Αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, παλιές φωτογραφίες, ένα αναλυτικό ιστορικό μουσικών κυκλοφοριών και μια πλούσια βιβλιογραφία συνθέτουν το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού με τίτλο «Κοινωνικά Απόβλητα Η Ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα, 1979-2015 (εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2015). Ο Γιάννης Κολοβός συνομίλησε επί μακρόν με 28 αγόρια και κορίτσια διαφόρων ηλικιών, τα οποία αποτελούν μέρος της ελληνικής πανκ και κατέγραψε, επεξεργάστηκε κι ανέλυσε τις συνομιλίες αυτές. Έθεσε περίπου τα ίδια ερωτήματα σε όλους, ομαδοποίησε τις απαντήσεις τους αλλά διατηρώντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα καθενός «πληροφορητή», όπως αποκαλεί αυτούς τους «αόρατους» συνεργάτες του! Το έργο αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο επιστημονικό έργο για το πανκ στην Ελλάδα, ενώ διεκδικεί με αξιώσεις μια θέση ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες κοινωνικές έρευνες που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια.
O Γιάννης Κολοβός, ,μουσικός, δημοσιογράφος, αναλυτής, πρώην ντράμερ στα Κοινωνικά Απόβλητα, δημιουργός του φανζίν της αθηναϊκής σκηνής, του «Στις Σκιές του Β23» μας μιλάει για το βιβλίο του, την ιστορία, το πανκ, τους κοινωνικούς χώρους, τη ζωή, τις καταλήψεις, την κοινωνία, το μέλλον, τις δράσεις και τις καταστάσεις.
Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε να γράψεις τα «Κοινωνικά Απόβλητα;» – Η ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα 1979-2015;
Από τις αρχές των 00s παρατηρούσα ότι η σκηνή πανκ, τουλάχιστον στην Αθήνα όπου κατοικούσα, διογκωνόταν. Και δεν εννοώ την αγοραία «αναβίωση» των πανκ συμβόλων (τη μοϊκάνα του Μπέκαμ στο παγκόσμιο κύπελο του 2002 αλλά και την «punk collection» μιας γνωστής μπουτίκ στην οδό Ερμού) αλλά τους έφηβους που φορούσαν μπλουζάκια πανκ συγκροτημάτων, τις μπάντες που έπαιζαν πανκ, μια κίνηση που υπήρχε γύρω από το εν λόγω μουσικό ιδίωμα το οποίο μέτραγε δεκαετίες ιστορικής παρουσίας, άρα θα έπρεπε ο κόσμος να το θεωρεί παρωχημένο. Και δεν μιλάω για μερικούς φανατικούς που συσπειρώνονταν σε μία ρετρό υποκουλτούρα συλλέγοντας δίσκους ή (οι μεγαλύτεροι σε ηλικία) προσπαθώντας να νεκραναστήσουν τις μνήμες από την εφηβεία τους, μια προσπάθεια νοσταλγικής βίωσης. Με μεγάλη μου έκπληξη είχα παρακολουθήσει τους Χάσμα και τους Deus Ex-Machina να παίζουν στην πλατεία Εξαρχείων και να κλείνουν όλοι οι κάθετοι γύρω δρόμοι από τον κόσμο! Επίσης ήταν δεκάδες οι δίσκοι νέων πανκ συγκροτημάτων που κυκλοφορούσαν εκείνη ακριβώς την εποχή που η μουσική βιομηχανία έβλεπε τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της (που άρχισε με την παροχή ηχογραφήσεων από κόμβους όπως ο napster και την ταυτόχρονη κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων οποιασδήποτε εμπορεύσιμης μουσικής φόρμας) να την αγγίζει και να την τσακίζει. Τι ήταν εκείνο που έκανε τους τότε εφήβους να γουστάρουν Χάσμα και Vodka Juniors και υπήρχε κάτι που να τους συνδέει με εκείνους τους πάνκηδες της δεκαετίας του ’80; Τι σήμαιναν οι στίχοι της «Μπασταρδοκρατίας» το 1985, το 1995 και τι το 2008; Τι σήμαινε το μπλουζάκι των Sex Pistols που φόραγε (στην φωτογραφία που κυκλοφόρησε στον Τύπο) ο δεκαπεντάχρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, η δολοφονία του οποίου πυροδότησε ένα μαζικό κύμα σύγκρουσης των νέων με τους θεσμούς της κοινωνίας (τους «μπάτσους», τις τράπεζες, τις βιτρίνες των λουσάτων ή μη εμπορικών) και γιατί κάποιοι έγραψαν τους στίχους ενός παλιού πανκ τραγουδιού, «ξυπνάτε, πεθαίνω», σε έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας κατά τη διάρκεια εκείνων των γεγονότων; Όλα αυτά τα ερωτήματα ήταν αρκετά για να ιντριγκάρουν έναν ιστορικό που δεν θα έλεγε όχι να δουλέψει με τις μεθόδους ενός ανθρωπολόγου στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών!
