Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik “Σεξ και μουσική”
Το rock ‘n’ roll (αλλά και η ποπ, που παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα ακολουθεί και δεν αγνοεί τους κανόνες του) συνδέεται με τη σεξουαλική επιθυμία και επαναστατικότητα εν γένει, σε σημείο που να καταλήγουμε σε ανόητα διλήμματα, του τύπου αυγό και κότα. Δηλαδή, δύσκολα θα διακρίνουμε αν εφευρέθηκε το rock ‘n’ roll για να μπορούμε να πηδιόμαστε ελεύθερα ή αν στο ότι κάποτε, κάποιοι μπόρεσαν και πηδήχτηκαν (ελεύθερα), οφείλεται η γένεση του rock ‘n’ roll. Και ασφαλώς είναι δυνατοί και ακόμη περισσότεροι συνδυασμοί, όπως και σε κάθε ενδιαφέρουσα σεξουαλική σκέψη και πράξη.
Ομοίως πιθανόν είναι να σας έχουν πείσει ο σύλλογος για τη διάσωση της φήμης του hair metal, υπό τον δ.τ. “Τζιρίτας & ΣΙΑ”, ότι, αν δεν έχετε μεταλάβει επαρκώς τους Mötley Crüe όταν και όπως έπρεπε, δεν έχετε μία υγιή σεξουαλική, αλλά και ροκ, ζωή. Κι αν δεν έχουν γίνει όλα αυτά, μάλλον ξεκινήσατε την ανάγνωση από τις λάθος σελίδες, οπότε πάρτε το από την αρχή και τα λέμε στην επόμενη παράγραφο με καθαρό μυαλό και εκτονωμένες ορέξεις.
Λέγεται λοιπόν ότι η μοναδική στιγμή στην οποία κανείς πραγματικά δεν θέλει να κάνει σεξ, είναι λίγα δευτερόλεπτα αφότου έχει κάνει σεξ. Μέχρι την επόμενη διέγερση (που αν είστε 10 μέρες μαζί θα είναι σε 2-3 λεπτά, αν είστε 10 χρόνια θα είναι σε 2 βδομάδες κ.ο.κ.), το μυαλό έχει καθαρίσει και δεν απασχολείται με τον δαίμονα της σεξουαλικής όρεξης. Αυτό δεν είναι απολύτως αληθές.
Η αλήθεια είναι ότι οι μοναδικές στιγμές που κάποιος δεν σκέφτεται καθόλου το σεξ είναι τα ατέλειωτα, βασανιστικά λεπτά μέχρι το τελευταίο τραγούδι της δεύτερης πλευράς της συλλογής NME C86, οπότε και οι Wedding Present θα το τολμήσουν επιτέλους, και θα παραδώσουν στην αιωνιότητα της ερωτικής indie δειλίας τη φράση «Tonight/When I Hold You In My Arms/ And I Prove That I Am A Man/Oh Well, I Hope You Understand». Υπάρχει κάποιος εκεί έξω που πιστεύει πραγματικά ότι ο David Gedge –ή, τέλος πάντων, ο ήρωας του τραγουδιού του, δηλαδή «το αγόρι που δεν μπορεί να περιμένει»/”This Boy Can’t Wait”– όντως της έδωσε και κατάλαβε όταν ήρθε το βράδυ; Ας είμαστε ρεαλιστές (που τραγουδάει και κάποιος άλλος, ο οποίος σίγουρα της δίνει και καταλαβαίνει): με τη φράση «ω, ελπίζω ότι θα καταλάβεις», δεν (καλο)πήδηξε ποτέ κανείς.
Περαιτέρω, το να προσπαθήσει να αποδείξει κάποιος ότι το indie rock, όπως αυτό οριοθετείται χρονικά και αισθητικά κύρια στη Βρετανία των mid-1980s/early-1990s (για να ξέρουμε για τι μιλάμε, τώρα που έχει εκφυλιστεί η ιερή, πανάρχαια τέχνη του subgenre), και όπως αυτό ευτύχησε να αλώσει μέχρι και την Αμερική των late ’00s στην τελευταία ουσιαστική του μέχρι σήμερα αναβίωση –δηλαδή μέχρι το πρώτο (αυστηρά) άλμπουμ των The Pains Of Being Pure At Heart– είναι 101% ασεξουαλικό, δεν εμπεριέχει την επιθυμία, έστω και στην πιο λανθάνουσα μορφή της, και πολύ περισσότερο δεν έχει προκαλέσει την έστω και διαλογικά ερωτική συνεύρεση δύο νέων (ως είθισται) ανθρώπων, είναι κάτι μάλλον ανόητο, όσο και καταδικασμένο σε αποτυχία.
