Όταν αναπολεί κάποιος στιγμές από την παιδική του ηλικία, σίγουρα το μυαλό του θα πάει στις γιορτές των Χριστουγέννων, σε στιγμές ευχάριστες αλλά και δύσκολες. Οι μέρες αυτές κουβαλούν αναμνήσεις όμορφες, σαν ένα βιβλίο με τις σελίδες του γεμάτες αγάπη, κάλαντα ή κόλιαντα, όπως λέγονται στη Σιάτιστα, κεράσματα, ανθρώπους και ιστορίες που πλημμυρίζουν τα μάτια με δάκρυα νοσταλγίας.
Τα Χριστούγεννα παλιά ξυπνούν αναμνήσεις , ζωντανεύουν θύμησες και κάνουν το τώρα να φαίνεται τόσο διαφορετικό. Παρ’ ‘ολες τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος, η ιστορία ενός τόπου μένεις αναλλοίωτη και ζωντανεύει με την κάθε ευκαιρία. Ήθη και έθιμα που κρατούν ζωντανό το παρελθόν, φέρνουν αναμνήσεις στους μεγαλύτερους και χρέος να διατηρηθεί ζωντανή αυτή η παράδοση στους νεότερους.
Τα Χριστούγεννα στη Σιάτιστα σημαίνουν παράδοση, έθιμα όπως οι Κλάδαριές, τα Κόλιαντα, παραδοσιακά γλυκά και φαγητά, γεύσεις και αρώματα που μοσχοβολούν σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά, ήχους και φωνές με αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο που η παράδοση τον ξεχωρίζει.
Η Καλλιόπη Μπόντα, η Σουζάννα Παπαναούμ – Σιάπαντα και η Αικατερίνη Ζωγράφου, τρεις κυρίες με δυναμισμό, εκπαιδευτικοί στο επάγγελμα, που τους διακρίνει η αγάπη για τον τόπο τους, με πλούσια δράση και συγγραφικά έργα σχετικά με την ιστορία και την παράδοση της Σιάτιστας, θυμούνται στιγμές από το παρελθόν και μας αφηγούνται αυτήν την ιστορία που έχει χαραχτεί τη μνήμη τους.
Τα Κόλιαντα στη Σιάτιστα
Είχαμε πάρει την απόφασή μας. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των δικών μας, θα πηγαίναμε και φέτος να πούμε τα κόλιαντα. Ξεκινήσαμε στις 5 το πρωί. Πήγαμε σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς, αλλά και σε σπίτια συγγενών μας σε άλλες γειτονιές. Αφού λέγαμε το τραγούδι που άρμοζε στην κάθε οικογένεια, μας έδιναν τα κόλιαντα, που ήταν κάστανα, καρύδια, φιρίκια, κολιαντίνες, μουστοκούλουρα. Οι πιο κοντινοί συγγενείς μάς έδιναν και σαλιάρια και βέβαια όλοι μας εύχονταν «και τα χρονάκια σας». Εκείνη τη χρονιά για πρώτη φορά πήγαμε για κόλιαντα και στον καθηγητή Καπνουκάγια. Του είπαμε το τραγούδι που άρμοζε σε κάθε μορφωμένο, «Γραμματικός εκάθονταν». Μας υποδέχτηκε χαμογελαστός, και πέρα από τα γνωστά κόλιαντα μας έδωσε και χρήματα. Καθώς φεύγαμε στρέφαμε το κεφάλι μας πίσω και ρίχναμε κλεφτές ματιές. Παρατηρήσαμε πως στέκονταν ακόμα στην πόρτα και μας κοίταζε. Κατά την επιστροφή μας μιλούσαμε συνέχεια γι’ αυτόν και τη συμπεριφορά του. Αναρωτιόμασταν μήπως κάναμε λάθος που πήγαμε. Όμως, φάνηκε πως αυτό του έδωσε χαρά. Το θέμα μάς απασχόλησε κάποιες ημέρες, μέχρι που ξεχάστηκε. Τις απόψεις του καθηγητή Καπνουκάγια για τα κόλιαντα τις έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα το βιβλίο του Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ όπου, μεταξύ άλλων, γράφει: Ο νεωτεριστής, αμέσως θα πει: Είναι εντροπή να στέλνωμεν τα παιδιά μας με το χειμερινό πρωινό χιονικό κρύο, να ζητούν «κόλιαντα». Την επαιτείαν θα επαναφέρωμεν; Αλλά, εάν ήξεραν πόσον υγιεινόν είναι δια τους μικρούς – το παρηκολούθησα και εκ πείρας το ξέρω- το πρωϊνό ξύπνημα και το υπό την τσουχτερή ψύχρα περπάτημα των μικρών με τους ομηλίκους των, δεν θα συνηγορούσαν εις την κατάργησιν του εθίμου. …Αυτό το πρωϊνό νυχτοπερπάτημα των μικρών είναι διδακτικώτατον κοινωνιολογίας μάθημα.
