Απόσπασμα από το βιβλίο “Μ’ ακούς;”, Εκδόσεις ΙΣΗΓΟΡΙΑ
Ο Σίσυφος δε φτάνει ποτέ στην κορυφή του λόφου, στο τέρμα της διαδρομής. Όταν όλα είναι άπειρα, πώς γίνεται η συγκεκριμένη διαδρομή να μην είναι; Δεν υπάρχει τερματισμός παρ’ εκτός αν τον επινοήσουμε εμείς. Σαν έναν δρομέα, που του έχει δοθεί σημείο τερματισμού. Σκεφτείτε τι θα γίνει. Θα τρέχει μέχρι να πεθάνει. Όταν πεθάνει, θα δημιουργήσει αναγκαστικά ένα τέρμα, προσωπικό. Οπότε, αν μπορούσε να ζητήσει κάτι αυτός ο δρομέας, ξέροντας πως, όταν τρέχει ζει κι όταν τερματίσει θα είναι ήδη νεκρός, θα ζητούσε να τρέχει το δυνατό περισσότερο, για να επιμηκύνει τη ζωή του. Στον μύθο, δεν υπάρχει συγκεκριμένο σημείο που ο Σίσυφος χάνει τον έλεγχο της πέτρας. Υποθέτω (για να μην πω ότι είμαι σίγουρος) πως κάθε φορά, πηγαίνει την πέτρα λίγο πιο πάνω, σε νέο εμπόδιο, χάνει τον έλεγχο και επιστρεφει στους πρόποδες. Κατεβαίνοντας δεν είναι παράλογος, γιατί δεν κατεβαίνει απλώς. Η κάθοδος αυτή, είναι ακόμη μια προσπάθεια, εξίσου επίπονη, με την άνοδο. Δεν έχει την πέτρα στα χέρια πλέον, όμως πρέπει να θυμηθεί. Να κρατήσει στη μνήμη του το νέο εμπόδιο , να επεξεργαστεί και να βρει τον τρόπο να το ξεπεράσει. Ο Σίσυφος, έπειτα από τις τόσες προσπάθειες είναι πλέον γυμνασμένος, σχεδόν χωρίς καθόλου λίπος, γεμάτος ισχυρούς μύες και με μυαλό ακονισμένο. Ο Σίσυφος, υπηρετεί το παράλογο του Camus μόνο όταν καθώς κατεβαίνει, δεν προσπαθεί να θυμάται, όταν αφήνεται στη λήθη και έτσι χάνει την ανάμνηση της νέας του κατάκτησης. Η μνήμη κατά την κάθοδο είναι που μετατρέπει τον παραλογισμό του σε σοφία. Πολύ καλώς επιμένει στο μαρτύριο του ο Σίσυφος. Είναι ο δρομέας, που μέσω της Μνήμης επιμηκύνει τη ζωή του, τη ζωή της οντότητας που εμπεριέχεται και κατά συνέπεια επιβραδύνει τον θάνατο.
Ο Σίσυφος εύχεται να μη φτάσει ποτέ στην κορυφή του λόφου.