Τι θα μπορούσε να είναι πιο απλό να κατανοήσει κανείς, από το να γράφουν οι άνθρωποι για αυτό που γνωρίζουν καλύτερα, τη ζωή τους. Αλλά αυτό το φαινομενικά απλό πράγμα, είναι κάθε άλλο παρά απλό, η πράξη αυτή της συγγραφής αποτελεί για τον συγγραφέα, τόσο θέμα παρατηρητικότητας και έρευνας, όσο μνήμης και περισυλλογής. Στα ελληνικά η λέξη «autos» σημαίνει «εαυτός», η λέξη «bios» σημαίνει «ζωή» και η λέξη «graphe» σημαίνει «γράφω». Αν βάλεις μαζί αυτές τις λέξεις σε αυτή τη σειρά, η λέξη που σχηματίζεται είναι “γράφω για τη ζωή μου” , ένας κατατοπιστικός ορισμός της αυτοβιογραφίας.
Λίλιαν Μπάτση, Βαρύτατο Τίμημα (1941- 1952)
Η Λίλιαν Μπάτση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929 σε μια εποχή πολυτάραχη για την Ελλάδα.H αυτοβιογραφία της ξεκινάει το έτος 1941, μέσα από το κείμενο της ξεπηδάει η μορφή ενός δυναμικού κοριτσιού που πάλεψε για την ελευθερια, μιας δραματικής γυναίκας και συζύγου που πρόλαβε για λίγο μόνο να ζήσει το όνειρο της δίπλα στον άνθρωπο της. Η μνήμη της ξυπνά για να αντιπροσωπεύσει γενικά, συγκεκριμένα και προσωπικά γεγονότα της ζωής της και αναδημιουργείται ως εξελισσόμενη διαδικασία της ιστορίας της.
Η εμπλοκή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημειώθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940, με την εναντίον της κήρυξη πολέμου από την Ιταλία. Από αυτή την ημερομηνία ξεκίνησε ο ελληνοιταλικός πόλεμος στα αλβανικά βουνά. Η γερμανική επίθεση, τον Απρίλη του 1941, προς συνδρομή των Ιταλών, κατέληξε στην κατάληψη της Ελλάδας και στο πέρασμα της χώρας στην περίοδο της Κατοχής, μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από πολλά δεινά για τον ελληνικό λαό, που δοκίμασε και αυτός με τη σειρά του τη ναζιστική “Νέα Τάξη”. Στην ξενική φασιστική κατοχή ο ελληνικός λαός απάντησε από την πρώτη στιγμή με δυναμική αντίσταση, που πήρε γρήγορα τη μορφή μιας τεράστιας λαϊκής εξέγερσης και συνένωσε στον κοινό αγώνα την πλειοψηφία των Ελλήνων. Αντιστασιακές οργανώσεις έδρασαν στα βουνά και στις πόλεις της Ελλάδας και επέφεραν πλήγματα στις δυνάμεις κατοχής.
` Ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στο βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά. Το Σεπτέμβριο του 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Mέτωπο (Ε.Α.Μ), που συγκροτήθηκε από το Κ.Κ, με τη σύμπραξη άλλων, μικρότερων σοσιαλιστικών κομμάτων αλλά και μαζική συμμετοχή μη κομμουνιστών πολιτών το οποίο αποτέλεσε τη μαζικότερη αντιστασιακή οργάνωση της Kατοχής . Στόχοι του, η οργάνωση της αντίστασης κατά του κατακτητή και η εξασφάλιση της δυνατότητας στον ελληνικό λαό να αποφανθεί για τον τρόπο της μεταπολεμικής του διακυβέρνησης. Το στρατιωτικό σκέλος του Ε.Α.Μ. αποτέλεσε ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.), που η δράση του άρχισε το Φεβρουάριο του 1942.
Το 1944 η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία. Στο αμέσως επόμενο της απελευθέρωσης (18 Οκτωβρίου 1944) διάστημα, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συγκλονίστηκε από σοβαρότατες αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ευρεία κοινωνική και πολιτική αναταραχή σε ολόκληρη τη χώρα και οξύνονταν ακόμα περισσότερο με την ανοιχτή και συστηματική παρέμβαση των Βρετανών, που ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν το ζήτημα σύμφωνα με τις πολιτικές τους βλέψεις.
