Γράφει ο Κώστας Διδίλης
Οι οπερέτες του Μιχάλη Zιάκα και του Νάση Αλευρά που γεννήθηκαν μέσα στην Κατοχή μας θυμίζουν τα συσσίτια του Καντιώτη και την μεγάλη πείνα της κατοχής του 1942. Ο πρώτος κατοχικός χειμώνας του 1941-1942 υπήρξε και πολύνεκρος. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπήρξαν τα πιο ευάλωτα ενώ στις λίστες των θανάτων ένα μεγάλο τμήμα ήταν άνεργοι ,εργάτες, συνταξιούχοι και υπάλληλοι καθώς το χρήμα πλέον έχανε ραγδαία την αξία του.
Θεόδωρος Πατιάς
«Η οικογένειά μας δυστύχησε πολύ στη διάρκεια της κατοχής, εγώ σαν παιδάκι δέκα χρόνων πήγαινα μ΄ ένα κουτί λαμαρίνα στο πρώτο Δημοτικό σχολειό. Τα μεσημέρια την ώρα που έτρωγαν οι Γερμανοί περίμενα έξω
από τα συρματοπλέγματα με απλωμένο το χέρι μου με το κουτί, περιμένοντας να μου ρίξουν τα αποφάγια τους. Στο σπίτι με περίμεναν τα αδέλφια μου πεινασμένα και τρώγαμε όλοι μαζί τα αποφάγια των Γερμανών.”
Στο κέντρο της γειτονιάς μου επί της οδού 11ης Οκτωβρίου 2, στο σημερινό κτήριο του ΟΤΕ δέσποζε ένα παλιό ταλαιπωρημένο κτήριο, το συσσίτιο, όπως το ονόμαζαν οι παλιοί Κοζανίτες , ένα κτήριο που θύμιζε στον Κοζανίτικο λαό την κατοχή και την μεγάλη πείνα που πέρασε.
Με αυτά τα λόγια ο νεαρός ιεροκήρυκα Καντιώτης, από τον άμβωνα του ναού του Ἁγίου Νικολάου απηύθυνε δραματική έκκληση προς τους κατοίκους της πόλης.
-Έρριψα το σύνθημα… Κανείς να μη αποθάνει εκ πείνης.
-Εάν θέλετε, είπα να έχετε την ευλογία του ουρανού και την προστασία του Αγίου Νικολάου, να πάτε εις τα σπίτια σας και από ό,τι έχετε σε τρόφιμα, τα μισά να τα φέρετε εις το γκαράζ, όπου θα αρχίσει να λειτουργεί συσσίτιο. Να τα φέρετε αύριο το πρωί.
Η επομένη ημέρα ήτο μια από τις πλέον συγκινητικές ημέρες τις οποίες έζησα ως ιεροκήρυκας έλεγε τότε ο Καντιώτης.
Μια μεγάλη ουρά λαού σχηματίσθηκε έξω από το γκαράζ. Ο καθένας έφερνε με προθυμία μια μερίδα της αγάπης. Εκλεκτοί νέοι εκείνης της εποχής, από το πρωί μέχρι και την δύση του ήλιου παραλάμβαναν και ζύγιζαν τα τρόφιμα που μαρτυρούσαν και απεδείκνυαν την αξία της χριστιανικής παράδοσης της Κοζάνης. Όταν επισκέφθηκε την πόλη ο Ελβετός εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, έμεινε κατάπληκτος για την ευγένεια και τον πλούτο των αισθημάτων του λαού της Κοζάνης. Ο αείμνηστος ιεράρχης Φώτιος, ο οποίος, προσφωνώντας την ημέρα της απελευθερώσεως της πόλεως τον αείμνηστο στρατηλάτη Κωνσταντίνο, του είπε
-Εφθάσατε, υψηλότατε, εις Κοζάνη, τον καθαρόν τούτο και αμιγή ελληνικό παράδεισο της Μακεδονίας. Στο πέρασμα των χρόνων, το συσσίτιο ήταν ο αψευδείς μάρτυρας της μεγάλης πείνας που πέρασε ο κοζανίτικος λαός και το μέγα θαύμα που δεν πέθανε κανένας χάρη στον νεαρό τότε ιεροκήρυκα Καντιώτη και άλλων πεφωτισμένων ιερέων της εποχής σαν τον παπά-Γκιούρα και τον παπά-Δημήτρη Χάτσιο.