Το πανκ ήταν μια μορφή αντίδρασης. Αντίδραση σε τι, και τι αντίκτυπο είχε στην κοινωνία;
Θα ήταν λάθος να δούμε «το πανκ» ως κάτι στατικό, αφού τόσο η ίδια η υποκουλτούρα όσο και η σκηνή που γεννήθηκε γύρω από αυτή έχει μια πορεία τριάντα και βάλε ετών στη χώρα μας. Αρχικά το πανκ υπήρξε μια αντίδραση εφήβων εναντίον σε κάτι ακαθόριστο το οποίο όμως βίωναν ως καταπίεση: «τους την έσπαγαν» οι μικροαστοί γονείς τους και ο οικογενειακός έλεγχος («τι ώρα θα γυρίσεις», «με ποιους κάνεις παρέα»), βαριόντουσαν το σχολείο και δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν μια σχολική αξιολόγηση που κατέτασσε τους μαθητές ανάλογα με τις προσδοκίες επιτυχίας στις «πανελλήνιες», δεν τους έλεγε και πολλά το σταρ σίστεμ του «παλιού καλού ροκ», δεν γούσταραν το στρατό, επιθυμούσαν δε διακαώς να δηλώσουν την παρουσία τους (μην έχοντας ξεκαθαρίσει για ποιον ακριβώς λόγο) παντού. Έτσι, η επόμενη γενιά των πανκς δημιούργησε αυτόνομες προσωρινές ζώνες διοργανώνοντας συναυλίες στα κτήρια πανεπιστημιακών σχολών, ή «κατέλαβε» κομμάτια δημόσιου χώρου που λειτούργησαν προσωρινά ως δίκτυα συνεύρεσης και (μικρο)επικοινωνίας. Με την εγκατάσταση αυτών των πανκς στα Εξάρχεια και τη στοχοποίησή τους από την αστυνομία, κατά τη διάρκεια των «Επιχειρήσεων Αρετή», οι δυνάμεις καταστολής γίνονται ο κύριος στόχος της αντίδρασής τους και η δολοφονία του (συνομήλικου) Μιχάλη Καλτεζά το 1985, ένας καλός λόγος να συμπλεύσουν με τους αντιεξουσιαστές. Κατ’ αυτό τον τρόπο γίνονται μέρος της μικροϊστορίας της περιοχής. Μόλις όμως μπαίνει η δεκαετία του ’90, με τη συνακόλουθη κυριαρχία των ακραίων καταναλωτικών προτύπων στην ελληνική κοινωνία, κύριος στόχος της επόμενης γενιάς των πάνκηδων είναι να στεγανοποιήσουν τη σκηνή που έχουν δημιουργήσει από την αφομοίωση που προοιωνίζεται με την ανάπτυξη του λεγόμενου «εναλλακτικού» lifestyle Τύπου ο οποίος στρέφεται σε τέτοιου είδους υποκουλτούρες για να γεμίσει τις σελίδες του. Μετά από μια περίοδο ενδοστρέφειας και μείωσης του πληθυσμού της πανκ κοινότητας, επακολούθησε μια νέα φάση ανάπτυξης της σκηνής, όχι μόνο ως αντίδραση στις επίσημες δίαχυτες κοσμοεικόνες, όσο ως βίωση μιας κοινότητας που θεωρεί ότι αυτές ακριβώς οι κοσμοεικόνες δεν έχουν κάποιο νόημα για την ίδια. Αυτή ακριβώς η κατοχύρωση της ιδιαίτερης ύπαρξής τους αποτελεί και την απάντηση στο τι αντίκτυπο είχαν στην ευρύτερη κοινωνία.