Όταν γυρίσει σπίτι, θα τον ερωτήσουν οι γονείς, οι αδελφοί, αι αδελφαί και ει τις άλλος, σε ποιό σπίτι πήγεν, τι τους έδωκαν, πως τους εδέχθησαν και τότε θα ιδούν, εάν ο μικρός διηγήται ελεύθερα, έχει λεκτικόν πλούτον, είναι φαντασιώδης, ή φιλαλήθης και εν τέλει, όταν μεγαλώσει θα έχει την ενεξίτηλον αυτήν ανάμνησιν της παιδικής του ζωής, ως χρονικόν αφετηρίας του βίου του όριον.
Καλλιόπη Μπόντα
Χριστούγεννα αλλιώς
Αρχές της δεκαετίας του’50 οι απαιτήσεις της ζωής έφεραν την οικογένειά μου στα Σέρβια, που τον Μάρτη του 1943 η ιταλική μεραρχία Penarolo είχε φροντίσει να τα μετατρέψει σε «νεκρή ζώνη» ως τιμωρία για το κάψιμο της γέφυρας του Αλιάκμονα από αντιστασιακούς της περιοχής, γεγονός που την εμπόδισε να βοηθήσει τους Ιταλούς στη μάχη του Φαρδύκαμπου.
Χριστούγεννα στα Σέρβια της δεκαετίας του ’50 στο σπίτι που νοικιάζαμε άκουγα τη Σιατιστινή μητέρα μου να λέει ιστορίες για κόλιαντα, ιτζιούκια, μουστουκούλουρα, τζιουμάκες κι ένας κόμπος στο λαιμό δεν έλεγε να φύγει, γιατί είχα τζιουμάκα, αλλά δεν είχα συγγενική ή φιλική πόρτα να χτυπήσω. .
Και τότε… η γειτόνισσά μου η Βάλια με φώναξε να πάω μαζί της να πούμε τα «κάλαντα» στη θεία της την Πόπη.
Ακολούθησα μουδιασμένη, θα πήγαινα σε ένα «ξένο» σπίτι. Ένα σπίτι κοντά στην Κεντρική Πλατεία. Πήγαμε και χτυπήσαμε την πόρτα. Μια αρχοντική, γλυκιά μορφή μας άνοιξε. Μας χάρηκε και μας δώρισε . Ναι, είχε δωράκι και για μένα, το «ξενάκι». Κοιτούσα έκπληκτη, δεν το περίμενα! Η κυρία Πόπη με αγκάλιασε τρυφερά λέγοντας: κι εσύ παιδί δικό μας είσαι. ΤΟΤΕ ΕΝΟΙΩΣΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Η φροντίδα και η καλοσύνη της Σερβιώτισας έφερε τη χαρά της Γέννησης στην καρδιά μου.