Και τούτο διότι ακόμη κι εκεί όπου απουσιάζει ασφαλώς η κραυγαλέα επίκληση/πρόσκληση/ διαταγή προς το αντικείμενο του πόθου, όλο και θα βρεθεί μία ακόμη παραλλαγή της ιστορίας «αγόρι συναντάει κορίτσι», για να επιβεβαιώσει τη ρήση του Τζίμη Πανούση ότι ο διαχρονικός σκοπός της τέχνης είναι το να βγάλεις γκόμενα.
Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, είναι η αλήθεια, μέχρι ο βασικός υπεύθυνος για όλη αυτήν την ανυδρία να λύσει ρητά τον δήθεν γρίφο και να φωνάξει «Ι entered nothing and nothing entered me» (“You Have Killed Me”). Μέχρι τότε, η ενδελεχής μελέτη των στίχων του –κύρια με τους Smiths, και λιγότερο στα προσωπικά του άλμπουμ– πείθει από τη μία ότι εδώ δεν έχουμε ασφαλώς να κάνουμε και με τον Barry White, όμως το ερωτικό στοιχείο δεν απουσιάζει και απόλυτα από τον Μορισεϊκό πλανήτη. Όσο κι αν ο μοναδικός του πραγματικός κάτοικος επιμένει ότι η αποχή του από το σεξ είναι αντίστοιχη με εκείνη από το κρέας (σε αυτή την παρένθεση θα έπρεπε να υπάρχει κανονικά ένα χοντροκομμένο και πολιτικά μη ορθό αστείο).
Το ζητούμενο ασφαλώς δεν είναι αν τελικά ο Moz έχει επιθυμίες, αν τις ικανοποιεί και με ποιον τρόπο. Αυτό που αξίζει να αναζητήσουμε –έστω και σε ένα πλαίσιο αοριστίας και γενικεύσεων– είναι αν όντως μία μουσική φόρμα, κινούμενη στα ευρύτερα ροκ όρια, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ασεξουαλική, ακόμη και στα όρια της ασυνείδητης ανικανότητας ή αν τελικά οι ταγοί του ροκ είναι καταδικασμένοι στα ερωτικά πάθη, ακόμη και αν αυτά δεν είναι τόσο αχαλίνωτα.
Με μία εντυπωσιακά αψεγάδιαστη δισκογραφία κάτω από το όνομα των Felt, αποτελούμενη από 10 άλμπουμ σε λιγότερο από μία δεκαετία (και άλλα τόσα εξαιρετικά singles), ο κλισαρισμένα ιδιοφυής Lawrence εξερεύνησε, καθόρισε και τελικά εξάντλησε (γι’ αυτό και στα 1990s κατέστη ουσιαστικά συνειδητή καρικατούρα του προηγούμενου «καλού αυστηρού» εαυτού του) την τυπικά αόριστη indie αισθητική, από τη noise pop αφαιρετικότητα μέχρι το διάκενο προς τα εναλλακτικά anthems, που είναι μεγαλύτερα από τη ζωή του δημιουργού τους. Δεν είναι τόσο ότι δεν βρίσκει χρόνο να ερωτευτεί ή να επιθυμήσει στην αναζήτηση ανάμεσα στη σωστά σπασμένη χορδή και στο επόμενο εσωτερικά αρρωστημένο θέμα· είναι ότι με δόλο στεγνώνει τη μουσική του από οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει στον ακροατή έστω και μία υποψία από εκείνη την αναμφίβολα ευφορική διάθεση, που συνοδεύει κάθε τι το ερωτικό.
Στους στίχους του Morrissey, έστω και αν ο ίδιος δεν θα το παραδεχόταν, θα βρεις πολλές (και εύστοχες) ατάκες, για να απευθυνθείς μεθυσμένος και σε περασμένη ώρα προς το εν δυνάμει έτερόν σου ήμισυ. Οι κιθάρες του Johnny Marr, παρότι δεν φτιάχτηκαν με πρόθεση να προκαλέσουν ανατριχίλα σε κάθε παραφουσκωμένο καβάλο –και σε κάθε υγρή κρυφή περιοχή, αντίστοιχα– δεν γλιτώνουν εντούτοις από το να το πετύχουν και αυτό. Αντίθετα, το μουσικό, στιχουργικό, αλλά πάντως με ασυνείδητο τρόπο στημένο σύμπαν των Felt (καθώς ο Lawrence πάντα ήθελε και θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος) είναι εντυπωσιακά ανίκανο για τέτοιου είδους πράγματα.