Ποιες πρακτικές ζωής και κοινωνική διαμόρφωση γενικότερα προτείνει;
Δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε μια υποκουλτούρα, και τη ζωή που διαμορφώνεται γύρω από αυτή, με όρους από το παραδοσιακό πολιτικό λεξιλόγιο. Οι νεαροί πανκς επιθυμούν να διοργανώνουν συναυλίες, να κυκλοφορούν δίσκοι και όλα τα υπόλοιπα τεχνουργήματα γύρω από τα οποία συνίσταται η πανκ σκηνή και μάλιστα σε μια οικονομική σφαίρα πλήρως αυτόνομη – έτσι ώστε να διαφυλάσσεται η υποπολιτισμική «αυθεντικότητα». Δεν υπάρχει κάποιο πολιτικό όραμα κατάληψης της εξουσίας (μια επανάσταση δηλαδή) παρά μόνο μια άλλη δόμηση της καθημερινότητας συγκεκριμένων ατόμων – και μάλιστα σε επίπεδο νοοτροπίας περισσότερο. Μοιάζει με την αποαποικιοποίηση της καθημερινής ζωής για την οποία μιλούσε ο Habermas και μια εκδοχή της προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν οι Γερμανοί Autonomen στη δεκαετία του ’80. Πάντως οι πανκς (πρώην και νυν) πρωτοστατούν τα τελευταία χρόνια σε συλλογικότητες αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης που γεννήθηκαν μέσα στους εξαναγκασμούς της οικονομικής κρίσης.
Πως οι κοινωνικοί χώροι και οι καταλήψεις βοήθησαν στη συγκρότηση της πανκ κίνησης;
Κύρια επιθυμία των πανκς ήταν η διοργάνωση συναυλιών. Έτσι, οι πάνκηδες του χώρου των Εξαρχείων θα αναλάβουν τη διοργάνωση, τη συνδιοργάνωση ή τη στήριξη –ως συγκροτήματα που γεμίζουν το πρόγραμμα, ως θεατές, ως αρωγοί στις εργασίες που απαιτούνται– πλήθους «συναυλιών συμπαράστασης», οι οποίες θα τελεστούν κυρίως στο κτήριο του Πολυτεχνείου και της ΑΣΟΕΕ. Παράλληλα από τους μεγαλύτερους σε ηλικία «κινηματικούς» θα παραλάβουν την «καταληψιακή» τεχνογνωσία έτσι ώστε να μπορέσουν και οι ίδιοι να κάνουν μια «πανκ κατάληψη», να δημιουργήσουν δηλαδή έναν μόνιμο χώρο για τέλεση συναυλιών, πράγμα που κατέστη δυνατό με την κατάληψη του κτηρίου του 2ου Λυκείου Αρρένων στη γωνία Αχαρνών και Χέϋδεν, την περίφημη Villa Amalias. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια ταύτιση με τον αντιεξουσιαστικό χώρο (αλλά και με μερικές ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) με ποικίλους αναβαθμούς ανά περιόδους. Δηλαδή, σε επίπεδο υποκειμένων υπήρξε μια μόνιμη διαπραγμάτευση μεταξύ πολιτικής και υποπολιτισμικής ταυτότητας.
