Κείμενο: Κεφαλάς Πάνος, Υποψ. Διδάκτορας Ιστορίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Lucien Martin,
Seine, 1er Bureau 3031.
Χριστούγεννα, 18/12/1916
Πρωινή αναφορά.
Ίσως, η τελευταία μου για φέτος.
Στέκω σε μία σειρά, βουτηγμένος στη λάσπη, στα ρήγματα που έσκαψαν οι οβίδες της νύχτας. Έχω γίνει τρωκτικό. Τρωκτικά μας φωνάζει άλλωστε όλους ο διοικητής ή Ρεμπύ[1] ή Ντυμολλέ[2]. Στα μάτια του δεν μπορεί να μας ξεχωρίσει έτσι που γινόμαστε σαν ένα παχύρευστο μείγμα. Βρωμάμε τόσο, που ακόμα και τα ποντίκια μας αποφεύγουν.
Προσπαθώ με τις σκέψεις μου να ξεφύγω από τη λάσπη και την αδιάκοπη βροχή. Σκέφτομαι εσένα. Την κόρη μου. Τα περσινά Χριστούγεννα μαζί σας.
Μα το νερό έχει μνήμη και καθώς με λούζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, η μνήμη ζωντανεύει και μαζί της και η λάσπη που με καλύπτει. Άλλωστε η λάσπη από χώμα και νερό δεν αποτελείται; Και η λάσπη των χαρακωμάτων έχει και μπόλικο αίμα. Το αίμα αυτών που χάνονται σε κάθε salto mortale, σε κάθε οβίδα από τον μεταλλικό ουρανό, σε κάθε σφαίρα, υπέρ της πατρίδας, υπέρ της ελευθερίας, γράφοντας αυτή την χαριτωμένη ιστορία σκόνης.
Τα στρώματα λάσπης επάνω μου, ένα νέο σώμα. Ποτισμένο από την απολιθωμένη σιωπή της νύχτας. Μα η σιωπή δεν είναι ψέμα.
Πρωινή αναφορά.
Και σήμερα η σιωπή είναι ένα ψέμα.
Ο διοικητής Μπαμπουέν[3] φωνάζει δυνατά έξι ονόματα: Adam René, Baraquin Marcel Narcisse, Battu Maurice Louis, Besançon Pierre Louis, Besvel Maurice Alexandre, Barrié . Celestin Léon Clovis.
Χαμηλώνω το βλέμμα. Επιτρέπω τη σιωπή να με καλύψει. Καρφώνω τη ματιά μου στο χέρι του διοικητή στο σπαθί του, από το οποίο ξεχωρίζει η επίχρυση με φιλντισένια λαβή, αποδίδοντας τον ανάλογο σεβασμό για τη στάση και τη στολή του.
Η γενναιότητα δεν του φτάνει. Η υποταγή και η υπακοή έχουν περισσότερη αξία. Όπως και τα σοβαρά και διαυγή βλέμματα. Στρατιώτες μαύροι ή λευκοί, που λένε πάντα «ναι».
Ο διοικητής ανακοινώνει: «Στις 27 Νοεμβρίου, γύρω στις 5 π.μ. τα ξημερώματα, μετά από μία επίθεση δύο ωρών από οβίδες που έκαναν τη νύχτα μέρα μετατρέποντας την περιοχή σε κόλαση, αυτοί οι έξι στρατιώτες κι ενώ βρισκόντουσαν σε μία τάφρο της πρώτης γραμμής, εγκατέλειψαν τη θέση τους σε μία προσπάθεια να ξεφύγουν όταν μερικοί Γερμαναράδες μπήκαν στην τάφρο τους».
«Προδότες! Δειλοί! Προδώσατε τη Γαλλία».
Τα λόγια του διοικητή συντονίζονται με τους παλμούς της καρδιάς μου, αντηχούν στα αυτιά μου, σαν το βουητό των οβίδων.
Πρέπει να παραδώσουν τα πορτοφόλια τους, για να σταλούν στις οικογένειες τους. Έχουν το δικαίωμα να στείλουν κι ένα τελευταίο γράμμα. Για τους προδότες δεν θα υπάρξει πολεμική σύνταξη.
