«Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.»
Τ. Λειβαδίτης
Είχαν όλοι πια στολίσει και ο Δεκέμβριος μόλις είχε καταφθάσει. Πρώτη φορά ένιωθα ότι τον περίμεναν όλοι με τόση προσμονή, γιατί ήλπιζαν ότι φεύγοντας θα πάρει και τις πληγές τους. Λαμπερά στολίδια και ζωηρά λαμπάκια να αναβοσβήνουν παντού. Στην πλατεία το χριστουγεννιάτικο δέντρο ίδιο και απαράλλαχτο χρόνια τώρα, έτσι για τα προσχήματα.
Εδώ και μέρες η συνισταμένη των δυνάμεων μου έγραφε μηδέν. Καναπές, κουβέρτες και καφές. Έβλεπα ταινίες που ήθελα χρόνια να δω, διάβασα τόσες ιστορίες που πλέον έχω τάσεις φυγής. Έπεσα τυχαία σε κάτι παλιές φωτογραφίες που είχαν φυλακίσει τα χαμόγελα μας σε μια στιγμή που δε θα θυμόμασταν αλλιώς. Ευτυχώς φυλακισαμε κάποιες στιγμές, τις προστατεύσαμε από το χρόνο και τη λήθη. Μου θύμισαν εκείνες τις μέρες που όλα ήταν τόσο δεδομένα, που βιαζόμασταν να προλάβουμε τα πάντα μήπως και δούμε Χριστούγεννα. «Φέτος τί Χριστούγεννα θα δούμε;» σκέφτηκα και τις έβαλα γρήγορα στη θέση τους γιατί ήξερα ότι ο χρόνος δε μπορεί να γυρίσει πίσω και όσο τις κοιτούσα ένιωθα μια θλίψη που μεγαλώνουμε. Που αλλάζουμε υποσυνείδητα.
Έστειλα 6 και αποφάσισα να κάνω μια μεγάλη βόλτα, μήπως και ξεχάσω ότι θυμήθηκα τα πιο όμορφα Χριστούγεννα μου, τα πιο μοναχικά, τα πιο πρωτότυπα, τα πιο θλιμμένα. Πέρασαν όλα από μπροστά μου. Δεν ήμουν έτοιμη να με ξυπνήσει η ψυχρή πραγματικότητα. Δεν ξέρω γιατί περίμενα κίνηση, ανθρωπους να ψωνίζουν, να ζωντανεύουν την πόλη, πάντως Χριστούγεννα δε μύριζε με τίποτα η πόλη. Πρόσθετος εκνευρισμός. Όλα περίεργα, άδεια, ψυχρά. Μπήκα στην πρώτη καφετέρια, μήπως και νιώσω καλύτερα. Πήρα έναν αμερικάνο σκέτο, χωρίς πολλά πολλά, διπλό, που θύμιζε βασικά τριπλό σε μέγεθος. Η σχέση μου με τον καφέ με απασχολεί εδώ και χρόνια, και κάθε χριστούγεννα βάζω στόχο να μην καταφεύγω πάντα σε αυτόν κάθε φορά που νιώθω θέλω να ξυπνήσω. Η ιδιοκτήτρια σαν να μυρίστηκε τους προβληματισμούς μου, μου πρόσφερε ένα μελομακάρονο για το δρόμο. Φεύγοντας χαμογελάμε και οι δύο και ας μη φάνηκε. Το ξέραμε.
Άρχισα να ανηφορίζω με τον καφέ μου. Ήταν τόσο γιορτινά τα σπίτια και αυτό ήταν μια κάποια παρηγοριά σε αυτή την ησυχία. Μου έλειπε το χιόνι περισσότερο από κάθε άλλη φορά…Οι σειρήνες με προσγείωσαν. Κάποιος είχε ανάγκη. Κάποιος τρέχει για βοήθεια. Δεν είναι στο σπίτι του, στη ζεστασιά του, με τους ανθρώπους του. Είχα φτάσει χωρίς να το καταλάβω έξω από το νοσοκομείο. Πάντα αυτό το κτήριο μου προξενούσε αγωνία. Κάποιος πονάει εκεί μέσα και κάποιος ξενυχτάει στο πλευρό του. Σε κάποια δωμάτια έχουν όντως στολίσει. Στο εκκλησάκι του Αγίου Λουκά βλέπω δύο κεριά αναμμένα. Λίγο φως ελπίδας στον πόνο. Κάποιος είναι μέσα και ίσως ελπίζει. Αυτό το μικρό εκκλησάκι του νοσοκομείου χωράει κάθε μέρα τα Χριστούγεννα όλου του κόσμου, σκέφτηκα μέσα μου και χαμογέλασα. Ντράπηκα με τον εκνευρισμό μου. Πότε ήταν η τελευταία φορά που σκέφτηκα λίγο πόσα έχω δίπλα μου; Έχω τα Χριστούγεννα κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μου. Όλοι μας δηλαδή. Σαν να ξύπνησα και είχε ήδη νυχτώσει και ας ήταν έξι.
