Γράφει η Ιωάννα Κύρου
Η κυρά Βαλασία , έβλεπε στο κρεβάτι τον άντρα της να λιώνει και ήθελε να σβήσει αυτήν την εικόνα γιατί την πονούσε. Ο νους της πήγε πίσω στα νιάτα τους, όταν κοπελίτσα τον πρωτοείδε στον φανό της γειτονιάς της. Ήταν Απόκριες και ο κόσμος γλεντούσε γύρω από μια αναμμένη φωτιά . Σε μια στιγμή ένας πρωτοτραγουδιστής άρχισε να τραγουδά :
«Αγαπώ, καλέ , αγαπώ ένα χελιδόνι ,
αγαπώ ένα χελιδόνι που η μαμά του το μαλώνει .
Το μαλώνει κάλε , το μαλώνει και το βρίζει ,
το μαλώνει και το βρίζει την καρδούλα του ραγίζει .
Χελιδόνι κάλε, χελιδόνι μου να απέχεις ,γιατί διάφορο δεν έχεις»
Η Βαλασία τότε πρόσεξε έναν νεαρό που τραγουδούσε μαζί του. Με περήφανη κορμοστασιά , καστανός με στριφτό μουστακάκι, με μάτια αμυγδαλωτά και γελαστό πρόσωπο της φάνηκε αρχάγγελος.
Θαμπώθηκε η νεαρή Βαλασία και η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν τον είδε να πλησιάζει προς το μέρος που καθόταν η οικογένεια της .Χαμογελαστός ευχήθηκε «Καλές Αποκριές, μπάρμπα Κωνσταντή»
«Καλώς τον Νικολάκη απ΄την Γκόμπλιτσα, καλές Απόκριες» αντευχήθηκε ο πατέρας της και τον κάλεσε να πιει ένα ποτήρι κρασί. Μίλησε για λίγο με τα αδέρφια της και κυρίως με τον πατέρα της και μετά τους χαιρέτησε και απομακρύνθηκε.
Το γλέντι συνεχίστηκε και όταν η Βαλασία βγήκε στην κορυφή πρόσεξε την ματιά του επάνω της και φτερούγισε η καρδιά της. Ξημερώματα η Βαλασία ξάπλωσε έχοντας την εικόνα του Νικολάκη στα όνειρα της .
«Βαλασούλα φέρε τρεις καφέδες στο χαγιάτι» άκουσε το πρωί τον πατέρα της να φωνάζει.
Η Βαλασία πετάχτηκε αναμαλλιασμένη, άυπνη και με τσαλακωμένα ρούχα ετοίμασε καφέδες και γλυκό αγριόσυκο στον πατέρα της, στον αδερφό της και στον φίλο τους που καθόταν με γυρισμένη την πλάτη .Δυο αμυγδαλωτά μάτια την κοίταξαν και άφησε τρέμοντας τα ποτήρια στο ξύλινο τραπέζι της αυλής .
Ο Νικολάκης της έριξε μια ματιά μόνο και συνέχισε να μιλά με τον πατέρα της .Έτσι που ήταν καλύτερα που δεν της έριξε και δεύτερη για να μην ντροπιαστεί περισσότερο!
Βιαστικά πήγε μέσα, συμμαζεύτηκε και έπλεξε σε χοντρές πλεξούδες τα μακριά μαλλιά της. Έβαλε και λίγο βύσσινο γλυκό στα χείλη της και καμαρωτή τώρα πια , βγήκε στην αυλή να σκουπίσει .
Τι απογοήτευση! Ο πατέρας της ήταν μοναχός στην αυλή και ετοιμαζόταν να ξαπλώσει .Ο Νικόλας είχε φύγει για την Γκόμπλιτσα και η Βαλασία αναστέναξε απογοητευμένη .
Πέρασε η Σαρακοστή , ήρθε το Πάσχα και την τρίτη μέρα η οικογένεια της Βαλασίας μαζί με άλλες οικογένειες, φόρτωσαν στα κάρα καλάθια με φαγητά και ξεκίνησαν από την Βαντσιώστρατα για την Γκόμπλιτσα που είχε πανηγύρι . Ένα ζωντανό κομπολόι από ανθρώπους , ζώα και κάρα κατέβαινε νότια να γλεντήσει σε μια περιοχή γεμάτη πλατάνια και ρέματα .