Η γειτονιά μας επί της οδού 11ης Οκτωβρίου αφουγκράζεται την μεγάλη πείνα των συμπολιτών μας και με τον καταξιωμένο μαέστρο Μιχάλη Ζιάκα που έπαιζε σαντούρι και βιολί και την προτροπή του τότε ιεροκήρυκα Καντιώτη και άλλων επιφανών παραγόντων από την Κοζάνη για να μαζευτούν χρήματα και να αγοραστούν τρόφιμα για τα συσσίτια κάθισε και συνέθεσε τις οπερέτες όπως το «Μια νύχτα στην Κοζάνη» που παίχτηκε το 1942 στον κινηματογράφο Τιτάνια.
Τι ήταν όμως η οπερέτα;
Ήταν το πιο δημοφιλές μουσικό-θεατρικό είδος που άκμαζε κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου στα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Οι οπερέτες στην Κοζάνη είχαν τεράστια επιτυχία και παιζόταν όλη την εβδομάδα.
Μια Κοζανίτισσα, η Ρούλα Μαλτέζου θυμάται τα λόγια από τις θείες της για αυτήν την εξαιρετική παράσταση «Θα ήθελα να πω ότι η Χριστίνα Σαμαρά, τραγούδησε μαζί με τη θεία μου Λούλα Κουτσοσίμου-Τσιαρτσιώνη στο Κινηματοθέατρο Τιτάνια γύρω στο 1942 για φιλανθρωπικό σκοπό. Η θεία μου η Λούλα ήταν μητέρα της Όλγας και του Νίκου Τσιαρτσιώνη. Η συναυλία αυτή άφησε εποχή.»
Συντελεστές του έργου είναι ο μαέστρος Μιχάλης Ζιάκας που συνέθεσε και επένδυσε μουσικά τις οπερέτες και το κείμενο για τις οπερέτες έγραψε ο Νάσης Αλευράς, εκτός από την οπερέτα ‘Ένα βαλς είναι η ζωή μας” που το κείμενο το έγραψε ο Μίμης Παναγιώτου και την μουσική ο Μιχάλης Ζιάκας.
Οι οπερέτες ήταν οι εξής:
“ΝΤΕΡΙ ΚΑΙ ΝΤΕΡΙ” Νάσης Αλευράς, μουσική Μιχάλης Ζιάκας
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΜΙΛΟΥΝ” Νάσης Αλευράς, μουσική Μιχάλης Ζιάκας
“ΕΝΑ ΒΑΛΣ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ” Μίμης Παναγιώτου, μουσική Μιχάλης Ζιάκας
“Ε, ΡΕ ΘΕΕ” Νάσης Αλευράς ,μουσική Μιχάλης Ζιάκας
“ΘΕΑΤΡΙΝΙΤΣΕΣ ΚΟΥΚΛΙΤΣΕΣ” Νάσης Αλευράς, μουσική Μιχάλης Ζιάκας
“ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ” Νάσης Αλευράς, μουσική Μιχάλης Ζιάκας
Αυτές ήταν οι οπερέτες που θυμόταν η ξαδέλφη μου Μαργαρίτα Ζιάκα κόρη του μαέστρου αλλά υπήρξαν και άλλες πολλές όπως μου είπε.