Ο λαός που υπέφερε στην κατοχή δεινοπαθεί για άλλη μια φορά. Ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελεί την κορυφαία ίσως αντιπαράθεση στην ελληνική κοινωνία μέσα στον εικοστό αιώνα. Νέες καταστροφές και νέοι νεκροί προστέθηκαν σε εκείνες του πολέμου και της Κατοχής και μάλιστα ακόμα πιο οδυνηρές, αφού οφείλονταν σε ελληνικά χέρια. Έλληνες δολοφονούσαν Έλληνες. Το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο. Η χώρα θα ρημάξει κυριολεκτικά στα τρία-τρεισήμισι χρόνια της αντιπαράθεσης. Η τραγωδία συνεχίζεται τα επόμενα χρόνια με χιλιάδες φυλακίσεις στρατιωτών και με μαζικές εξορίες. Ο εμφύλιος πόλεμος ρήμαξε τη χώρα και δηλητηρίασε τις σχέσεις των Ελλήνων για πολλά χρόνια.
Είναι αξιοσημείωτο το πώς η Λιλιαν Καλαμάρο οργανώνει, προβάλλει και ξαναζεί την παιδική της ηλικία μέσα από την ωρίμανση της. Αναδημιουργεί την ατμόσφαιρα με αυθορμητισμό και απλότητα με μια ρητορική στρατηγική μέσα στο παρόν και βάση των αναγκών του παρόντος προσπαθεί να μας δώσει την εικόνα και αντανάκλαση εκείνης της εποχής μέσα στο βάθος του χρόνου. Η Λίλιαν Καλαμάρο μας μεταφέρει στα δώδεκα της χρόνια, τον Απρίλη του 1944 όταν οι Γερμανοί εισέρχονται στην Αθήνα και υψώνουν την σβάστικα. Η πείνα, η εξαθλίωση, η τρομοκρατία, η καταστροφή και η κοινωνική τυραννία κυριαρχούν.
Οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος με την τραυματική εμπειρία της σκλαβιάς και της υποδούλωσης εκφράζονται με την παιδικότητα και αθωότητα ενός παιδιού που δεν θα μπορεί πλέον να αγοράσει σοκολάτες. Δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της ως μαριονέτα των Γερμανών και έτσι οι αντιδράσεις και οι πράξεις του ελληνικού λαού την ωθούν το 1942 να γίνει μέλος του ΕAΜ θέλοντας να παλέψει για την πατρίδα της, να αγωνιστεί για την ελευθερία, να πολεμήσει για την κοινωνική δικαιοσύνη ενάντια στον οικονομικό μαρασμό, τη βία, τις αρρώστιες, τον θάνατο, τις φυλακίσεις και τις εκτελέσεις. Δόθηκε στον αγώνα για την ελευθερία με τόλμη, ενθουσιασμό και υπερηφάνεια αψηφώντας τον κίνδυνο πάντα με την παιδιάστικη σοβαρότητα της και προβάλλοντας έντονα στοιχεία ιδεολογικής ταύτισης με τον στόχο που είχε.
Στο πρόσωπο του Δήμου, ενός συναγωνιστή της που ήταν στην ίδια ομάδα σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών συνάντησε τον πρώτο της έρωτα. Μέσα από την αφήγηση της γίνεται αντιληπτή η απόκτηση μιας νέας ταυτότητας, το σώμα της συμμετέχει ενεργά αφού της ξυπνάει συναισθήματα του παρελθόντος με λόγια και στιγμές ερωτικές. Ταυτίζεται με τον αγώνα ο οποίος γίνεται στόχος της ζωής της, παρόλα αυτά όμως αισθάνεται διχασμένη ανάμεσα στην αγωνιστική της ταυτότητα και την αστική της προέλευση σαν κόρη βιομήχανου. Αναφέρει έντονα το χάσμα που χωρίζει τους αρχηγούς της οργάνωσης με τους συντρόφους και συναγωνιστές της που τύχαινε να ανήκουν σε ανώτερες αστικές τάξεις όταν αυτοί καταδίκαζαν σε θάνατο για προδοσία μεγαλοαστούς. Αυτές οι πράξεις των ανωτέρων της, της προκαλούν ανασφάλειες, φόβο και έντονο θυμό μη μπορώντας να δεχτεί και να συμφωνήσει με αδικίες που αφορούσαν ανθρώπινες ζωές. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η οργάνωση στρεβλώνει την ψυχή και το σώμα των αγωνιστών της μετατρέποντας τους σε φονιάδες και έτσι μέσα από την αφήγησή της γίνεται πολλές φορές φανερό ότι αποστασιοποιείται από το Κόμμα και τον Ε.Α.Μ.
