Και είδα μια μάνα να «φλέγεται» και να ζητά δικαίωση, είδα στα μάτια της τον γιό της, είδα τον αβάσταχτο πόνο που κρύβει η άδικη και ξαφνική απώλεια. Είδα πως είναι να διψάει η ψυχή για λύτρωση, πως είναι να αγωνίζεσαι μόνος με σφιχτή γροθιά για χρόνια. Μια εικόνα που δε θα ξεχάσω ποτέ, για πρώτη φορά η τηλεόραση κατάφερε να μου προκαλέσει τόσα συναισθήματα, βαθιά, αγνά και ειλικρινή. Ανατριχίλα σε αυτό το βροντερό «γιέ μου» που έβγαινε από τα σπλάχνα και έκρυβε όλη την οδύνη των μανάδων που έχασαν τα παιδιά τους, εκείνη την ώρα σείστηκε η γη, ράγισαν οι πέτρες, τα δάκρυα να τρέχουν ασυναίσθητα ποτάμι μπροστά στην πιο αληθινή και σπαρακτική εικόνα. Και έπειτα η λαοθάλασσα, που ήταν εκεί στο πλευρό της, μέχρι να βγει επίσημα η απόφαση της δικαίωσης και έπειτα οι κραυγές χαράς στο άκουσμα της απόφασης που τόσο άργησε…
Στο πρόσωπο αυτής της μάνας, βρήκαμε την μάνα μας, τόσο οικείο και λατρεμένο πια μας φαινόταν το πρόσωπο της και αυτή η έρμη η δημοκρατία δικαιώθηκε κοντά της, αφού πρώτα έγινε λαϊκή απαίτηση. Εκείνη τη μέρα δόθηκε το πρώτο μάθημα στα ανορθόγραφα μυαλά και στις αδιάβαστες συνειδήσεις, δόθηκε άσπρο μαντήλι σε ματωμένα χέρια. Και πήραμε ανάσα και ήταν ο ήλιος πιο καυτός σχεδόν ενοχλητικός και τα περιστέρια λευκότερα. Έτσι, κερδίζονται οι μάχες και οι φουρτούνες με σφιχτές γροθιές και λαοθάλασσες με σύμπνοια και κοινό προορισμό. Έτσι νικιέται ο φασισμός και το έγκλημα, με ομόνοια, με δημοκρατία, με δικαιοσύνη, ό,τι βρωμάει και ζέχνει, ό,τι έχει φόβο, βία, φόνο, ρατσισμό και μίσος δεν χωρά ανάμεσα σε αυτό το πλήθος.
Τα περιστέρια λευκότερα σαν να ξεπλύθηκαν από το φως του ήλιου εκείνης της μέρας και γέμισα ελπίδα πως κάτι καλά πηγαίνει, είμαστε πολλοί, και μας είδα έστω από την οθόνη της τηλεόρασης και μας χάρηκα και δεν ένιωσα μόνη και ένιωσα κάτι απερίγραπτο που είχα να το νιώσω από παιδί, όταν είχα πρωτοξεκινήσει να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Και ημέρευσα όπως ημέρευσε και η ψυχή μου, ένα κουρασμένο χαμόγελο στα χείλη αλλά ήταν χαμόγελο. Πόσο δρόμο έχουμε ακόμα θεέ μου; Πόση επαγρύπνηση; Nα προσέχουμε να μην αποκοιμηθούμε, να μην κλείσουν τα μάτια από την κούραση, το κακό ακόμα παραμονεύει.
Εκείνο που κρατώ σαν φυλαχτό είναι η πρώτη αντίδραση, το πρώτο μούδιασμα σαν τσίμπημα στην καρδιά μπροστά στην εικόνα εκείνης της μάνας, της μάνας του Παύλου Φύσσα, της δικής του μάνας και λίγα λευκά περιστέρια.