Ήταν πάντα το πανκ συνδεδεμένο με κάποια «πολιτική γραμμή»;
Ακόμα και αν την εποχή της πρώτης εμφάνισης των πανκς η λέξη «αναρχία» λειτουργούσε περισσότερο συμβολικά, σε μια προσπάθεια δημιουργίας σοκ και απόρριψης των πάντων (no future), βαθμιαία στη σκηνή πανκ διαμορφώθηκαν κάποιες πολιτικές αξίες όπως ο αντιφασισμός, η συγκρουσιακή διάθεση απέναντι στις δυνάμεις καταστολής, η αποδοχή ενός αντισεξισμού (έστω και σε επίπεδο ρητορίας), η απόρριψη του καταναλωτισμού και του lifestyle, η δημιουργία ενός πλαισίου πολιτικής σε πρώτο πρόσωπο και στην επιθυμία ύπαρξης συνθηκών άμεσης δημοκρατίας, πράγματα που αποτελούν «πολιτική γραμμή» που τους φέρνει πολύ κοντά στον αναρχικό χώρο και στις ομάδες της Αυτονομίας.
Ήταν κλειστό και αφορούσε συγκεκριμένα άτομα και κοινωνικά σύνολα; Πόσο εύκολο ήταν κάποιος να συμμετάσχει;
Όποιος/α αποφασίζει να φορέσει μια μπλούζα με τη στάμπα κάποιου πανκ συγκροτήματος και ένα παλιό τζιν, να μπει στον κόπο να παρακολουθήσει την πανκ μουσική και αρχίσει να πηγαίνει σε συναυλίες, γίνεται πανκ. Βεβαίως «σωστός/η» πανκ θα γίνει μόλις αρχίσει να συμμετέχει στα δρώμενα της σκηνής είτε παίζοντας σε μία μπάντα (η πλειοψηφία των μελών της σκηνής πανκ το έχει προσπαθήσει) είτε βγάζοντας κάποιο φανζίν είτε βοηθώντας στη διοργάνωση κάποιας συναυλίας και άλλων δράσεων των πάνκηδων. Ακόμα «σωστότερος/η» θα καταστεί όταν η συμμετοχή αυτή αποκτήσει ένα βάθος χρόνου ή ο κύκλος της περιλάβει όλα τα προαναφερόμενα πόστα. Μόλις γίνουν αυτά θα ανακαλύψει ότι έχει αποκτήσει και πανκ νοοτροπία ενώ και οι υπόλοιποι θα αναγνωρίζουν το ειδικό του βάρος. Ξαναγυρίζοντας στην αρχή της απάντησης θα πρέπει να αναφέρω ότι ουδέποτε σε πανκ συναυλίες υπήρξε face-control!
Οι πανκ κοινότητες στον πλανήτη αλληλοϋποστηρίζονται;
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αυτό που λέμε «πανκ σκηνή» είχε διττή σημασία: αφενός μια κοινότητα πάνκηδων σε τοπικό επίπεδο (η σκηνή της Αθήνας, της Ουάσιγκτον, του Βερολίνου, της Ουψάλα) και αφετέρου σε πλαίσιο υπερτοπικό, δηλαδή η πανκ σκηνή ως δίκτυο εντός του οποίου κυκλοφορούσαν δίσκοι, μετακινούμενες μπάντες που έπαιζαν σε συναυλίες από τη μια πόλη στην άλλη, διασπορά «γούστου» αλλά και «ιδεολογίας». Σε αυτό το υπερεθνικό δίκτυο δημιουργήθηκαν και προσωπικές φιλίες και επαφές –ακόμα και γάμοι έγιναν–, δημιουργήθηκαν δίκτυα αλληλεγγύης αλλά και οι κατά τόπους διοργανωτές συναυλιών κινήθηκαν ως μόρια αυτού του δικτύου και όχι ως ανεξάρτητοι επιχειρηματίες.