Μέσα στην εκκλησία η Βαλασία συνάντησε τον Νικόλα , μα τώρα ήταν με τα καλά της πασχαλιάτικα ρούχα , με το μακρύ της φόρεμα από πράσινη στόφα , το γιλεκάκι με την χρυσή τρέσα , περιποιημένα τα μακριά μαλλιά της, τα καλά της σκουλαρίκια με την πράσινη πέτρα και με κόκκινα μάγουλα από τον ανοιξιάτικο ήλιο.
Ο Νικόλας χαιρέτησε , χωρίς όμως να δει τι όμορφη που ήταν σήμερα . Πήγε στο πηγάδι και εκεί συνομίλησε με μια παρέα κοριτσιών . Η Βαλασία τον ακολούθησε με την ματιά της και φανερά απογοητευμένη μαράζωσε αμέσως .Όλα αυτά τα πρόσεξε η μάνα της και της μίλησε:
«Έλα δω ,που έριξες τα μάτια σ΄ να ειδείς ; Αυτός είναι Γκομπλιτσιώτης . Ύστερα αυτές είναι αντρικές δουλειές, να ρωτήσουμε , να μάθουμε ποια παιδιά είναι καλά στην Κόζιανη , να αποφασίσω εγώ και να στείλει ο μπαμπάκας προξενητή»
Η Βαλασία την κοίταξε βουρκωμένη και αυτήν νέρωσε λίγο το κρασί της θέλοντας να μην χαλάσει το χατίρι στην μοναχοκόρη της . «Καλά θα ρωτήξω εγώ την Νινιούλα και θα ιδούμε».
Έτσι και έγινε, η κυρά Κώσταινα βρήκε την Γκομπλιτσιώτσα φιλενάδα της και έμαθε πως το παλικάρι αυτό είναι από καλή οικογένεια. Πριν από χρόνια τα έβγαζαν δύσκολα πέρα .Γι αυτό ο Νικολάκης πήγε να δουλέψει στην Αλεξανδρούπολη, στα ταμπάκικα όπου έμεινε δεκαπέντε χρόνια .
Το αφεντικό τον εκτιμούσε πολύ, ήταν μακρινός θείος του και πριν πεθάνει μοίρασε την επιχείρηση σε τρία κομμάτια .Ένα μερίδιο το άφησε στον Νικόλα , το δεύτερο σε έναν ανιψιό του και το τρίτο σε ένα μοναστήρι. Ο Νικόλας πούλησε το μερίδιο του στον ανιψιό ,πήρε ένα τσουκάλι λίρες και επέστρεψε . Έφτανε τα τριάντα και ήταν κελεπούρι για τις υποψήφιες νύφες. Αυτά της είπε και τίποτα άλλο δεν ήξερε η Νινιούλα, αυτήν κοιτούσε μοναχά την δουλειά της και το σπιτικό της .
Σαν να της άρεσαν αυτά που έμαθε η κυρά Κώσταινα και μίλησε στον άντρα της. Αυτός εκτιμούσε τον Νικολάκη και πίστευε πως μαζί του θα ζούσε καλά η μοναχοκόρη του και έτσι έστειλαν προξενητή.
Ο προξενητής όμως γύρισε με άδεια χέρια. Ο Νικολάκης ούτε που ρώτησε από πού του έφερνε το προξενιό ,του είπε πως την νύφη του την διάλεξε μοναχός του , την Κυριακή που μας έρχεται αρραβωνιάζεται και στην γιορτή της Αγίας Παρασκευής ανήμερα θα κάνει το γάμο του. Η Βαλασία σαν τα μάθε κοιμήθηκε βαλαντωμένη .
Ξημέρωσε Κυριακή του Θωμά και όλη η οικογένεια του Κωνσταντή Πάλλα πήγε στην εκκλησία .Όταν επέστρεψαν οι γυναίκες ετοίμασαν το τραπέζι και οι άντρες κάθισαν έξω να πιουν ένα τσίπουρο με σαφράνι.
«Βαλασία κατέβα να πας μεζέ στους άντρες ήρθε και παρέα » ακούστηκε κελαρυστή η μάνα της από το μαγειρειό. Τρεις φιγούρες νέων και ενός γέροντα διέκρινε από ψηλά η Βαλασία που κατέβηκε και απρόθυμα πήρε τον γεμάτο από μεζέδες δίσκο . Ο πατέρας της μόλις την είδε , σηκώθηκε γελαστός και της φώναξε «Χαϊρλίδικα Βαλασούλα μ΄ .Σ΄ αρραβώνιασα!!!»
