Μια αιφνίδια νέα καθημερινότητα, μια ακανόνιστη ροή σε ολόκληρο σχεδόν τον πλανήτη. Πώς προσεγγίζουν τα πράγματα οι συγγραφείς;
Ζητήσαμε από τέσσερις λογοτέχνες να συνεισφέρουν την οπτική τους γωνία, να καταθέσουν το δικό τους σχόλιο για ότι συμβαίνει γύρω μας, για την χρονιά που έφυγε, για αυτήν που έφτασε.
2021: Η αρχή μιας νέας εξορίας / Ολυμπία Τσικαρδάνη, Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας.
Η ουσία της σύγχρονης πολιτικής πρακτικής, σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ο αφανισμός κάθε μορφής σκέψης και αντίστασης.
Δεν σου επιτρέπεται να θαυμάζεις, να οραματίζεσαι, να σχηματίζεις βεβαιότητες για το τι είναι καλό ή κακό, τι δίκαιο και τι άδικο.
Υποσκάπτει, συστηματικά και απροκάλυπτα, κάθε πεποίθηση που πίστευες ως δική σου. Σου αφαιρεί τα σταθερά σημεία αναφοράς της ταυτότητάς σου και σε αναγκάζει να υποτάσσεσαι στην ιδέα της συνεχούς συμμόρφωσης σε ένα μονοπώλιο όρων και εννοιών που αποδεικνύεται πολύ προσοδοφόρο για κείνους που το επιβάλλουν.
Σου στερούν τη γνώση του εαυτού σου, σκορπίζοντας την αμφιβολία με όπλο την ενοχοποίηση.
Σου αφαιρούν τη μνήμη διασπείροντας τη σύγχυση.
Σου θολώνουν την κρίση, ανάγοντας σε αγαθό την ακρισία και την αποστασιοποίηση, την αβουλία και την αδράνεια.
Εκπαιδεύεσαι στην αναγκαστική αποδοχή αποφάσεων που θέλουν να πιστέψεις ότι δεν μπορείς να ελέγξεις.
Πρόκειται για ένα σταμάτημα του βηματισμού της ιστορίας που επιτυγχάνεται με την επιβολή μιας μεταμοντέρνας μακιαβελικής ηθικής περί εξουσίας. Πίσω ολοταχώς σε «αυτοκρατορικές» αυθαιρεσίες, σε φιμωμένες φωνές και ψευδεπίγραφες δημοκρατίες.
Και το χειρότερο, δεν σου επιτρέπεται να λύσεις τα δεσμά της απλής επιβίωσης για να μην έχεις την πολυτέλεια να σκεφτείς. Με μαεστρία, σου είπαν πως πρέπει να είσαι ευέλικτος, γιατί ήδη ετοιμαζόταν ένας κόσμος στον οποίο δεν μπορείς να ορίσεις εσύ το πλάνο της ζωής σου.
Έτσι ο σύγχρονος κόσμος γίνεται ένα νέο είδος εξορίας.
Σε διώχνει από το παρελθόν σου κατηγορώντας το.
Σε διώχνει από τον τόπο σου φτωχαίνοντάς τον.
Σε διώχνει από τις βεβαιότητές σου, μετατρέποντάς τες σε νοσηρή αμφιβολία.
Σε διώχνει από το πάθος των ιδεών που νοηματοδοτούν την ύπαρξη.
Σε διώχνει από την ουσία του πολιτικού βίου που είναι η ενεργός συμμετοχή.
Σε διώχνει από την πίστη στην κοινωνική αγωνιστικότητα που διεκδικεί έναν καλύτερο κόσμο. Εκπαιδεύεσαι συνεχώς στην υποταγή στο πρωτογενές αίσθημα της αυτοσυντήρησης που υποκινεί το δευτερογενές αίσθημα του φόβου. Είναι πιο εύκολη η υποδούλωση, όταν δεν υπάρχει ελεύθερο πνεύμα, ούτε πάλη συνείδησης.