«Άβουλοι πολίτες υποταγμένοι / σ’ ένα κομπιούτερ αλυσοδεμένοι / ένας νέος τρόπος ελέγχου / εκμηδενισμός του ατόμου μπροστά στην εξουσία / Ενιαίος Κωδικός Αρισθμός Μητρώου» τραγουδούσαν τα Κοινωνικά Απόβλητα. Οι στίχοι παραπέμπουν σε μια δυστοπική κοινωνία που περιέγραψε ο Όργουελ στο μυθιστόρημα 1984. Προφητικοί στίχοι, πιο επίκαιροι από ποτέ. Πως τριάντα χρόνια πριν η μπάντα μίλησε για τόσο φλέγοντα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του μέλλοντος;
Γενικολογώντας, στο πανκ υπήρχε πάντα μια τάση «προφητολογίας», ιδιαίτερα όσον αφορά την προσπάθεια του κράτους για έλεγχο των πολιτών και τη φοβία για περιστολή των ατομικών ελευθεριών. Η δυστοπική κοινωνία που περιέγραψε ο Όργουελ (έχοντας κατά νου τη Σοβιετική Ένωση) έγινε εμμονή σε μπάντες όπως οι Crass και (περιστασιακά) οι Dead Kennedys ή οι Feederz. Τα Κοινωνικά Απόβλητα ηχογράφησαν ένα τραγούδι σαν μέρος της καμπάνιας εναντίον του ΕΚΑΜ, της νέας μορφής ταυτοτήτων εκείνης της εποχής, μέσω των οποίων δινόταν η ευκαιρία στους κρατικούς υπαλλήλους να διασταυρώνουν ποικίλα στοιχεία του κομιστή της (ιατρικές πληροφορίες, πληροφορίες φορολογικές, εκρεμμότητες ως προς τη δικαιοσύνη, κ.ο.κ.). Σε ένα άλλο πλαίσιο, την ίδια εποχή, παρόμοια καμπάνια διεξαγόταν και από παραθρησκευτικές οργανώσεις με το σκεπτικό ότι αυτή η «σήμανση» ήταν έργο «του σατανά»! Σήμερα η πλειοψηφία της κοινωνίας ζητά ακριβώς αυτό τον έλεγχο με το σκεπτικό του ελέγχου της φοροδιαφυγής, της καλύτερης απόδοσης του δημόσιου τομέα και της μείωσης της γραφειοκρατίας, της απλοποίησης των διαδικασιών που πρέπει κάποιος να ακολουθήσει στις συναλλαγές του με το δημόσιο. Αυτά τα αναφέρω για να δείξω πως κάθε σύνθημα ή αίτημα πρέπει να ερμηνεύεται στο πλαίσιο των ιστορικών και κοινωνικών του συμφραζομένων γιατί εκτός αυτού μάλλον λαμβάνει άλλο νόημα. Ως εκ τούτου δεν θα χρέωνα στη μπάντα προφητικές ικανότητες! Άλλωστε σήμερα ΑΜΚΑ παίρνει κάποιος τη στιγμή που γεννιέται και ΑΦΜ μόλις ενηλικιώνεται (ή δίνει πανελλαδικές εξετάσεις στο λύκειο).Υπάρχουν, βεβαίως, και θεσμοί όπως η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, εγγυητής της λειτουργίας των οποίων όμως είναι το ίδιο το κράτος – και μάλιστα μιλάμε για ένα κράτος που συχνά κατηγορείται για δυσλειτουργία αλλά και ελλειπή ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών του. Θα είχε, τέλος, μεγάλο ενδιαφέρον να ακούγαμε τη γνώμη του, πολιτικά οξυδερκούς και ορθολογιστή, Όργουελ για όλα αυτά, όμως αυτό κι αν χρειάζεται μεταφυσικές ικανότητες!
“Περνάγανε αμάξια απ’ την πλατεία στα Εξάρχεια και χωνόμασταν μέσα στ’ αυτοκίνητο με το κεφάλι και τους τρομάζαμε! Μας βλέπαν έτσι, με τις μοϊκάνες, σου λένε ‘Παναγία μου, τί ‘ναι τούτοι!'”…
Ποιοι συγγραφείς και πολιτικοί θεωρητικοί ήταν αυτοί που ενδυνάμωσαν και επηρέασαν το γενικό πλαίσιο της πανκ στάσης;
Κανείς! Όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις ζωής (πρώην και νυν) μελών της σκηνής πανκ που χρησιμοποίησα σαν πρωτογενές υλικό για την έρευνά μου, μετά βίας υπάρχουν κάνα-δυο αναφορές σε θεωρητικούς ή άλλους συγγραφείς. Δεν θα βρείτε μυθιστορήματα αναφοράς όπως τον Φύλακα στη σίκαλη ή συγγραφείς σαν τον James Kunen (του Φράουλες και αίμα). Όμως στα φανζίν των δεκαετιών του ’80 και του ’90 μπορεί να ανακαλύψει κάποιος αρκετές αναφορές στους συγγραφείς που επικεντρωνόταν η ευρύτερη αντικουλτούρα της εποχής (W. S. Burroughs, J. G. Ballard) καθώς και αρκετές αναφορές στους σιτουασιονιστές (στην όποια πρόσληψή τους). Επίσης δεν υπάρχουν αυτοβιογραφικές καταγραφές (όπως το The Punk του G. Sams ή οι αυτοβιογραφίες του Penny Rimbaud ή του J. Keithley – των Crass και των D.O.A. αντίστοιχα) ούτε πανκς που έγιναν συγγραφείς (όπως ο H. Rollins) δημιουργώντας ένα κάποιο «πανκ ύφος». Ούτε φυσικά το πανκ στην Ελλάδα κατέστη χώρος μυθοπλασίας όπως στο The Taqwacores του Μ. Μ. Knight. Μερικές αυτοεκδόσεις όπως η συλλογή διηγημάτων Ιστορία χωρίς μυαλό του Σ. Αργυρόπουλου ή η ποιητικές συλλογές του Π. Αβούρη δεν κατάφεραν να γίνουν κείμενα αναφοράς ούτε αναφέρονται εμφανώς στο πανκ. Το πανκ επηρεάστηκε κυρίως από τα φανζίν των οποίων συντάκτες και εκδότες ήταν άτομα της σκηνής και όχι ακαδημαϊκοί ή λογοτέχνες. Ένα παράδειγμα αυτού του πεδίου αποτελεί σήμερα το φανζίν Ταξίδι στο Χωροχρόνο, οι συντάκτες του οποίου ευελπιστούν να δώσουν μια εκδοχή «ποίησης του δρόμου».Βεβαίως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε διεθνές επίπεδο το πανκ επηρέασε και επηρεάστηκε κατά κάποιον τρόπο από το σινεμά, αφού έχουμε μια σειρά «πανκ ταινιών» σαν το Suburbia και το Dudes της P. Spheeris, το SLC Punk! του J. Merendino, τα γκροτέσκα φιλμ του A. Cox (που ακόμα δεν έχουμε καταλήξει αν ήταν κινηματογραφικό ταλέντο ή υπόδειγμα αταλαντοσύνης), πολλά ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασίες γύρω από μπάντες (όπως το What We Do is Secret), ακόμα και το Trainspotting.
Γιατί όλοι αυτοί οι εξαιρετικοί μουσικοί, ποιητές και καλλιτέχνες προτίμησαν να μείνουν «κρυμμένοι» για το ευρύ κοινό;
Η λαϊκή (popular) κουλτούρα στην Ελλάδα δεν απαιτεί τη δέσμευση (commitment) που απαιτούν οι υποκουλτούρες από τα μέλη τους. Έτσι θεωρώ απίθανο να υπάρχουν οπαδοί του Σάκη Ρουβά που να ψάχνουν μετά μανίας τις πρώτες του ηχογραφήσεις ή ακυκλοφόρητο υλικό από την τάδε ή τη δείνα περίοδο της καριέρας του. Η σχέση τους αναλώνεται στο να πάνε «στο μαγαζί» που τραγουδάει και να «περάσουνε καλά», ίσως (οι έφηβοι) να πάρουν κάποιο αυτόγραφο ή να κρεμάσουν την αφίσα του στο δωμάτιό τους. Δεν απαιτούνται επίσης ιδιαίτερες γνώσεις (για το αν π.χ. ο εν λόγω καλλιτέχνης «έπαιξε καλά» ή όχι στη συγκεκριμένη εμφάνιση). Δεν συμβαίνει το ίδιο με υποκουλτούρες σαν το πανκ που στηρίζονται σε ένα υψηλό επίπεδο δέσμευσης, δηλαδή γνώσεων περί της μουσικής και της «ιδεολογίας» γύρω από αυτή, υιοθέτησης στυλιστικών προτύπων, κατοχή δισκοθήκης ή γνώση της υποπολιτισμικής ιστορίας, δυνατή αίσθηση διαφορετικότητας και βίωση κοινής ταυτότητας στο πλαίσιο της κοινότητας και κυρίως συμμετοχή και όσο το δυνατόν λιγότερη παθητική κατανάλωση. Ακόμα κι αν οι πανκ μουσικοί προσπαθούσαν να προσεγγίσουν το ευρύ κοινό (παίζοντας πανκ) εκείνο δεν θα ανταποκρινόταν επειδή λειτουργεί σε άλλο πλαίσιο. Τώρα ως προς το ζήτημα της «καλλιτεχνικής αξίας» των πανκ μουσικών… Το πανκ υπήρξε μια υποκουλτούρα με αρκετή μανιέρα στα εκφραστικά της μέσα. Θα θεωρούσα απίθανο κάποιος κριτικός της λογοτεχνίας να συμπεριλάβει πανκ στίχους σε κάποια μελλοντική ανθολογία ποίησης, όσο «δημιουργικά» κι αν προσεγγίσει τη στιχουργική παραγωγή, με την ίδια λογική που κανείς ως τώρα δεν συμπεριέλαβε τους «Μπαγλαμάδες» του Σ. Κηρομύτη, το «Βάρκα γιαλό» του Γ. Κατσαρού (ή έστω τη «Φραγκοσυριανή») στην ποίηση της Γενιάς του ’30! Ούτε, φυσικά, θα μπορούσε να παρουσιαστεί η εργογραφία των Αντίδραση στο Μέγαρο Μουσικής με διευθυντή ορχήστρας τον Α. Πυλαρινό! Στην πραγματικότητα κάποιοι καλλιτέχνες από το χώρο των εικαστικών τεχνών, του χορού, της φωτογραφίας/κινηματογράφου και των εφαρμοσμένων τεχνών (ο Δ. Παπαϊωάννου είναι ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα) υπήρξαν για μια περίοδο πανκς, σύντομα όμως τους τράβηξε η δέσμευση στην τέχνη τους, η αναγκαία προσήλωση και φυσικά η προσπάθεια για ανέλιξη στον χώρο αυτό. Αρκετοί μάλιστα, ακολουθώντας το παράδειγμα του R. Pettibon ο οποίος ξεκίνησε φιλοτεχνώντας τα εξώφυλλα και τις αφίσες των Black Flag για να διαπρέψει κατόπιν στην αγορά των έργων τέχνης, θεωρούν ότι το πανκ δεν αποτελεί βασική τους επιρροή.