Από τις πρώτες οπερέτες που γράφτηκαν εκείνη την εποχή ήταν η “Αννιέζα” του Ξενόπουλου που παίχτηκε στην Αθήνα και έπειτα ακολούθησαν οι οπερέτες στην Κοζάνη με τα “Ανοιξιάτικα όνειρα” του Μάκη Μουμουζιά σε μουσική του Νίκου Λιούφη και Τάσου Χρυσοχόου και η “Γιολάντα” του Νάση Αλευρά σε μουσική του Νίκου Λιούφη.
Σκοπός τους ήταν να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει για λίγο την Κατοχή και την πείνα και να ψυχαγωγήσουν τους συμπατριώτες μας. Όλα τα έσοδα πήγαιναν στα συσσίτια που είχε οργανώσει ο Αυγουστίνος Καντιώτης στη διάρκεια της Κατοχής.
“Ήταν μια περίοδος ζοφερή για όλο τον κόσμο, αλλά για μας ήταν τα νιάτα μας” καταλήγει στο κείμενό του ο Νίκος Χαλκιάς. “Κάθε απόγευμα περνούσαμε από την κεντρική πλατεία μετά την πρόβα, όπου από το μεγάφωνο στο μπαλκόνι της Εθνικής Τράπεζας ακούγαμε το ίδιο τραγούδι από μια Γερμανίδα τραγουδίστρια, στο οποίο εμείς προσαρμόσαμε τους δικούς μας στίχους, που τραγουδούσαμε από μέσα μας,
“Θα ‘ρθεις ξανά ειρήνη πες μου πότε, να ‘ναι η ζωή χαρούμενη σαν τότε”
Πάμε πάλι στις οπερέτες;
Στην οπερέτα «Μια νύχτα στην Κοζάνη» έπαιζε στο θεατρικό μέρος της οπερέτας ο Τοπάλης, ο ληξίαρχος που δούλευε στο δημαρχείο όπως επίσης ο Κλόνταρης , η Ζουλή Κυρατσού, η Αλίκη Χατζή και άλλοι. Τα αγόρια και τα κορίτσια ήταν όλα νέα, δεκαοκτώ χρονών, από τον εκπολιτιστικό όμιλο “Αισθητικές χαρές”.
Η εποχή εκείνη ήταν πολύ δύσκολη και οι κακουχίες πολλές αλλά η εμφάνιση των παιδιών ήταν εξαιρετική. Τα κορίτσια φορούσαν όμορφες ροζ τουαλέτες και τα αγόρια μπλε κουστούμια. Οι πρόβες γινόταν στο σπίτι του μουσικού Μιχάλη Ζιάκα με το σαντούρι του, στην αυλή του σπιτιού του.
Άλλοι μουσικοί από την Κοζάνη που λάμβαναν μέρος στην παράσταση ήταν ο Τούλης Καλέας στο κλαρίνο, ο Ναούμ Τσιάνας στην κορνέτα κάποιοι στρατιωτικοί μουσικοί, η Μπεμπέκα Γκορτσούλι στο πιάνο, όλοι τους σπουδαίοι και καταξιωμένοι. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους αποδώσουμε έναν φόρο τιμής για το μεγαλείο και τις αξίες που υπηρέτησαν λαμβάνοντας μέρος στην παράσταση χωρίς να πάρουν ούτε δραχμή ώστε να σώσουν τον Κοζανίτικο λαό από την πείνα.
Στην είσοδο του κινηματογράφου Τιτάνια στις πρώτες θέσεις καθόταν γερμανοί στρατιώτες για να επιβλέπουν την τάξη.