Αικατερίνη Ζωγράφου
Πικέρμι 14-11-2020
Σιάτιστα – Κλαδαρ’ές
Η πρώτη γιορταστική εκδήλωση του Δωδεκαημέρου στη Σιάτιστα, είναι το άναμμα της κλαδαριάς την 23η Δεκεμβρίου. Η προετοιμασία άρχιζε περίπου στα τέλη Νοεμβρίου. Τα παιδιά κάθε γειτονιάς σχημάτιζαν ομάδες και ξεχύνονταν στ’ αμπέλια όπου μάζευαν ξερά χόρτα και φρύγανα (στη Χώρα τα ονόμαζαν «λόζιο», στη Γεράνεια «φουρφούρια»). Τα φόρτωναν σε ζώα και μόλις έφταναν στη Σιάτιστα τα αποθήκευαν σε κάποια αχυρώνα την οποία φύλαγαν καλά, μήπως μια αντίπαλη ομάδα πάρει για λογαριασμό της κάποια ποσότητα. Την άνοιγαν μόνο στις 23 Δεκεμβρίου για το στήσιμο της κλαδαριάς, που γινόταν ως εξής:
Σ’ ευρύχωρο χώρο της γειτονιάς, όπως και στις πλατείες, άνοιγαν τρύπα βάθους περίπου μισού μέτρου. Εκεί μέσα στερέωναν ένα ίσιο χοντρό ξύλο βελανιδιάς, το λουμάκι, ύψους περίπου 4-5 μέτρων. Στην κορυφή του τοποθετούσαν μια φούντα με ξερά χόρτα και το υπόλοιπο το σκέπαζαν τυλίγοντας γύρω του λόζιο, ώστε το σχήμα της κλαδαριάς να θυμίζει μεγάλο έλατο.
Όταν ήταν πια έτοιμη, τα παιδιά τη φύλαγαν και πάλι σαν τα μάτια τους, μη τυχόν έρθει κάποιος από άλλη γειτονιά και την ανάψει πριν την ώρα της. Μόλις νύχτωνε, ερχόταν ο Δήμαρχος με τη συνοδεία τοπικών οργάνων στην κλαδαριά κεντρικού δρόμου, την άναβε και έκανε την έναρξη του χορού. Μεγάλοι και μικροί που στέκονταν γύρω, έσειαν ρυθμικά κουδούνια από ζώα (κυπριά – κουδούνι μπρούτζινο που κρεμούν στον λαιμό των τράγων) γκαβανούζες -μεγάλο σφαιρικό κουδούνι, που κρεμούν στον λαιμό των κριαριών κ.ά.) προξενώντας μεγάλο θόρυβο, που όχι μόνο δεν ενοχλούσε αλλά παρακινούσε τον κόσμο να πάρει μέρος στο γλέντι.
Οι φλόγες της κλαδαριάς σκόρπιζαν ολόγυρα μια γλυκιά ζεστασιά, απομακρύνοντας για λίγο το δριμύ ψύχος που συνήθως επικρατούσε. Αυτή η λάμψη συμβολίζει τη φωτιά που άναψαν οι βοσκοί, όταν ήρθαν να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, συνόδευαν τα όργανα με το τραγούδι:
«Πιδιά μ’ ήρθαν τα κόλιαντα κι όλοι να συναχτήτι κι απ’ τουν Αηλιά στον Πρόδρουμου στα τρία τα πηγάδια ικεί θα γίν’ του σύνταγμα κι όλου του συναγώγι».
Στη συνέχεια, αφού ο Δήμαρχος με τα όργανα έφευγαν για να πάνε και σ’ άλλες κλαδαριές, οι γείτονες και τα παιδιά έμεναν γύρω από τη φωτιά, τραγουδώντας κι άλλα τραγούδια των καλάντων και χτυπώντας τα κουδούνια.
[1] κυπρί = κουδούνι μπρούτζινο που κρεμούν στον λαιμό των τράγων
[2] γκαβανούζα = μεγάλο σφαιρικό κουδούνι, που κρεμούν στον λαιμό των κριαριών
Σουζάννα Παπαναούμ – Σιάπαντα
Η ομάδα του Together σας εύχεται
Καλές Γιορτές, Υγεία, Αγάπη και Ευημερία σε όλο τον κόσμο!