Η μνήμη της κατοχής και ταυτόχρονα μιας διαδήλωσης της ΕΠΟΝ χρησιμοποιείται για να διευρύνει τα περιθώρια στο επίπεδο του λόγου και των αναπαραστάσεων για την απόδοση των ακραίων εκφράσεων βίας και τα περιθώρια συγκρότησης μιας γυναικείας αγωνιστικής και πολιτισμικής ταυτότητας που το σώμα έχει κυρίαρχο λόγο. Η καταγωγή της Λίλιαν ήταν εβραϊκή, αυτό την έκανε να νιώθει μολυσμένη και μιασμένη την περίοδο που οι Γερμανοί ήθελαν να εξαφανίσουν όλους τους Σημίτες από προσώπου γης έτσι οι Έλληνες για να τους προστατέψουν ώστε να μην σταλούν σε στρατόπεδα εργασίας πραγματοποιούσαν όλο και περισσότερους μεικτούς γάμους. Η Λίλιαν αυτοπαρουσιάζεται και αυτοπροσδιορίζεται κατονομάζοντας πρόσωπα και γεγονότα, η προσωπική ματιά και το έντονο υποκειμενικό στοιχείο είναι έκδηλα. Δημιουργεί την προσωπική της ταυτότητα σε βάθος χρόνου που αποτελεί μια διαδικασία αεροκατασκευής και αυτοανακάλυψης. Τον Μάιο του 1944 αποφασίζει να φύγει για τη Μέση Ανατολή όπου δεν θα αντικρίζει πια Γερμανούς και θα φωνάζει υπερήφανα και ελεύθερα πως είναι Εβραία ίση και όμοια με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Το ταξίδι της ‘’προσφυγιάς’’ με αρχικό προορισμό το Καρακόλι της Τουρκίας μετατρέπεται σε κόλαση. Σ’ αυτό το σημείο η Λίλιαν επανακτά και επανεργοποιεί την μνήμη της με το σώμα της το οποίο πάσχει και υποφέρει. Οι συνθήκες είναι δυσβάστακτες, περιέρχεται σε απελπισία και χάνει το κουράγιο της ταλαιπωρημένη, διψασμένη, ανήμπορη και χτυπημένη. Επόμενος σταθμός στο ταξίδι είναι ο Τσεσμές, η Σμύρνη και από εκεί το Χαλέπι της Συρίας όπου οι ελπίδες για ελευθερία, ζωή και βοήθεια στην πατρίδα ξαναζωντανεύουν μέσα από τις κακουχίες και τη σωματική δυσανεξία. Στο Χαλέπι της Συρίας μεταφέρθηκαν στον «Τούρκικο Στρατώνα» όπου ανακρίθηκαν από τους Άγγλους τους οποίους θεωρούσαν αρχικά ως φίλους που θέλουν να βοηθήσουν για την λευτεριά της πατρίδας. Πέρασε πολλές ανακρίσεις και απομονώσεις σαν ύποπτη εφόσον υπήρξε μέλος του ΕAΜ .Σκοπός των Άγγλων ήταν να πάρουν πληροφορίες για τον αγώνα, τα στρατόπεδα, και τους αρχηγούς ώστε να τα καταστρέψουν. Με το τέλος των ανακρίσεων φεύγουν για το Νουσεράιτ της Γάζας.
Η σωματική διάσταση είναι φανερή σε ολόκληρη την αυτοβιογραφία. Στο ταξίδι της με προορισμό το Νουσεράιτ γίνεται έντονη αναφορά σε ζητήματα σεξουαλικότητας και τις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Αντικρίζει αντιλήψεις και μοντέλα σώματος διαφορετικά από τη μορφή που είχε στο μυαλό της και στον κύκλο των φίλων και γνωστών της τα οποία την παρασέρνουν και την οδηγούν σε ερωτικές φαντασιώσεις. Τελευταίος προορισμός της περιπέτειας της ήταν το Κάιρο όπου μετά από τρεισήμισι μήνες περιπλάνησης ένας καινούργιος κόσμος ξετυλίγεται μπροστά της, μια αληθινή Βαβέλ όπως την χαρακτηρίζει. Στο Υπουργείο της Βασιλικής Ελληνικής Πρόνοιας, την κυβέρνηση της εξορίας την υποδέχεται ο πατέρας της μαζί με τον Υπουργό. Η ζωή μέσα στην καρδιά του αγώνα των ελεύθερων ανθρώπων παρουσιάζεται πλούσια γεμάτη με διασκεδάσεις, δείπνα και χορούς. Τέλη Νοεμβρίου του 1944 φτάνει μαζί με τον πατέρα της και τους μεγάλους υπαλλήλους της ελληνικής κυβέρνησης στον Πειραιά την περίοδο που η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη με πάμπολλες απώλειες του ελληνικού λαού.