Δεν είχα καταλάβει πόση ώρα καθόμουν αποσβολωμένη εκεί έξω, μετανιωμένη για την «ύβρη» μου που έψαχνα τα χριστούγεννα στα φωτάκια, στα στολίδια και στην κίνηση φέτος. Αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι μου, στην κουβέρτα μου. Κατεβαίνοντας, είδα στο μπαλκόνι μια γιαγιά που χαμογελούσε στα εγγόνια της,γιατί την «επισκέφτηκαν». Τους κατέβασε ένα τάπερ με πίτες. Παρατήρησα δύο σημεία με τροφή για τα αδέσποτα, που κάποιος φρόντισε. Εντόπισα ανοιχτά φαρμακεία, τους αστυνομικούς στις μηχανές τους να περιφέρονται. Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν το ελεύθερο της επιλογής. Σκέφτηκα όσους είναι πίσω από ένα τηλέφωνο μόνοι τους τέτοιες ώρες. Όσους είναι μόνοι τους χωρίς να πιστεύουν πια στο φως. Ο νους μου πήγε σε όσους κρυώνουν, σε όσους πονούν. Όσο πλησίαζα στο σπίτι μου έβλεπα ακόμη περισσότερα. Στα delivery γινόταν χαμός και όσο περισσότερο νύχτωνε άλλο τόσο άρχισα να συνειδητοποιώ πως όλοι ήταν σε κίνηση. Σε online κίνηση, αλλά σε κίνηση. Τόσο περισσότερα φώτα άναβαν στα σπίτια, τα παιδιά εξακολουθούσαν να παίζουν, και ας ήταν αλλιώς. Οι δάσκαλοι εκεί, και ας έβλεπαν μια μαύρη οθόνη. Μακριά και όμως κοντά τους. Σε όλες αυτές τις στάσεις μου είδα τόσα Χριστούγεννα μαζί…
Δεν ήταν και τόσο βάσιμος πια στα μάτια μου ο εκνευρισμός μου και ο φόβος μου ότι τα χάνουμε. Με επανέφερα σε τάξη, γιατί δεν είχα καθόλου δίκιο. Ήξερα ότι φέτος ήταν αλλιώς. Και ίσως ήταν το «αλλιώς» που χρειαζόμαστε για να δούμε πια τα Χριστούγεννα όπως είναι, εκεί που είναι όλο το χρόνο. Στην προσπάθεια μας, στην ευθύνη μας, στα χαμόγελα μας, στα δάκρυα μας. Στις δυσκολίες, στην καλοσύνη που δε θα γραφτεί ποτέ πουθενά, που δε θα βγει στις ειδήσεις. Στο μαζί που φέτος είναι λίγο διαφορετικό αλλά παραμένει εκεί.
Φτάνοντας στην εξώπορτα ένιωθα μια ανακούφιση. Το 2020 ίσως ήταν σκοτεινό γιατί μας έδειξε και τους πιο σκοτεινούς εαυτούς μας. Ήταν καθρέφτης της δικής μας κατάστασης και αν του χρεώνουμε όλα τα σκοτάδια μας, ας του αναγνωρίσουμε το μάθημα που μας έδωσε. Άνοιξα όλα τα παράθυρα στο σπίτι μου να μπει και μέσα ο κρύος αέρας. Βγήκα στο μπαλκόνι. Δεν είχε χιονίσει ακόμη ίσως για να δω τον ουρανό. Ήταν πεντακάθαρος, γεμάτος αστέρια. Ξεχώρισα ένα από το πλήθος φέτος, γιατί τρεμόπαιζε και ήταν πιο φωτεινό. Εκείνο θα ήταν…
ΥΓ. Βρείτε τα Χριστούγεννα εκεί που πραγματικά είναι! Ας μοιραστούμε αυτά τα Χριστούγεννα αλλιώς, για να μην τα χάσουμε ξεστολίζοντας!
Καλές γιορτές, φωτεινές, σε όλες και όλους!