Γράφει η Έλλη Παπαστεργίου
Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια από τότε που βρέθηκε στα χέρια μου το βιβλίο του Alain de Botton Η Αρχιτεκτονική της Ευτυχίας. Τότε ήμουν δεκαέξι χρονών και το πάθος μου για την αρχιτεκτονική δεν θα μου επέτρεπε να μην αποκτήσω το βιβλίο αυτό. Η περιγραφή στο οπισθόφυλλο με προσκαλούσε να το διαβάσω:
“Στην Αρχιτεκτονική της ευτυχίας, ο Alain de Botton καταπιάνεται με μια σχέση που βρίσκεται στο κέντρο της ζωής μας. Τα κτίρια μας – και τα αντικείμενα με τα οποία τα γεμίζουμε – μας επηρεάζουν περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Οι τοίχοι, οι δρόμοι, οι αυλές, οι ταράτσες έχουν αισθήματα. Και η αρχιτεκτονική μαρτυρά ότι ο καθένας από μας είναι διαφορετικός,ότι ο χώρος μας επηρεάζει ριζικά. Κατά τη γνώμη του Alain de Botton, η αρχιτεκτονική μας δείχνει ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε σε <<ιδανικές συνθήκες>>. Στρέφοντας τους προβολείς από μια ταπεινή μονοκατοικία σε μερικά από τα πιο φημισμένα κτίρια του κόσμου, ο de Botton εξετάζει πως οι ιδιωτικές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια – από εκείνα του Αντρέα Παλλάντιο μέχρι εκείνα του Λε Κορμπυζιέ και του Νορμαν Φρέιζερ επιδρούν στον τρόπο που αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε, καθώς και πως οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να εργαστούν έτσι ώστε να αυξάνουν τις δυνατότητες μας στο κυνήγι της ευτυχίας.
Η Αρχιτεκτονική της ευτυχίας αποτελεί μια περιήγηση στη φιλοσοφία και την ψυχολογία της αρχιτεκτονικής. Και θα μπορούσε να αλλάξει για πάντα τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τα σπίτια μας, την πόλη μας – και για τον εαυτό μας.”
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ τελικά σπούδασα πολεοδομία και όχι αρχιτεκτονική και το πάθος μου για την αισθητική, την αρχιτεκτονική και το χώρο παραμένει ασίγαστο. Χωρίς να καταλάβω πως βρέθηκα να ασχολούμαι με θέματα που αφορούν τη σχέση ανάμεσα στην ευημερία, την ψυχολογία και τον αστικό χώρο. Κι έτσι, ξανά θυμήθηκα το βιβλίο του Alain de Botton. Οι έξι ενότητες του βιβλίου λειτουργούν ως διαφορετικά πρίσματα μέσα από τα οποία ο de Botton στοχάζεται γύρω από μια σχέση που βρίσκεται στο κέντρο της ζωής μας κι ας μην τον αντιλαμβανόμαστε πάντα: τη σχέση μας με το δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο. Χρησιμοποιώντας, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο γνωστές, αρχιτεκτονικές δημιουργίες και με τη βοήθεια φωτογραφιών, ο de Botton αναρωτιέται αν τα κτίρια όπου επιλέγουμε να ζήσουμε αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα μας, αν τα κτίρια και οι πόλεις μας επηρεάζουν, αλλά και πως επηρεάζει τη συνολική αίσθηση του περιβάλλοντος μια αρχιτεκτονική δημιουργία.
Ο de Botton όμως δεν είναι ο μόνος τον οποίο απασχόλησε η σχέση του ατόμου με το χώρο. Η περιβαλλοντική ψυχολογία είναι κλάδο της επιστήμης της ψυχολογίας που ασχολείται με την αντίληψη του περιβάλλοντος και την εμπειρία που βιώνουν τα άτομα σε αυτό, τη γνωστική λειτουργία, τα συναισθήματα, τις πεποιθήσεις και τις στάσεις των ατόμων σε σχέση με αυτό, τη σχέση προσωπικότητας και περιβάλλοντος, καθώς και με έννοιες όπως είναι ο “προσωπικός χώρος”. Εξετάζει την αλληλεπίδραση και τις “συνδιαλλαγές” μεταξύ του ατόμου (ή μιας ομάδας ατόμων) και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται, ενώ πρόκειται για ένα διεπιστημονικό πεδίο που εμπλέκει τις επιστήμες της γεωγραφίας, της αρχιτεκτονικής, του χωρικού και αστικού σχεδιασμού, της ψυχολογίας (ιδιαίτερα της κοινωνικής και εξελικτικής ψυχολογίας), της ανθρωπολογίας, αλλά και της δημόσιας πολιτικής και εκπαίδευσης.