Μέσα από την αφήγηση της η Λίλιαν αποκτά μια νέα υποκειμενικότητα και προσωπική ταυτότητα. Με την επιστροφή της στην πατρίδα διαπιστώνουμε την συνειδητή ταύτιση της με το συλλογικό υποκείμενο του Έθνους. Η χαρά και ο ενθουσιασμός της όμως δεν κράτησε πολύ αφού λίγες μέρες αργότερα σηματοδοτήθηκε η έναρξη των Δεκεμβριανών και προοίμιο του Εμφυλίου πολέμου από τους πυροβολισμούς των κυβερνητικών και Αγγλικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στους κομμουνιστές αντάρτες του ΕΑΜ και Ε.Λ.Α.Σ. με σκοπό τον αφοπλισμό τους. Ζητούσαν να αποχωρήσουν οι Άγγλοι οι οποίοι από την πλευρά τους υποστήριζαν ότι ευθύνονται για την αποχώρηση και ελευθερία της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Οι Άγγλοι που ήρθαν στην Ελλάδα σαν ελευθερωτές κατέληξαν να κυκλοφορούν με πολυβόλα έτοιμοι να σπείρουν τον θάνατο. Υπό αυτές τις συνθήκες η Λίλιαν εξηγεί, επαναξιολογεί και επανερμηνεύει πως ξεκίνησε μια μάχη διαφορετική από τον κατοχικό αγώνα με καθημερινές απώλειες, βία, κοινωνική και πολιτική αναταραχή σε ολόκληρη τη χώρα και έναν λαό που δεινοπαθεί. Με τη συνθήκη της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945 οι αρχηγοί του κόμματος και του ΕAΜ φύγανε για Παρίσι ενώ οι υπόλοιποι έμειναν έχοντας στην πλάτη τους όλο το μίσος της αντίδρασης. Η χώρα θα ρημάξει κυριολεκτικά τα χρόνια της αντιπαράθεσης και θα δηλητηριάσει τις σχέσεις των Ελλήνων για πολύ καιρό.
Τον Φεβρουάριο του 1945 μετά από παρότρυνση του πατέρα της περνά στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και εκεί οι φοιτητές χωρίζονται σε αριστερούς και δεξιούς κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την επικράτηση του χάους. Έτσι η Λίλιαν εγκαταλείπει για άλλη μια φορά την πατρίδα της τον Ιούνιο του 1946, αυτή τη φορά με προορισμό το Παρίσι όπου σπούδασε Βιολογική Χημεία και έπειτα ακολούθησε μετεκπαίδευση στην Σουηδία. Όλες οι πραγματικές ή λανθασμένες ανακλήσεις του παρελθόντος μας δείχνουν ότι η ιστορία πλάθεται πάνω στα ενδιαφέροντα της και αφορούν τις επιδιώξεις της για τη σύσταση της προσωπικότητας της στο παρόν.