Αύριο η λάσπη ποτισμένη από το αίμα τους θα καλύπτει τα σώματα μας και θα είναι η σκόνη κάτω από τα πόδια μας. Και επειδή το νερό έχει μνήμη, η εκτέλεση τους για παραδειγματισμό δεν θα φωνάζει «πέθανε για τη Γαλλία». Αντί να προσπαθήσουν να ξεφύγουν, αν τώρα ήταν κρατούμενοι των Γερμανών, θα ζούσαν.
Στάθηκα και θαύμαζα παρά τη σκοτεινιά μου, παρά την ταραχή μου, τον τρόπο που έχει το ακίνητο νερό ή αυτό που κυλάει αργά, να ανασηκώνεται, σαν διψασμένο αγρίμι, προς το νερό που τρέχει επάνω στα λασπωμένα αγάλματα, που γινόμαστε εμπρός στο άκουσμα του θανάτου.
Εύχομαι να είναι οι έξι τελευταίοι από τους 136 που τουφεκίστηκαν φέτος, για παραδειγματισμό. Ένα νούμερο με ψηφία που η ζωή θα ζοριστεί πολύ να τα σβήσει. Άραγε θα μπορέσουν κάποτε να τους ξεχάσουν;
Η βροχή συνεχίζει να ποτίζει τη λάσπη μετατρέποντας τα χαρακώματα σε απέραντο δυσκίνητο βούρκο και εμένα σε μία δύστροπη παχύρευστη μάζα, με πελιδνό πρόσωπο. Η γη και οι νεκροί!
Μετατρέπω το σώμα μου σε τρωκτικό ξανά, χωμένος κάπου στη Φαμπιόλα[4], στην κοιλιά της γης. Μέσα στην τρύπα μου, ζώ σαν τους άλλους, πίνω, τρώω σαν τους άλλους. Μερικές φορές τραγουδάω σαν τους άλλους. Εδώ μπορώ να καπνίσω με άνεση την πίπα μου, γιατί δεν κάνει να καπνίζεις στον πόλεμο, σε εντοπίζουν. Μυρίζω το τελευταίο αρωματισμένο γράμμα σου (13/12/1916) και ανοίγω με ανυπομονησία το χριστουγεννιάτικο δέμα που δικαιούμαι από τον κ. Πουανκαρέ[5], επειδή πολεμάω για την πατρίδα και έλαβα το στρατιωτικό παράσημο του «Ήρωα της Πρώτης Τάξεως»[6].
Ξετυλίγω το σχοινί, σχίζω με μανία το χαρτί περιτυλίγματος. Σε κάθε μανιώδη συμπεριφορά των χεριών μου, το άγγιγμα σου μου λείπει με βαναυσότητα.
Τα φετινά χριστουγεννιάτικα δώρα είναι λιτά. Ένα μικρό μολύβι, ένα τετράδιο στο μωβ εξώφυλλο του οποίου απεικονίζεται η Ζάν ντ’ Άρκ με περικεφαλαία, δυο πακέτα τσιγάρα Craven, λίγος καπνός και μια καινούργια πίπα. Θεωρώ ότι οι στρατηγοί μας ζήλεψαν τα δώρα που είχε δώσει η πριγκίπισσα Μαρία το 1914 στους Τόμυδες[7]. Αλλά μαζί έλαβα και ένα ιδιόχειρο σημείωμα να περάσω από τα μαγειρεία το μεσημέρι να λάβω και άλλα καλούδια:
Δύο ουγγιές τσάι. Δύο ουγγιές μαρμελάδα. 8 ουγγιές ζάχαρη. 4 ουγγιές βούτυρο. 4 ουγγιές μαργαρίνη. 2 ουγγιές λαρδί. 1 ουγγιά κασέρι σε σχήμα κύβου. 4 ουγγιές μπέικον και 3 φέτες ζαμπόν. Για αρνί ή μοσχάρι ούτε λόγος. Θα παλέψω να ανταλλάξω καμία λίβρα με τα τσιγάρα μου. Λογικά κάπου θα κρύβουν και τα αυγά και τα κρεμμύδια.