Ως περιβάλλον νοείται τόσο το φυσικό, όσο και το δομημένο/κτισμένο περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Canter (1969) οι περιβαλλοντικοί ψυχολόγοι μελετούν την ικανοποίηση που νιώθουν τα άτομα σε σχέση με το περιβάλλοντα χώρο, ενώ σύμφωνα με τον Gieseking (2014), η περιβαλλοντική ψυχολογίας μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται με τον χώρο και τον τόπο καθορίζοντας την αίσθηση που έχουν ως προς αυτούς, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο χώρος και ο τόπος σχετίζονται και καθορίζουν τους ανθρώπους.
Κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα σημειώνεται η έναρξη της ακαδημαϊκής έρευνας γύρω από τα ζητήματα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας (βλέπε τα έργα των Hellpach 1911; 1924; Muchow και Muchow, 1935) η οποία συνέπεσε χρονικά με την ανάπτυξη του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική και την ίδρυση σχολών όπως το Bauhaus (1919). Οι νέες αυτες σχολές της αρχιτεκτονικής επιχείρησαν να σχεδιάσουν βιώσιμες και παράλληλα οικονομικά προσιτές λύσεις σε σχέση με τα ζητήματα στέγασης, έχοντας ως στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής.
Ως ξεχωριστός κλάδος της ψυχολογίας αναγνωρίστηκε μόλις κατά τη δεκαετία του 1960 (Gieseking, 2014), ενώ η περίοδος από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τη δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε ως “η χρυσή εποχή της αρχιτεκτονικής ψυχολογίας”. Την περίοδο αυτή, ο Stringer (1969, σελ 8) υποστήριξε πως η αρχιτεκτονική ψυχολογία αποτελεί τον τρόπο ώστε “ένα άτομο ή μια κοινωνική ομάδα να δημιουργήσει μια πιο ανθρώπινη και κανονική ύπαρξη”, ενώ σύμφωνα με τον Canter (1969), η μελέτη της ικανοποίησης που απολαμβάνει το άτομο από το περιβάλλον του, βοηθά τους αρχιτέκτονες να κατασκευάσουν κτίρια τα οποία θα δημιουργούν όφελος προς τους χρήστες τους και θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά από αυτούς και με τον τρόπο που ο αρχιτέκτονας πραγματικά τα σχεδίασε.
Στα αρχικά στάδια του πεδίου ως ξεχωριστός κλάδος της ψυχολογίας, η γενική προσδοκία ήταν πως η περιβαλλοντική ψυχολογία θα αποτελούσε τον οδηγό ο οποίος θα υποδείκνυε στους αρχιτέκτονες και τους σχεδιαστές τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να βελτιωθεί ο χώρος, ώστε κατ’ επέκταση να βελτιωθεί και η ποιότητα της ζωής των κατοίκων/χρηστών του. Ωστόσο, η προσδοκία αυτή καταρρίφθηκε σχετικά σύντομα, καθώς ιδιαίτερα κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ορισμένοι ερευνητές προσπάθησαν να καθιερώσουν κάποιες πολύ απλές αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα στο σχεδιασμό και την ποιότητα της ζωής.
Το γεγονός αυτό οδήγησε στην λεγόμενη “κρίση της αρχιτεκτονικής ψυχολογίας” υποβοηθούμενη από τον υπονοούμενο περιβαλλοντικό και αρχιτεκτονικό ντετερμινισμό της εποχής, ο οποίος ενθάρρυνε την αναζήτηση “μαγικών συνταγών” οι οποίες, προτείνοντας ορισμένες τυποποιήσεις σχημάτων, χρωμάτων, υφών, χώρων και συνδέσεων, είχαν ως στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και της ψυχολογίας του ατόμου μέσα στο χώρο. Η αποτυχία αυτού του μοντέλου οδήγησε σε άλλες προσεγγίσεις, οι οποίες επανέφεραν στη συζήτηση τις συμβολικές, βιωματικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις της ποιότητας της ζωής, σε ατομικό επίπεδο, ενώ παράλληλα επισήμαναν εκ νέου τις ψυχοκοινωνικές διαστάσεις που προκύπτουν από τη σχέση του ατόμου με το περιβάλλον στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται (Fleury-Bahi et al., 2017).
Ένας χώρος δεν νοείται ποτέ ως απόλυτα φυσικός ή απόλυτα κοινωνικός, αλλά πάντα ως κοινωνικό-φυσικός (Stokols, 1987). Ως εκ τούτου, ο σχεδιασμός ενός απλά ευχάριστου χώρου δεν κρίνεται αρκετός για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων/χρηστών του. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Lee (1968), ακόμη κι αν υπάρξει το βέλτιστο, από αρχιτεκτονικής και σχεδιαστικής απόψεως, περιβάλλον, είναι εσφαλμένο να θεωρούμε πως ένας σημαντικός αριθμός του πληθυσμού θα μετακινηθεί προς το περιβάλλον αυτό.