Στο τέλος, σε διώχνει από τον ίδιο σου τον εαυτό, αδειάζοντάς τον από κάθε τι που σε ορίζει ως Άνθρωπο… Ανθρώπινες σχέσεις, ταξίδια, όνειρα, μόρφωση, εργασία. Ο άνθρωπος της νέας χιλιετίας ζει σ’ έναν κόσμο αδιανόητης δυσανεξίας σε κάθε μορφή ελευθερίας.
Ζει, έγκλειστος, τρομοκρατημένος, χωρίς φωνή αντίστασης και απομονωμένος. Δηλαδή… εξόριστος.
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, ποιητής
Πομπή
Ούτε καλοί ούτε κακοί μονάχα άνθρωποι
μικρά ανώνυμα μυρμήγκια διψασμένα
για μια μικρή σταλαγματιά δροσιάς στο χώμα μας
για έναν τοσοδά μικρό βώλο φαγάκι
τόσο μα τόσο τυχεροί που οι ανάγκες μας
ήτανε πάντα ταπεινές και χωματένιες:
μες στη φωλιά μας όταν έπιανε βροχή
στα δέντρα γύρω σαν ο Μάης τραγουδούσε.
Κι ούτε μυστήρια βαθιά άγνωστα ανείπωτα
μήτε και όνειρα φωτιά να καιν στον ύπνο,
–βαριά αρρώστια του μυαλού– όλοι το ξέρουνε
όποιος γυρεύει τον χαμό, φτερά ζητάει.
Μα καταγής πιο ασφαλείς τον χρόνο σπρώχναμε
σωριάζοντας το βιος μας στα λαγούμια
δίχως μιλιά, δίχως τραγούδια, δίχως βάσανα
μόνο δεξιά ζερβά κουνώντας τις κεραίες
ρυθμίζαμε την κίνηση στ’ ανήλιαγα
κι η εφ’ ενός ζυγού πομπή αργοκυλούσε.
……………………………………………………………………………………………………………………………………
Άχρωμες μέρες
Έρχονταν έπειτα σκυφτές μέρες ανώνυμες
ερήμην να διαβούν να προσπεράσουν
μες στη γαλάζια τους ομίχλη δίχως πρόσωπο
κάποιους χειμώνες σκοτεινούς, δίχως μια λέξη.
Αυτές θρηνώ:
Την άμμο μπρος στα πόδια –νέα έρημο–
και τις κλεψύδρες του καιρού π’ όλο στερεύαν.
Πόσο ανώφελα ξεδιάντροπα προσπέρασαν
πόσο μου λήστεψαν το βιος
δίχως αγάπη.
Γιώργος Δελιόπουλος, ποιητής / Ένα σύντομο ποιητικό σχόλιο εν μέσω καραντίνας, Σάββατο γραμμένο του Λαζάρου, το πανδημικό έτος 2020.
ανήμερα των ζωντανών
Κάθε πρωί ανοίγω τις κουρτίνες
ακούω στην καμπάνα τον Θεό
να λέει καλημέρα
και στα μάτια ξημερώνει ο ουρανός
Κάθε πρωί ανάβει πράσινο η πόλη
αφήνουν όλοι τη σιωπή στα μαξιλάρια
τρέχουνε με τις κόρνες
επάνω κάτω στην επόμενη στιγμή
Κάθε πρωί διπλώνω εφιάλτες
τινάζω τα σεντόνια στο μπαλκόνι
κι όταν λιαστούν τα όνειρα
στρώνεται απ’ την αρχή ο κόσμος καθαρός
Κάθε πρωί νίπτω τας χείρας μου
τις γάζες σιδερώνω στον καθρέφτη
κι ο Λάζαρός μου βγαίνει έξω
κάθε πρωί ανήμερα των ζωντανών.
Χρήστος Σπυρόπουλος, ποιητής
Aγχωνία
Φωτογραφία εξωφύλλου: Hand Study with Bible, 1506 – Albrecht Durer