Μου λείπει το ξύλινο τραπέζι του σπιτιού μας. Η σκιά σου στο βάθος να μαγειρεύεις για τις γιορτές, με τα μακριά, κατάξανθα μαλλιά σου δεμένα στο αγαπημένο σου κόκκινο φιλέ. Ανασαίνω δυνατά για να μυρίσω τη μυρωδιά του Cassoulet[8] και την αλμύρα του Choucroute[9]. Γιορτές! Πόσο μου λείπουν οι φωνές της οικογένειας, οι στεναγμοί, τα χέρια, τα χαμόγελα, ένα μεγάλο ούφ! Είναι παράξενο πως ο θάνατος οξύνει τις αισθήσεις.
Αυτό που ονομάζουμε πόλεμος, είναι η εξορία, με μια καρτ ποστάλ από την πατρίδα πότε πότε, ένα λεπτό βιολετί χαρτί, σαν και αυτά που πουλάνε στα καπνοπωλεία ή μια δωδεκάδα κιτρινισμένες φωτογραφίες από τον καλό καιρό, όλο και περισσότερες και φωτεινές, πολύ φωτεινές, καθώς εκμηδενιζόμαστε.
Αναπολώ τις στιγμές, όπου από το παράθυρο του σπιτιού μας, στη γωνιά του μπουλβάρ[10] Ρασπάιγ, στην οδό Ρεν, χάζευα το εργοτάξιο του καινούργιου σιδηροδρομικού σταθμού· Στο βάθος τους λόφους του Σαίν-Κλού, να τους φωτίζει το μοβ χρώμα του παρισινού ουρανού. Μου αρέσει να ανεβαίνω στα τρένα, αλλά επιλέγω επιμελώς αυτά που παραμένουν στο σταθμό.
Αναπολώ τις στιγμές, όπου παρέα με ένα πούρο Voltigeur[11] και μερικές εφημερίδες πεταμένες εμπρός μου, όπως η Paris -Soir, η Action, η Echo de Paris, καθισμένος στα τραπεζάκια του Βιέλ ή του Καφέ ντε λα Παι, να πίνω το βερμούτ Crucifix, χάζευα τις σκιές των ανθρώπων να χορεύουν, ενώ κατευθύνονταν προς το σταθμό, για να προλάβουν το τρένο, σαν κοπάδι ψαριών που ανεβαίνει ανάποδα το ρεύμα.
Αναπολώ τις κρυφές στιγμές, καθώς με έπιανες από το μπράτσο και κατηφορίζαμε την οδό Καμπάν – Πρεμιέρ και κοιτούσαμε τις αζαλέες στο μπουλβάρ Μονπαρνάς. Τις στιγμές που ξεχνιόσουν και ακουμπούσες το κεφάλι σου στον ώμο μου και εγώ περνούσα τα χέρια στη μέση σου. Πόσες φορές δεν ευχήθηκα να μέναμε για πάντα έτσι, αγνοί και θλιμμένοι.
Λυπάμαι που έπρεπε να σε αφήσω. Σήμερα πρέπει να μάθεις γιατί. Ο πατέρας μου, πριν τον πόλεμο μου είχε πει: «όταν πεθάνω, θα πρέπει να είσαι σε θέση να αναλάβεις από τη μία μέρα στην άλλη όλες τις παραγγελίες του εργοστασίου. Θα γίνεις το αφεντικό του εργοστασίου μου και θα διατάζεις τους εργάτες μου. Όταν θα έχουν πεθάνει και αυτοί, θα έρθουν άλλοι ¨τρομεροί εργάτες¨[12], τα παιδιά τους και θα πρέπει να ξέρεις πως να τους κάνεις να σε υπακούσουν και να σε αγαπούν. Το πιστόνι κινεί τις μηχανές. Το πιστόνι κινεί τα βαγόνια. Πρέπει να γίνεις πιστόνι[13]».