Για να το κάνουμε λιανά, κανείς και ποτέ δεν (γ)καύλωσε (η παρένθεση είναι για εμάς τους Θεσσαλονικείς) ακούγοντας δίσκους με τίτλους όπως The Splendour Of Fear, στους οποίους υπάρχουν τραγούδια με τίτλους όπως “The Optimist And The Poet”. Σε κάθε επόμενο άλμπουμ, ο Lawrence έβαλε ως σκοπό τη σύζευξη της ποπ με κάποια άλλη από τις μεγάλες τέχνες που προηγήθηκαν εκείνης. Στον παραπάνω δίσκο σχεδόν εξάντλησε το ζήτημα της indie ποίησης, ενώ άλλες δουλειές του αντιμετωπίζουν το ζήτημα ποπ με αυστηρούς, σχεδόν αρχιτεκτονικούς κανόνες. Πού καιρός για έρωτες, επομένως; Τα αποτελέσματα πάντοτε εντυπωσιακά, η διαδραστικότητα συναισθημά- των εσώκλειστη με τρόπο που αγνοεί τις παρορμήσεις και αποφεύγει τα λάθη στα οποία παρασύρουν οι διαχύσεις, οι Felt πάντοτε αριστουργηματικοί, οι ακροατές τους πάντοτε προβληματισμένοι, ενίοτε και προβληματικοί.
Το ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα τουλάχιστον ζευγάρι εκεί έξω που ερωτεύτηκε, ίδρωσε, αντάλλαξε υγρά και συνεχίζει να συνδιαλέγεται ερωτικά, ορμώμενο από τους στίχους «Ι go into the pillow/ your head is underneath/there’s blood on your necks/ your burning inthe heat/ you open wide the sheets/ I slip in side/and you look so beautiful» (“September Lady”), οπότε θεωρεί χάσιμο χρόνου και έλλειψη γνώσης το να αναφερόμαστε στους Felt σαν μία γενικόλογα ασεξουαλική θεώρηση, όχι μόνο το αποδέχομαι, αλλά εύχομαι να είναι όντως έτσι και να υπάρχουν και πολλά περισσότερα τέτοια ζευγάρια, ώστε να μην έχουν καν λόγο ύπαρξης τα παραπάνω.
Από εκεί και πέρα το κυρίαρχο εκείνο συναίσθημα, που κυρίως συναντάται στους στίχους και στη φιλοσοφία της σκληροπυρηνικής indie pop γραφής –και που δεν μας επιτρέπει να δονηθούμε all night long με τις επιταγές και τα καλέσματά της– είναι αυτό της «ντροπής». Ή για να ακριβολογούμε της «ντροπαλότητας». Ή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, «του φόβου της χυλόπιτας». H γοητεία του ανικανοποίητου και η καταδίκη όχι απλά της ήσσονος, μα ακόμη και της ανύπαρκτης προσπάθειας, έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με έναν αχόρταγο σεξουαλικά rock ‘n’ roll κόσμο, που, είτε αναλώνει τις εμπνεύσεις του σε χίπικης προέλευσης παρτούζες, είτε ενδοσκοπεί βιομηχανικά σε απάτητα νερά σεξουαλικής ακρότητας και ανωμαλίας, δεν διαθέτει χρόνο για ενδοιασμούς: δεν έχει την αγωνία της απόρριψης ως προαπαιτούμενο της απόλαυσης.
Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, όμως, ορισμένες φορές οι έσχατοι τελειώνουν πρώτοι. Και κάπως έτσι τύποι σαν τον Jarvis Cocker, οι οποίοι σε πραγματικό χρόνο δεν θα μπορούσαν να σου φάνε τη γκόμενα ακόμη κι αν τους την πρόσφερες στο πιάτο, καταλήγουν μακρόπνοα να εξελίσσονται σε ιδιάζοντα σύμβολα μιας σεξουαλικότητας τόσο καταπιεσμένης, ώστε τελικά ξέσπασε με πολύ μεγαλύτερο κρότο από την οποιαδήποτε ερωτική κραυγή των περιβόητων groupies των (κάθε λογής) Led Zeppelin.