Τις οπερέτες προλόγιζε ο συγγραφέας και γνωστός Κοζανίτης ευθυµογράφος Νάσης Αλευράς ο οποίος έγραφε πάντα στο τοπικό κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα. Κάποια από τα γνωστά έργα του είναι:
Μ’ είπιν η μάναμ
Ήθη και έθιμα της Κοζάνης: ου τρύγους
Των φρονίμων τα παιδιά : αποταμίευση
Oυ φανός στην Κοζάνη
Οι χαρακτήρες στα κείμενα και στα έργα του Νάση Αλευρά είναι αντιπροσωπευτικοί της εποχής εκείνης. Τα θέματά του ήταν κοντά στη λαϊκή ψυχή, στην αλήθεια της καθημερινότητας και οι ήρωες του ανθρώπινοι και λιγότερο απομακρυσμένοι από την πραγματικότητα. Οι χώροι μέσα στους οποίους κινούνται τα κείμενα στις οπερέτες του Νάση Αλευρά δεν είναι χώροι φανταστικοί, δεν είναι μόνο οι χώροι των σαλονιών και των εθνικών μετώπων, αλλά είναι οι χώροι της γειτονιάς, της ταβέρνας και της συνοικίας.
Η διακόσμηση στο χώρο που παιζόταν, ήταν ένα τεράστιο μ’ χάνι [φυσερό] που ήταν ένα παραδοσιακό εργαλείο του σιδηρουργού εκείνη την εποχή.
Βγαίνει λοιπόν ο Νάσης ο Αλευράς να προλογίσει την παράσταση με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι και μεμιάς αντικρίζοντας τους γερμανούς στις πρώτες θέσεις αρχίζει να τους βρίζει
– Βρωμο-γερμανοί λίγα είναι τα ψωμιά σας. Η ελευθερία δεν θα αργήσει να φανεί. Μη φοβάστε αδέλφια θα τους πετάξουμε στη θάλασσα και θα ελευθερωθούμε.
Ο κόσμος βλέποντας την έπαρση του Νάση να φωνάζει για την ελευθερία, ενθουσιάστηκε και άρχισε να χειροκροτεί και να φωνάζει. Μπροστά ο Νάσης από την κλειστή αυλαία και πίσω από την κατεβασμένη κουρτίνα οι μουσικοί στα παρασκήνια να παρακολουθούσαν μουδιασμένοι και φοβούμενοι για τυχόν αντίποινα.
Η πιανίστα Μπεμπέκα Γκορτσούλι λέει τότε στο Μιχάλη Ζιάκα
-Μιχάλη κάτι πρέπει να κάνουμε πριν μας βάλουν στη φυλακή.
-Τι προτείνετε να κάνουμε, απαντά ο Ζιάκας
Για μια στιγμή η Γκορτσούλι ψάχνοντας να βρει κάτι για να απωθήσει το Νάση η ματιά της πέφτει πάνω στο μπαστούνι που είχε αφήσει ο πατέρας της στις πρόβες το παίρνει και πιάνει το πόδι του Νάση.
Αρχίζει και τον τραβά με δύναμη προς το μέρος της. Κάτω από την αίθουσα ακούγονται σφυρίγματα, γέλια και χειροκροτήματα ακόμη και από την μεριά των Γερμανών που νόμιζαν ότι είναι σκετς για να αρχίσει η οπερέτα.
Αλλά ποιος είναι ο σπουδαίος μουσικός που έγραψε όλες αυτές τις οπερέτες για την μουσικό- θεατρική παράσταση;
Ο Μιχάλης Ζιάκας ήταν γνωστός βιρτουόζος του βιολιού και του σαντουριού που γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1909. Μητέρα του η Αικατερίνη [Ρίνα] Τσιάκα που αργότερα το άλλαξε σε Ντόνα, με καταγωγή από την Κορυσσό Καστοριάς και πατέρας του ο Θωμάς Ζιάκας, Κοζανίτης που έπαιζε κλαρίνο. Σε ηλικία πέντε χρονών, φεύγει με την οικογένεια του με το καράβι για την Αμερική, πάει σχολείο στη Νέα Υόρκη και μαθαίνει την αγγλική γλώσσα. Από μικρός είχε πάθος με τη μουσική και ήθελε να γίνει μουσικός.