Μα δεν ήθελα ποτέ να συνεχίσω το έργο του πατέρα μου. Δεν είμαι αρχηγός και ούτε είχα τη φιλοδοξία να γίνω. Ο κόσμος είναι απέραντος και θέλω να τον γυρίσω όλο. Ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία να φύγω μακριά από την κληρονομιά μου στην οδό Ραινουάρ[14]. Ήθελα να γίνω ο υπέρτατος στρατιώτης, που δεν θα συγκινούσε τις μετριοπαθείς ψυχές τους. Είμαι το «Πνεύμα της Άρνησης»[15].
Κοιμήθηκα έξι χρόνια και μετά, μία ωραία πρωία, βγήκα από το κουκούλι μου. Εγώ είμαι φτιαγμένος για δράση, φώναξα! Στους ήχους της Μασσαλιώτιδας σε πήρα από το χέρι και πήγαμε στην εκκλησία του Νεϊγύ[16]: «θα παντρευτώ νέος». Μπορεί για τον πατέρα μου να ήσουν μια νεαρή επαρχιωτοπούλα, αλλά για εμένα ήσουν ένα φωτεινό κορίτσι με λουλουδένια μάτια. Έγινες η Γκριζελίδη[17] μου.
Σε άφησα να περιμένεις στα μετόπισθεν. Έγινα άγριος μετά από σκέψη. Μη μου πει κανείς ότι δεν χρειάζονται τρελούς και άγριους στο πεδίο της μάχης. Η τρέλα σε βοηθάει να ξεχνάς την αλήθεια της σφαίρας και την μύτη μιας Ροζαλίας[18]. Είναι αδελφή της γενναιότητας, σε ένα πεδίο μάχης αυλακωμένο, φτιαγμένο με συρματοπλέγματα για σαρκοφάγα. Χρειάζεται να είμαστε τρελοί και άγριοι γιατί οι Γερμανοί φοβούνται τις ματσέτες μας. Στον πόλεμο αν έχεις πρόβλημα με έναν δικό σου τρελό στρατιώτη, φροντίζεις να τον σκοτώσουν οι εχθροί. Είναι πιο πρακτικό ή όπως λέει ο διοικητής μας «δεν αρκεί μόνο να πεθάνουν, πρέπει να πεθάνουν εγκαίρως». Οπότε τον αναγκάζεις να υπακούει στη σφυρίχτρα του θανάτου: «Γλιστράτε θνητοί, μη στηρίζεστε. Επιχειρήστε κάθε salto mortale. Οι Γερμανοί είναι κατώτερα όντα που έχουν την τύχη να είναι γείτονες μας. Θα τους δώσουμε τα φώτα μας».
Χριστούγεννα στην πρώτη γραμμή.
Τελευταίο γράμμα για φέτος. Με μία ομάδα σκαπανέων, κόψαμε ένα μεγάλο έλατο. Ανοίξαμε όλοι τα πακέτα μας και το στολίσαμε με σαλάμια, λουκάνικα και άλλα καλούδια. Ο διοικητής μας πρόσφερε ένα βαρέλι Barrica[19] και οι περισσότεροι έχουν μεθύσει. Ξαπλωμένος σου γράφω και κοιτάω το νυχτερινό, βαθύ μπλε ουρανό από τον οποίο περνάνε λαμπερές ουρές από τις τελευταίες για σήμερα τροχιοδεικτικές βολίδες.
Τραγουδάμε τον πυροβολητή του Μετς και το De profuntis morpionibus[20], σε βραδυκίνητα, λαρυγγικά γαλλικά, με ένα τόνο χαμηλότερο από πριν, γιατί είμαστε σε πόλεμο. Είμαστε τόσο φάλτσοι, σαν τους δίσκους του φωνογράφου που αναγγέλλουν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς τις αναχωρήσεις των τρένων.
Στέκουμε γύρω από τη φωτιά. Φτιάχνουμε τα μουστάκια μας με κερί, γιατί «Γάλλος χωρίς μουστάκι, είναι σαν αυγό χωρίς αλάτι» και περιμένουμε την πρώτη οβίδα που θα σκάσει μέσα στην ησυχία της αυγής και θα μας ταράξει τα σωθικά. Παίζουμε μια ατελείωτη κωμωδία με εκατό διαφορετικά σκετς. Γίναμε ήρωες που τώρα απέκτησαν πεπρωμένα. Η Γαλλία μας πρόσφερε το θέατρο και εμείς παίζουμε θέατρο για τη Γαλλία.