Με την επιστροφή της στην πατρίδα το 1949 γνωρίζει τον Δημήτρη Μπάτση, δικηγόρο και οικονομολόγο της κομμουνιστικής αριστεράς και εκδότη του περιοδικού «Ανταίος» ο οποίος έγινε για την Λίλιαν η «Λυδία λίθος» της όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ζώντας μαζί του κάτι πρωτόγνωρο, η ευτυχία της διαγραφόταν στο πρόσωπο του με τον οποίο στις 8 Οκτωβρίου του 1951 και παντρεύτηκαν. Μεγάλης σημασίας εδώ είναι η επιλεκτική λήθη, η επιλεκτική διατήρηση του παρόντος και η επιλεκτική απενεργοποίηση της μνήμης της εφόσον στην αυτοβιογραφία της αποφεύγει να αναφέρει πως ο Δημήτρης Μπάτσης υπήρξε παντρεμένος και αυτή διατηρούσε εξωσυζυγική ερωτική σχέση μαζί του. Γίνεται κατανοητό πως η αλήθεια του εαυτού είναι άρρηκτα δεμένη με το μύθο που πλάθει και οικοδομεί η αυτοβιογράφος για τον εαυτό της. Δεκαπέντε μέρες μετά τον γάμο τους ο Δημήτρης Μπάτσης εξαφανίζεται και η Λίλιαν περνά ώρες αγωνίας. Ο Δημήτρης Μπάτσης συνελήφθη από την Γενική Ασφάλεια Πειραιώς, έχοντας προδοθεί από έναν ναυτικό που του πήγαινε λεφτά τα οποία τα έδινε στον παράνομο μηχανισμό του κόμματος, σε συγγενείς κρατουμένων και στην ΕΔΑ. Η Λίλιαν Μπάτση αναφέρει πως ζήτησε την βοήθεια του πατέρας της ο οποίος είχε επιρροή με το δεξιό κόμμα και έτσι συνάντησε τον Υπουργό Εσωτερικών Ρέντη ο οποίος την πληροφόρησε ότι ο σύζυγος της ήταν μέλος μιας σπείρας προδοτών που στόχευαν να ρίξουν την κυβέρνηση. Ο Υπουργός την ενημέρωσε επίσης πως για να μπορέσει να ελευθερωθεί θα έπρεπε να δηλώσει μεταμέλεια και υπακοή στη δεξιά. Προσπάθησε αλλά δεν μπόρεσε να τον σώσει.. Τον παρακάλεσε , να βάλει στην απολογία του “νερό στο κρασί του.” Να πει πως θα πάει στην Κορέα να πολεμήσει τους κομμουνιστές, αν και η ίδια γνώριζε πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό, αφού ο σύζυγος της δεν θα μπορούσε να προδώσει τις ιδέες του να χάσει το κύρος της γνώμης του και την προσωπικότητα του, παρόλα αυτά θα μπορούσε να το κάνει μόνο για χάρη της όπως και συνέβη. Μεταγενέστερα είναι φανερό πως δεν την ενδιαφέρει το Κόμμα, η εμπειρία της από τον αγώνα, η δράση της και τα γεγονότα που την σημάδεψαν αλά μόνο ο Δημήτρης Μπάτσης και τα συναισθήματα που τρέφει για αυτόν με εμφανή την υποκειμενικότητα στην αναδημιουργία και τον τελικό απολογισμό της ιστορίας της ζωής της διαμορφώνοντας την.
Στη δίκη για «έσχατη προδοσία» στις 15 Φλεβάρη το 1952 ο Δημήτρης Μπάτσης υποστήριξε πως αν του χάριζαν τη ζωή θα πήγαινε στην Κορέα να πολεμήσει με το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα για τους Αμερικάνους. Από την μεριά της η σύζυγος του ένιωθε απελπισμένη προσπαθώντας να βοηθήσει. Η δίκη παρομοιάζεται με θανατερό πανηγύρι και οι Αμερικάνοι από την μεριά τους ήθελαν να τους στήσουν στον τοίχο. Η αγόρευση του Βασιλικού επίτροπου Αθανασούλη ήταν τρείς φορές εις θάνατον, και αυτή αφορούσε πέρα από το Δημήτρη Μπάτση και άλλους επτά. Με τη λήξη της δίκης στάλθηκαν στο Συμβούλιο Χαρίτων, όπου και στις 28 Μαρτίου βγήκε η απόφαση για εκτέλεση του Δημήτριου Μπάτση, του Νίκου Μπελογιάννη, του Ηλία Αργυριάδη και του Νίκου Καλούμενου. Ο κόσμος από κάθε μέρος της γης τις επόμενες μέρες ξεσηκώθηκε για να σταματήσει την εκτέλεση, ώστε να μην χυθεί άλλο αίμα λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαρτίου στο Γουδί. Πόνος, δυστυχία και απόγνωση κατέκλυσαν την Λίλιαν Μπάτση, όπως και ένα μέρος του πληθυσμού αλλά και οι εφημερίδες εναντιώθηκαν στις εκτελέσεις αυτές, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για πολιτικό ποδόσφαιρό με ανθρώπινα κεφάλια. Την επόμενη κιόλας μέρα καταργήθηκε το Στρατοδικείο, οι δηλώσεις μετάνοιας και τα παραπτώματα των αριστερών δικάζονταν μόνο στα πολιτικά δικαστήρια. Για την Λίλιαν Μπάτση η ζωή μετά τον χαμό του συζύγου της κύλησε ανυπόφορα, μίζερα και χωρίς σκοπό ώσπου αποφάσισε να φτιάξει ξανά την ζωή της φεύγοντας στην Κένυα τον Αύγουστο του 1954 με έναν άντρα που θαρραλέα την παντρεύτηκε.