Στον μικρόκοσμο μετρημένων και εσωτερικής κατανάλωσης (ultra) indie label όπως η Marina Records, η ερωτική σημειολογία χτυπάει κόκκινο σε τραγούδια baroque pop κοπής όπως το υπέροχο “Two Cats On The Piano” των ιδιοφυών Bathers (το ιδανικό τραγούδι ενός drug-free Nick Cave, που όμως ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να το γράψει όταν «καθάρισε»). Το σημαίνον με το σημαινόμενο χάνονται και εναλλάσσονται αρκετές φορές στην πορεία, και τελικά ακόμη και η παραπάνω κλασική ιστορία με το αγόρι που συναντάει το κορίτσι τελειώνει υποχρεωτικά στη σκηνή που έχουν καταφέρει να βγουν χέρι-χέρι βόλτα στο πάρκο ή στην πόλη, χωρίς το παρακάτω να έχει και κάποια ουσιαστική σημασία.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή είναι απλώς μία θεμιτά ρομαντική θεώρηση των πραγμάτων, η οποία δεν απασχολείται με τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα, αλλά δεν είναι έτσι. Τα αληθινά indie kids γνωρίζουν πολύ καλά ότι σε τουλάχιστον μία φάση της ζωής τους είχαν –και ακόμη κι αν δεν είχαν, επεδίωξαν συνειδητά να έχουν– μια προβληματική θεώρηση στις σχέσεις τους με το άλλο (ή και το ίδιο) φύλο και μία κατ’ επιλογή (τις περισσότερες φορές) αποχή από τις αρετές όχι μόνο της σεξουαλικής πραγμάτωσης, αλλά και της ίδιας της κοινωνικοποίησης. Που αν μη τι άλλο είναι ομοίως πρωταρχικό ζητούμενο σε κάθε άλλο μουσικό μετερίζι.
Κάπως έτσι καταλήγουμε και πάλι στην κλισέ εικόνα του Morrissey, που πρώτος από όλους διέπραξε (τουλάχιστον τόσο επιδεικτικά) το προπατορικό indie αμάρτημα, ήτοι κλείστηκε μια και για πάντα (ως ένα σημείο τέλος πάντων) στο αέναα εφηβικό του δωμάτιο, και με ιδεολογική σύγχυση ανάμεσα στις προσταγές του Oscar Wilde και στις διαταγές των bullies του σχολείου, αφοσιώθηκε στη λατρεία των προσωπικών του εμμονών· και θεώρησε ως ικανό υποκατάστατο οργασμών και εκκρίσεων την αναγόρευση τους στα πλέον σημαντικά σύμβολα μίας καταδικασμένα αδιάφορης ζωής. Όλως «παραδόξως», βέβαια, πρωτεύουσα εμμονή στο Μορισεϊκό κελί υπήρξαν οι New York Dolls, τα μέλη των οποίων αντιμετώπιζαν το σεξ όχι ως στοιχείο της καθημερινότητας, αλλά ως την ίδια την καθημερινότητα. Όσοι ψυχολογούν ασυστόλως, θα βρουν εδώ μπόλικο έδαφος για να αναφερθούν σε υποκατάστατα, ανεπούλωτα τραύματα και στην εικόνα ενός κυρίου που αγγίζει παιδάκια σε πάρκα, πολύ πριν αυτά αποφασίζουν να γίνουν indie τραγουδοποιοί.
Όσοι πάλι επιμένουν στη θεώρηση των πραγμάτων μέσα από όσα μας διδάσκει η ροκ ιστορία, θα έχουν ίσως προσέξει ότι κάπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, τόσο στην Αμερική, όσο και στην Αγγλία, όταν δηλαδή εμφανίστηκε ό,τι ξέμεινε να αποκαλείται εναλλακτικό ή ανεξάρτητο ροκ –αρχικά ως punk, και στη συνέχεια σε διάφορες υποτροπιάζουσες μορφές– το πρώτο πράγμα που έπρεπε να αμφισβητηθεί ήταν οι βασικές δομές στις οποίες είχε χτιστεί το ροκ μέχρι τότε (ενώ ταυτόχρονα γινόταν προσπάθεια για την επιστροφή κάποιων άλλων). Η βασική εξ αυτών ήταν ασφαλώς το σεξ. Είτε μέσα από την αφηρημένη σεξουαλική επανάσταση των 1960s, είτε –κύρια– από τις ανερυθρίαστες σεξοναρκωτικές μηχανές των 1970s, το ροκ είχε όντως υποβαθμιστεί σε όχημα για να πηδήξει και να πηδηχτεί κανείς. Στα δε 1980s το όλο πράγμα γιγαντώθηκε, το σκληρό ροκ αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στους παραπάνω παραφουσκωμένους καβάλους (οι Judas Priest παραμέρισαν τη μυθολογία τεράτων και έγραψαν τραγούδι με στίχους «I’m your turbo lover/ better run for cover», για να καταλάβεις) και όλη η εμπροσθοβαρής (όπως Sabrina) ποπ της εποχής αναλώθηκε σε τσιχλοτραγουδάκια χωρίς μαγκιά και ήθος, αλλά με μπόλικη (γ)καύλα.