Μέσα στο θέατρο της αυγής, κάπου εκεί στο βάθος, σπάζοντας τη σιωπή, θα ακουστεί το μπαμ! Από την εκτέλεση των έξι.
Η σιωπή δεν είναι ψέμα.
Ξημερώματα. Στέκω στη σειρά για το salto mortale. Είμαι έτοιμος να κάνω μερικά βήματα στο ένδοξο φως ενός πρωινού της Γαλλίας.
Η τελευταία μου σκέψη, σε εσένα, μέχρι το τέλος.
[1] Από το γαλλικό rebut – απομεινάρι, απόβλητο.
[2] Ο Ντυμολλέ προέρχεται από γαλλικό τραγούδι και συμβολίζει σατιρικά το Γάλλο μικροαστό.
[3] Babouin: μπαμπουίνος. Ονοματοπαίγνιο που επιτείνει την ειρωνεία.
[4] Ή εκκλησία των κατακομβών, από το Fabiola ou l’ Eglise des Catacombes: διδακτικό μυθιστόρημα του καρδινάλιου Wiseman.
[5] Raymond Poincaré (1860-1934): πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας από το 1913 έως το 1920, καθ’ όλη τη διάρκεια δηλαδή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
[6] Ορολογία από τη Φάρμα των ζώων, μυθιστορήματος του Τζορτζ Όργουελ., 1945.
[7] Aργκό για τον κοινό στρατιώτη στο βρετανικό στρατό. Καθιερώθηκε κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά συνδέεται ιδιαίτερα με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
[8] Φαγητό με ξερά φασόλια, αλλαντικά και πάπια.
[9] Φαγητό με ξινολάχανο και αλλαντικά.
[10] Τα μεγάλα βουλεβάρτα ή μπουλβάρ (les grands boulevards), στο Παρίσι, είναι τα πολυσύχναστα βουλεβάρτα που εκτείνονται από τη Μαντλέν ως τη Βαστίλλη.
[11] Μάρκα γαλλικού πούρου.
[12] Από την επιστολή του Γάλλου ποιητή Αρθούρος Ρεμπώ – H επιστολή του οραματιστή, στον Paul Demeny, 15 Μαΐου 1871.
[13] Στη γαλλική σχολική αργό, ο μαθητής που ετοιμάζεται για εισαγωγικές εξετάσεις.
[14] Η Οδός Raynouard, στο 16ο διαμέρισμα του Πασύ, είναι ταυτόσημη των καλών συνοικιών.
[15] Γκαίτε (1733-1832), Φάουστ. Απάντηση που δίνει ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ, όταν αυτός τον ρωτάει ποιος είναι: Ich bin der Geist, der stets verneint!
[16] Neuilly: αριστοκρατικό προάστιο του Παρισιού.
[17] Grisélidis: ηρωίδα συγκινητικού θρύλου, υπόδειγμα συζυγικής αρετής, από το ομότιτλο διήγημα του Βοκκάκιου, στο Δεκαήμερο.
[18] Ροζαλία αποκαλούσαν την ξιφολόγχη μοντέλο του 1886.
[19] Ένα μικρό βαρέλι κρασί, 15 γαλόνια περίπου.
[20] Άσεμνα τραγούδια.
Στοιχεία φωτογραφίας εξωφύλλου: British troops eating their Christmas dinner in a shell hole, Beaumont Hamel, 25th December 1916, © IWM (Q 1631).
Στοιχεία φωτογραφίας 2: δεν υπάρχουν
Στοιχεία φωτογραφίας 3; γνήσια αντικείμενα από τον Α΄ Παγκόσμιο, όπως η στρατιωτική ταυτότητα του Lucien Martin, για τον οποίο γράφω το γράμμα. Από τη συλλογή μου.