακρύ ταξίδι, υπήρχαν αρρώστιες και για αυτό αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την περιοχή, όταν χτύπησε η ελονοσία. Από εκεί η επόμενη στάση ήταν το Σόροβιτς (σημ. Αμύνταιο). Από τον σταθμό της Θεσσαλονίκης πήραμε το τραίνο και φτάσαμε στο Σόροβιτς. Εκείνη η κωμόπολη είναι εξαιρετικά σημαντική για το εμπόριο της περιοχής. Ο τελικός μας προορισμός ήταν τα Καϊλάρια.
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής μας ήταν πολύ δύσκολα. Στην αρχή, μάλιστα, θεωρούσα πως η διαμονή μας είναι προσωρινή και κάποια στιγμή θα έφευγα με την οικογένειά μου. Οι περισσότεροι από εμάς τους Μικρασιάτες εγκατασταθήκαμε στην άνω πόλη των Καϊλαρίων. Οι υπόλοιποι πήγαν στα γύρω χωριά και συμβίωναν με άλλους πρόσφυγες ή ακόμα και με τους γηγενείς κατοίκους της περιοχής. Φέραμε μέσα σε μπόγους ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί, μεταξύ αυτών εικόνες των Αγίων καθώς και οικογενειακά κειμήλια. Κάποιοι άλλοι έφεραν λίρες.
Γενικά, οι ντόπιοι κάτοικοι μας βοήθησαν, αν και υπήρχαν διαφωνίες για το ποιος θα πάρει τις περιουσίες των Τούρκων που είχαν φύγει. Σιγά-σιγά η ζωή άρχισε να καλυτερεύει. Με τον καιρό άρχισα να ασχολούμαι με την αμπελοκαλλιέργεια, που συνδεόταν με το επάγγελμά μου πίσω στην πατρίδα. Εκεί ήμουν βαρελοποιός. Το στοιχείο αυτό το πήρα από τον πατέρα μου, ο οποίος καταγόταν από την Νάξο και ένα από τα επαγγέλματα που ασκούσαν οι Ναξιώτες στη Σμύρνη ήταν αυτό του βαρελοποιού. Οι λεγόμενοι «βουτσάδες» ήταν οι πολυπληθέστεροι βαρελοποιοί που εργάζονταν στη Σμύρνη. Ένας τέτοιος ήταν και ο πατέρας μου.
Στα Καϊλάρια οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από αυτές στη Θεσσαλονίκη. Ήταν καλά, αλλά όχι όπως στη Σμύρνη. Έλειπε σε όλους μας η ζωή που αφήσαμε εκεί. Παρ’ όλα αυτά, κρατήσαμε τον πολιτισμό και τα έθιμα της πατρίδας μας. Αρχίσαμε να χτίζουμε τις ζωές μας. Αρχίσαμε σιγά-σιγά να χτίζουμε εκκλησίες. Η πρώτη μας εκκλησία, η Αγία Τριάδα, έγινε με δικά μας έξοδα και προσωπική εργασία. Υπάρχουν ήδη και μερικά σχολεία στην περιοχή. Αρκετοί μας βοήθησαν, όπως ο πόντιος γραμματέας του δήμου και καλός μου φίλος, ο Ανανίας Νικολαΐδης, ο οποίος ήρθε από την Κριμαία της Ουκρανίας. Είναι πολύ μορφωμένος. Το σπίτι του είναι πάντα ανοιχτό, γεμάτο βιβλία και βοηθάει όλους τους μαθητές με τις σχολικές τους εργασίες.
Πιστεύω πως ο τόπος εδώ αρέσει στην οικογένειά μου. Τα παιδιά μου έχουν προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον και γνώρισαν άλλα παιδιά. Η γυναίκα μου ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού. Μου αρέσει η μαγειρική της, μα ιδιαίτερα οι συνταγές από την πατρίδα μας. Πού και πού μάς ετοιμάζει σουτζουκάκια, ντολμάδες, γιουβαρλάκια και χαλβά ή μπακλαβά. Με το να κρατάει τις συνταγές αυτές, διατηρεί τη ζωντάνια του Μικρασιατικού πολιτισμού.
Ούτε εγώ ούτε η οικογένειά μου δεν πρόκειται να ξεχάσουμε την πατρίδα μας και την ταυτότητά μας. Είναι κάτι που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας.
Το διήγημα είναι των μαθητριών της Γ΄ τάξης του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας, Λυκίδου Ειρήνης και Λευκοπούλου Ζαφειρώς.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από ιστορικά βιβλία και ιστολόγια.