Ποια είναι όμως εκείνα τα στοιχεία και χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν την ποιότητα του περιβάλλοντος στο οποίο ζει ο άνθρωπος; Παρά το γεγονός ότι τα φυσικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που καθορίζουν την ποιότητα του, οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες είναι αυτοί που δρουν καθοριστικά και αποτελούν τη βάση των δραστηριοτήτων και των κοινωνικών σχέσεων που συνδέονται με το συγκεκριμένο περιβάλλον (Pol et al., 2017; Steg et al., 2013). Σύμφωνα με τον δανό αρχιτέκτονα Jan Gehl (1987), αυτό που καθιστά έναν τόπο ελκυστικό είναι οι δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν. Πέρα όμως από την κοινωνική διάσταση του θέματος και τη κάλυψη των ελάχιστων αναγκών επιβίωσης, καθοριστικό ρόλο κατέχει και ο τρόπος με τον οποίο οι προσδοκίες του ατόμου συναντούν την πραγματικότητα (Levi και Andersson, 1975).
Το σίγουρο είναι πως οι πόλεις δεν είναι άψυχες συστάδες κτιρίων και υποδομών, αλλά χώροι όπου άνθρωποι ζουν, αναπτύσσουν σχέσεις και αλληλεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους και με το περιβάλλον, επηρεάζονται από αυτό και το επηρεάζουν. Κατά συνέπεια, η αρχιτεκτονική μαζί με τον αστικό σχεδιασμό πρέπει να κρατάνε στον πυρήνα της εφαρμογής τους τον άνθρωπο, ενώ όπως αναφέρει και ο de Botton στο κλείσιμο του βιβλίου Η Αρχιτεκτονική της Ευτυχίας,
“Οφείλουμε να αποδείξουμε στα χωράφια ότι τα σπίτια μας δε θα είναι κατώτερα από την παρθένα γη που αντικατέστησαν. Οφείλουμε να αποδείξουμε στα σκουλήκια και στα δέντρα πως τα κτίρια με τα οποία τα καλύπτουμε θα εκφράσουν τα πλέον υψηλά και ευφυή είδη ευτυχίας.”
Τίτλος Βιβλίου: Η Αρχιτεκτονική της Ευτυχίας
Συγγραφέας: Alain de Botton
Εκδόσεις: Πατάκη
Βιβλιογραφία
Canter, D., 1969. An Intergroup Comparison of Connotative Dimensions in Architecture. Environ. Behav. 1, 37–48. https://doi.org/10.1177/001391656900100103
Fleury-Bahi, G., Pol, E., Navarro, O., 2017. Introduction: Environmental Psychology and Quality of Life, in: Handbook of Environmental Psychology and Quality of Life Research, International Handbooks of Quality-of-Life. Springer, Switzerland, pp. 1–8.
Gehl, J., 1987. Life Between Buildings. Island Press, Washington DC.
Gieseking, J.J., 2014. Environmental Psychology, in: Teo, T., Barnes, M., Gao, Z., Kaiser, M., Shievari, R., Zabinski, B. (Eds.), International Encyclopedia of Critical Psychology. Springer, New York, pp. 587–593.
Lee, T., 1968. Urban Neighbourhood as a Socio-Spatial Schema. Hum. Relat. 21, 241–267. https://doi.org/10.1177/001872676802100303
Levi, L., Andersson, L., 1975. Psychosocial Stress Population, Environment, and Quality of Life.
Pol, E., Castrechini, A., Carrus, G., 2017. Quality of Life and Sustainability: The End of Quality at Any Price, in: Fleury-Bahi, G., Pol, E., Navarro, O. (Eds.), Handbook of Environmental Psychology and Quality of Life Research, International Handbooks of Quality-of-Life. Springer, Switzerland, pp. 11–39.
Steg, L., van den Berg, A.E., de Groot, J.I.M., 2013. Environmental psychology: History, scope and methods, in: Steg, L., van den Berg, A.E., de Groot, J.I.M. (Eds.), Environmental Psychology: An Introduction. British Psychological Society and John Wiley & Sons, Ltd., pp. 1–12.
Stokols, D., 1987. Conceptual strategies of environmental psychology, in: Stokols, D., Altman, I. (Eds.), Handbook of Environmental Psychology. Wiley, New York, pp. 41–70.
Stringer, P., 1969. Architecture, psychology, the game’s the same., in: Canter, D. (Ed.), Architectural Psychology Proceedings of the Conference Held in Dalandui, UK. Institut of British Architecture., London, pp. 7–11.
Η Έλλη Παπαστεργίου είναι κάτοχος MSc Χωρικός Σχεδιασμός για Βιώσιμη και Ανθεκτική Ανάπτυξη, ΑΠΘ, διπλ. Μηχανικός Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ.