Ήταν μια από αυτές τις ηλιόλουστες μέρες που φωνάζουν εκδρομή. Αμάξι μικρό γεμάτο φίλους καλούς και διαχρονικούς, γέλια, ενθουσιασμός και μια αδημονία αυτή της περιπέτειας και των νιάτων. Μας έβγαλε ο δρόμος λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη σε ένα μικρό χωριό της παιδικής μας φίλης Έφης, την Κριθιά. Φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς της έναν υπέροχο πέτρινο που έπρεπε να ανεβείς αρκετά σκαλιά για να το φτάσεις. Εκεί καθόταν εκείνη. Πάτρα από το Κλεοπάτρα χάρηκα πολύ είπε και μου έσφιξε το χέρι, μου έμεινε αυτή η χειραψία τέτοιες σπανίζουν σήμερα είναι αυτές που επισφραγίζουν τη συνάντηση, που κλειδώνουν τη στιγμή είναι η τιμή που νιώθει ο άλλος όταν σε γνωρίζει. Η χαρά της μεγάλη καλωσόρισε τα νιάτα όπως μας είπε με μια νοσταλγία στο υγρό βλέμμα. Χήρα και κοκέτα το μαρτυρούσαν τα καθαρά μαύρα ρούχα της που δεν είχαν ούτε ίχνος τρίχας από τα φρεσκοχτενισμένα μαλλιά της.
Εξέπεμπε μια λάμψη και μια καλοσύνη που αμέσως μας κέρδισε, κρεμόμασταν από τα χείλη της και μετά από λίγη ώρα λύθηκε και μας εκμυστηρεύτηκε πολλά για την ζωή και τον έρωτα. Ακούγαμε με προσοχή πίνοντας το λικέρ που μας είχαν κεράσει σε κρυστάλλινο ποτηράκι και μας το πρόσφεραν σε δισκάκι αλουμινένιο και σκαλιστό. Και μας ταξίδεψε σε μια άλλη εποχή που μύριζε λεβάντα και είχε γεύση βερμούτ, μια εποχή που στο πικάπ έπαιζαν τραγούδια ρομαντικά που χάιδευαν απαλά αυτιά και ώμους . «Ήμουν όμορφη νέα» και έλεγε αλήθεια «ερωτεύτηκα τον άντρα μου που ήταν ο πιο όμορφος τότε». «Τον θέλανε πολλές μα εκείνος διάλεξε εμένα και τον ακολούθησα μέχρι την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ήταν μορφωμένος, Πολιτικός Μηχανικός ο καλός μου. Θυμάμαι πως πριν με κάνει γυναίκα του μου ζήτησε να χορέψουμε και θυμάμαι ακόμα τα ρούχα που φορούσα ένα φόρεμα από μετάξι που το είχα ράψει μόνη μου με κουμπάκια στην πλάτη, είχε και κεντημένο γιακά. Τόσο όμορφοι μαζί που μας ζήλευαν όλοι. Τον διεκδικούσαν όλες οι κοπέλες της γειτονιάς, μα εκείνος διάλεξε εμένα, αγάπησε εμένα, όπως τον αγάπησα κι εγώ και ακόμα τον αγαπώ και ας έφυγε. Πέρασα καλά στον γάμο μου».
«Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν εμπόδια, πάντα θα υπάρχουν οι άλλοι που θα θέλουν να χαλάσουν ό,τι όμορφο υπάρχει, ό,τι όμορφο βλέπουν από ζήλια και από φθόνο» είπε. «Μα σαν θέλει ο καλός σου και σε ξεχωρίσει από τις άλλες μπορείς να καταφέρεις πολλά». Σαστισμένη την άκουγα και έρεε ο λόγος της όπως τα χρόνια της ζωής που μας περιέγραφε. Και έδωσε άλλη βαρύτητα στον έρωτα και στην αγάπη, έδωσε άλλο νόημα στις δυο αυτές λέξεις, τέτοιο που μόνο εκείνη την εποχή υπήρχε. Καιρό είχα να σωπάσω για τόση ώρα, καιρό είχε να με συνεπάρει και με ταξιδέψει ένας λόγος γεμάτος αρώματα, γλύκα, φινέτσα, πλημμυρισμένος από αγνά αισθήματα.
Μόλις τελείωσε την ιστορία της, τη δικής ιστορία την ξανάρχιζε από την αρχή σα να ήθελε να την ξαναζήσει ξανά και ξανά, κάτι που μας παραξένεψε αλλά όλοι υποψιαστήκαμε το γιατί. Η Πάτρα της Κριθιάς έπασχε από Αλτσχάιμερ αλλά θυμόταν το πιο δυνατό, αληθινό, υπέροχο και ευτυχισμένο κομμάτι της ζωής της. Αυτή η ανάμνησή της την κρατούσε ακόμα ζωντανή, τι και αν ταξίδευε κάθε μέρα μόνη της στην εποχή της, στις στιγμές της, τι και αν ξανασυναντούσε τον καλό της όπως έλεγε, εκείνη τη μέρα κατάφερε να μας πάρει μαζί της στο ταξίδι της, εκείνη την ημέρα δεν ήταν μόνη είχε παρέα τα νιάτα που τόσο τα λησμόνησε.
Τι και αν περάσανε χρόνια από την συνάντηση μας, τι και αν η Πάτρα της Κριθιάς πήγε να συναντήσει τον καλό της, πάντα τη μνημονεύω και πάντα κρατώ μέσα μου εκείνη τη φράση της «ο καλός μου, ο καλός μου»…Τόση ζέση, τόση λαχτάρα, τόση τρυφερότητα σε μια μόνο προσφώνηση.