Η πρώτη του επαφή με την μουσική έγινε σε ηλικία 12 χρονών. Ήταν Χριστούγεννα και οι γονείς του αποφασισαν να του αγοράσουν ένα μικρό βιολί. Επιστρέφοντας πίσω στην Ελλάδα ξεκινά το ταξίδι του στη μουσική. Παντρεύεται την Ελένη Καλέα και αποκτούν τέσσερα παιδιά την Καίτη, τον Μάκη, την Μαργαρίτα και τον Μάρκο. Από τα παιδιά του μόνο ο Μάκης έγινε μουσικός ο οποίος στην αρχή έπαιζε στην ορχήστρα του πατέρα του ακορντεόν και μετέπειτα έμαθε να παίζει πιάνο. Έπειτα έφυγε και αυτός για την Αμερική οπού εργάστηκε για πολλά χρονιά σαν μουσικός ενώ όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έπιασε δουλειά στο κέντρο που άνοιξε ο φίλος του «Αμερικάνος» στο χωριό Λευκόβρυση και έπειτα στο Club Plus One [1990-1992]. Εκεί έπαιζε πιάνο και συνοδεύοντας καταξιωμένους καλλιτέχνες.
Ο Μιχάλης Ζιάκας τα πρώτα μαθήματα μουσικής τα διδάσκεται από τον ιταλό δάσκαλο Εδμόνδο Σασαρόλι στη σχολή μουσικής που είχε κοντά στη στάση Γαλατά.
(Ο Εδμόνδο Σασαρόλι ήταν Ιταλός αξιωματικός που βρέθηκε στην Κοζάνη στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο πολέμησε με τα συμμαχικά στρατεύματα και μετά τη λήξη του πολέμου έμεινε μόνιμα στην Κοζάνη και παντρεύτηκε Κοζανίτισσα. Εργάσθηκε σαν καθηγητής γαλλικών και μουσικής στο γυμνάσιο Κοζάνης και άνοιξε δική του σχολή. Διετέλεσε αρχιμουσικός της Πανδώρας από την ανασύστασή της, το 1923 έως το 1932. Απέκτησε τέσσερα παιδιά τον Αιμίλιο, την Αιμιλία, το Βίκτωρα και την Καίτη τα οποία ασχολήθηκαν όλα με τη μουσική.)
Ο Μιχάλης Ζιάκας όταν άνοιξε το πρώτο ωδείο Κοζάνης που ήταν παράρτημα του κρατικού ωδείου Θεσσαλονίκης συνέχισε εκεί της μουσικές του σπουδές. Η άρτια μουσική εκπαίδευση του οφείλετε κατά πολύ στους εξαίρετους καθηγητές του ωδείου Θωμά Θωμαΐδη βιολί, τον οποίο κρέμασαν οι Γερμανοί στη Φλώρινα και τον καθηγητή Κορυτσάνη.
Πηγαίνοντας στο ωδείο Κοζάνης γνωρίζει δυο ρώσους μουσικούς που ήταν αξιωματικοί του ρωσικού στρατού και όταν έγινε η επανάσταση στη Ρωσία το ‘17 αυτοί μπόρεσαν να φύγουν και εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη. Σαν μουσικοί πήγαιναν σχεδόν κάθε μέρα στο ωδείο και παρακολουθούσαν τα μαθήματα. Ηταν ο Αρκάδους Μυρονόφ και ο Χαρήτος οι οποίοι δούλευαν στο Ερμιόνιο παίζοντας με δυο πιάνα. Ξεχώρισαν αμέσως τον νεαρό μαθητή του ωδείου Μιχάλη Ζιάκα για το ταλέντο του και του έκαναν πρόταση να δουλέψει μαζί τους. Τον έπεισαν, λέγοντας του ότι μαζί τους θα μάθει πολλά περισσότερα από αυτά που σου προσφέρει το ωδείο και πως θα τον προετοιμάσουν ώστε να γίνεις μέλος ορχήστρας. Ο νεαρός τότε Ζιάκας δέχτηκε και μπήκε στην ορχήστρα τους.