«…Η δύναμη είσαι εσύ, η δύναμη είναι μέσα σου, νοιώσ’ τη να ξεχειλίζει από την θέλησή σου / Ζήσε τη ζωή σου όπως εσύ θέλεις η μόνη εξουσία είναι ο εαυτός σου! / Μαζί μπορούμε να κάνουμε τα πάντα! / Μπορούμε να διώξουμε το όραμα του τέλους πού φαίνεται πολύ κοντά / Μπορούμε να ζήσουμε σαν άνθρωποι ελεύθεροι, σαν άνθρωποι περήφανοι και άνθρωποι ελεύθεροι / Μπορούμε να γκρεμίσουμε τον τοίχο και να δούμε μια ολόκληρη ζωή χαράς πού μας περιμένει!…», έλεγε το συγκρότημα Ξεχασμένη Προφητεία στο τραγούδι «Το Μεγάλο σπίτι». Τι λες Γιάννη, υπάρχει ελπίδα για το μέλλον;
Φυσικά και υπάρχει! Εκείνο που δεν διακρίνουμε είναι ο κομιστής της…
Φωτογραφίες
Σκηνή από πανκ συναυλία στη Φοιτητική Εστία της Πατησίων, δεύτερο μισό δεκαετίας του ’80.
Πανκ συναυλία στη Νομική (26/11/2011). Η μπάντα που παίζει είναι οι My Turn.
Τα Κοινωνικά Απόβλητα σε συναυλία στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Οι Αρνητική Στάση ξαναπαίζουν μετά από δεκαπέντε χρόνια σιωπής (Αν κλαμπ 30/11/2012).
Νέος Μεσαίωνας – ΝΑΥΤΙΑ
Σκοτάδι πηχτό τις πόλεις έχει σκεπάσει
Η αστυνομία της σκέψης περιπολεί τη νύχτα
Στους δρόμους μικροκάμερες τρυπώνουν στο μυαλό μας
σαν δάχτυλα που ψάχνουνε μέσα σε ξένες τσέπες
Στα σπίτια όλοι βλέπουνε οθόνες με διαβόλους
Πανίσχυρος θεσμός το τεχν(ολογ)ικό ιερατείο κρατάει τη γνώση σε απέραντα κομπιούτερς τερματικά καί μόνιτορς καί δάση από δισκέττες Τραστ του Τύπου περνούν πληροφορίες άχρηστες, ψεύτικες, προκατασκευασμένες
Μεγαλοεκδότες κατευθύνουν συνειδήσεις, κατασκευάζουν γνώμες και νέες πραγματικότητες και κάπου πέρα, μια κάστα φωτισμένων, σε σκοτεινά γραφεία
με κλειδωμένες πόρτες, χαμένοι στα παιχνίδια τους για δύναμη
και έλεγχο προγραμματίζουν, προγραμματίζουν
Ο Νέος Μεσαίωνα, ο Μικρομεσαίωνας, ο κόσμος σπασμωδικά κοιτάει να επιβιώσει χαμένος μες’ στην άγνοια δεν βλέπει που πηγαίνει
άψογα ρυθμισμένος, σχολείο κι εργασία, συνθετική διασκέδαση, θανατηφόρα ανία .
Οι νέοι τυφλώνονται με πρέζα ή “επανάσταση” αντικοινωνική κι αδύναμη εξέγερση κι αργότερα στρατόπεδα, σειρές χακί τα πτώματα διαδικασία κοινωνική προγραμματισμένη.
Στο στάδιο παραγωγής υπάρχουν και ατέλειες, μα αυτές αμέσως τίθενται υπό έλεγχο με κάγκελα, απομόνωση ή πλήθος ψυχοφάρμακα , ατσαλένια γλυπτική σ’ ανθρώπινους εγκέφαλους.
Ψάχνεις για διέξοδο, όλες παγιδευμένες κομμάτι-κομμάτι
η εικόνα εμφανίζεται σαν πάζλ βλάσφημο, απάνθρωπο και βέβηλο
συμπαντική εικόνα φριχτής παραφροσύνης
Ο Νέος Μεσαίωνα, ο Μικρομεσαίωνας
ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΕΝΑ ΓΡΑΝΑΖΙ…