Ένα γελαστό πρόσωπο γύρισε και δυο αμυγδαλωτά μάτια την κοίταξαν και αυτή ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει, τον δίσκο να της φεύγει από τα χέρια και να γεμίζει η αυλή κρασιά, τυριά , μεζέδες και κεφτέδες που κυλούσαν προς κάθε διεύθυνση. Σε μια κίνηση αμηχανίας άρχισε να κυνηγά τους κεφτέδες για να τους μαζέψει.
«Ας τς΄ κεφτέδες και έλα δω» φώναξε ο πατέρας της. Σκούπισε τα χέρια στην ποδιά έφτιαξε λίγο τα μαλλιά και ήρθε το χαμόγελο στα χείλη και την ομόρφυνε παραπάνω. Φίλησε το χέρι του πατέρα της και είπε :« Ευχαριστώ μπαμπάκα»
Ο γάμος κανονίστηκε να γίνει στην δική τους εκκλησία επειδή όπως είπε η μάνα της «Το κορίτσι φεύγει παντρεμένο από την γειτονιά του» την ημέρα που είχε διαλέξει ο Νικολάκης , της Αγίας Παρασκευής .
Η Βαλασία έζησε 49 χρόνια μαζί του ευτυχισμένα . Αυτό που στήριξε το ζευγάρι ήταν η καλή συνεννόηση και η αγάπη. Έχτισαν το σπιτικό τους , αγόρασαν χωράφια , καλλιέργησαν σαφράνι και μεγάλωσαν πέντε παιδιά .
Ο Νικολάκης έπαιρνε την γνώμη της ακόμα και για μικρά ζητήματα. «Εσύ Βαλασία, χελιδόνα μου, τι λες να κάμουμε» ήταν ο λόγος του.
Όλα αυτά σκεφτόταν η Βαλασία και έκλαιγε βλέποντας τον στο κρεβάτι να τελειώνει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα.
«Βαλασία , έλα δω …»τον άκουσε σιγανά και έτρεξε και έπιασε το αδύναμο του χέρι που έκαιγε από τον πυρετό .
«Βαλασία εγώ θα φύγω, εσύ μην κλαις , χελιδόνα μου, έζησα καλή ζωή μαζί σου ,να χαίρεσαι γι αυτό , φεύγω χορτασμένος και σε ευχαριστώ .Θέλω να με κάνεις όλα τα χρέα νοικοκυρίσια, ήμουν νοικοκύρης και τα θέλω. Και να με θυμάσαι , να με θυμάσαι στα αγαπημένα. Θυμάσαι που σε πρωτόειδα στον φανό , από τότε σ΄ αγάπησα. Δεν ήθελα να το δείξω. Και στην Αγία Παρασκευή είχα κρυφτεί και σε χάζευα, έλαμπες με κείνη το πράσινη φορεσιά, χελιδόνα μου .Μην κλαις σε λέω ,γέλα , θυμάσαι που κυνηγούσες τους κεφτέδες ;»
Η Βαλασία γελούσε και ανακατευόταν τα δάκρυα με τα γέλια της. Ώσπου ένιωσε το χέρι του να κρυώνει και από τα αμυγδαλωτά του μάτια να σβήνει το φως τους που πρωταγάπησε όταν ήταν κοπελίτσα.
Η κηδεία κανονίστηκε για την επόμενη μέρα .Η Βαλασία εκείνη την μέρα μοιρολόγησε τον άντρα της όπως έπρεπε .Έκανε όλα τα χρέα όπως της το ζήτησε .Δεν ξανάκλαψε ποτέ μπροστά σε κόσμο ,τις στιγμές που έμενε μόνη της μόνο έκλαιγε.
Και όταν ηρεμούσε από το κλάμα σιγοψιθύριζε ένα τραγούδι από τα νιάτα της.
«Αγαπώ, καλέ , αγαπώ ένα χελιδόνι ,
αγαπώ ένα χελιδόνι που η μαμά του το μαλώνει .
Το μαλώνει κάλε , το μαλώνει και το βρίζει ,
το μαλώνει και το βρίζει την καρδούλα του ραγίζει .
Χελιδόνι κάλε , χελιδόνι μου να απέχεις , γιατί διάφορο δεν έχεις ».