Ως αντίδραση περισσότερο (και κατά περίπτωση ως αντίπραξη), χωρίς κανονικότητα και χωρίς εσωτερική οργάνωση, στην αντίπερα πλευρά του ροκ και της ποπ εμφανίστηκε το αντίπαλο μοντέλο. Το οποίο, είτε μέσα από ανδρόγυνες φιγούρες αμφίσημης σεξουαλικότητας (Siouxsee, Annie Lennox, Tracey Thorn), είτε πολύ αργότερα μέσα από οργισμένα riot g(i)rrrls, που δεν απεμπολούσαν, αλλά και δεν πωλούσαν τη σεξουαλικότητά τους (Kathleen Hanna), αρνήθηκε με στέρεο και ευθύ τρόπο τη χυδαιότητα στην οποία μεταφράστηκε η έννοια της σεξουαλικής επιθυμίας στη μουσική των λευκών, ακόμη και με αντιδάνεια από τις σεξουαλικές μηχανές των μαύρων (όσο υπήρχαν ακόμη στεγανά).
Ανεξάρτητες μουσικές σκηνές εκτός του κυρίως ρεύματος της ροκ παραγωγής (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κλπ.) παρέδωσαν –πέριξ της παραπάνω λογικής– καλλιτέχνες και συγκροτήματα τα οποία καθόρισαν τη μελαγχολία και τη θλίψη ξεσκίζοντας τα σωθικά τους και όχι απλά μυξοκλαίγοντας για χαμένες γκόμενες ή παρακαλώντας για ένα ακόμη πιο υγρό γαμήσι. Μία και μόνο (αλλά προσεχτική) ματιά στη μουσική των Αυστραλών The Apartments του ιδιοσυγκρασιακού Peter Milton Walsh (που πάντως λατρεύτηκαν κύρια στη Ευρώπη και φέτος επέστρεψαν μετά από 18 χρόνια με έναν συγκλονιστικό δίσκο), καταδεικνύει ότι η απεξάρτηση του ροκ από τα ειωθότα πάθη, το καθοδηγεί –όταν ασφαλώς υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο σε ταλέντο και ψυχή– σε ακόμη πιο παθιασμένες μορφές, χωρίς να υποβιβάζει την αισθητική υποκειμένων και αντικειμένων αυτού.
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, η πρόσκαιρη απουσία ή ακόμη και η άρνηση της σεξουαλικότητας εντός των ροκ τεκταινομένων είναι όντως μία εξαίρεση, η οποία μάλιστα τις περισσότερες φορές αυτοαναιρείται. Παρά ταύτα, σε έναν ροκ κόσμο ανερμάτιστων σεξουαλικών ροκ και ποπ συμβόλων, στην παραζάλη deep house βογγητών και soft porno ερωτόλογων σε ζύμη γαλλικής προέλευσης, μία πιο σοφιστικέ προσέγγιση στην εμμονή της ερωτικής συναλλαγής είναι αναμφίβολα θεμιτή. Ακόμη και υπό την έννοια μίας συγκρατημένης απέχθειας προς τη συναισθηματική ερμηνεία και θεματολογία, που ούτως ή άλλως παραμένει κυρίαρχη (όσο κι αν καταλήγει επιτηδευμένη σε ορισμένες περιπτώσεις), εντούτοις είναι ικανή για τον τρίτο δρόμο προς το σεξουαλικό αδιέξοδο του κυρίως ρεύματος.
Αυτό που δεν έχει επιτευχθεί ακόμη στο πλαίσιο της ροκ και ποπ γραφής είναι ίσως ο περιβόητος αντιρομαντισμός, όπως επιχείρησαν να τον ορίσουν μεγάλοι κλασικοί σαν τον Prokofiev και να τον μεταφράσουν στα καθ’ ημάς μεγάλοι τολμηροί όπως ο Μάνος Χατζιδάκις. Μια τέτοια συζήτηση, όμως, ανήκει σε ένα επόμενο θεματικό τεύχος, που κατά το πιθανότερο δεν πρόκειται να κυκλοφορήσει ποτέ.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Σεξ και Μουσική
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