Ο Μιχάλης από μικρός ήταν πάρα πολύ καλός χειριστής και στο σαντούρι, όποιον και να ρωτούσες από τους μουσικούς εκείνης της εποχής θα σου έλεγε πως ο Μιχάλη Ζιάκας ήταν από τα πρώτα σαντούρια στην Ελλάδα. Είχε το δικό του ουγγαρέζικο στυλ και όλες τις οπερέτες, τις έγραψε με το σαντούρι του.
Αργότερα δημιούργησε την δική του ορχήστρα. Την περίφημη ορχήστρα που έφερε και το όνομα του. Σε αυτήν συμμετείχε ο ξάδελφος του Νίκος Ντόνας ο οποίος στην αρχή έπαιζε κλαρίνο και μετέπειτα σαξόφωνο, η αδελφή του Παναγιώτα Ζιάκα στο πιάνο, η ξαδέλφη του Παναγιώτα Κουρού στο πιάνο, ο γιος του που έπαιζε ακορντεόν και ο ανιψιός του Θωμάς [θωμούλης] Δούρβας έπαιζε ντραμς.
Πλήθος κόσμου συρρέει για να τους ακούσει. Υπήρχε τόση μεγάλη προσέλευση από κόσμο που αναγκαζόταν να χρησιμοποιούν κάσσες από μπύρες για καθίσματα. Μάλιστα ο ενθουσιασμός ενός νεαρού ντόπιου δημοσιογράφου από την Καστόρια που πήγαινε κάθε μέρα και τους άκουγε ήταν τόσο μεγάλος που έγραψε ένα ποίημα και το έβαλε πρωτοσέλιδο στην τοπική εφημερίδα που διατηρούσε.
Το ποίημα αυτό το κρατούσε η κόρη του Μαργαρίτα χρονιά βαθιά στη καρδιά της και σας το παρουσιάζω:
“Σαν παίζει ο Ζιάκας το βιολί τ αηδόνια κατεβάζει
κιό Ντόνας στο σαξόφωνο όλους τους ξελογιάζει
στο πιάνο και τ ακορντεόν με τις γλυκές τις νότες
σαν παίζει η Ζιάκα και Κουρού οι δυο οι Παναγιώτες
και ο Μάκης με τ ακορντεόν απ όλους ο πιο νέος
με τα αργεντίνικα ταγκό είναι ο πιο σπουδαίος”
Ψάχνοντας στο Facebook βρήκα αναρτήσεις που έκαναν συμπατριώτες μας για το πρόσωπο του Μιχάλη Ζιάκα.
Δημήτρης Βούρκας: Ο Μιχάλης Ζιάκας έφερε στην πόλη μας, σε δύσκολους καιρούς, τις μελωδίες και ρυθμούς της Λατινικής Αμερικής, του Αργεντίνου Eduardo Bianco, του Κουβανού, Perez Prado και άλλων, δεν μπορούσε λοιπόν, να μην αποτυπώσει όλα αυτά τα χρώματα της μουσικής και του εσωτερικού του κόσμου, παρά στο σπίτι του και…στις καρδιές μας!
Xαδιού Ντίνα: Μας δίδασκε ακορντεόν! Κάθε φορά που το πιάνω στα χέρια μου, έχω τη μυρωδιά του… Αυτή τη μυρωδιά που φέρνει όμορφες, γλυκές αναμνήσεις
Το σπίτι του Μιχάλη
Μια όμορφη γωνιά καλά κρυμμένη ανάμεσα στα θηρία της πόλης! Ένα σπίτι δεν το κάνει όμορφο ούτε το χρώμα, ούτε η εξωτερική εμφάνιση, άλλα οι αναμνήσεις που γεμίζουν αυτούς τους τοίχους και οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτό! Σ’ αυτό το σπίτι γράφτηκαν οι οπερέτες για το “Μια νύχτα στην Κοζάνη” και γινόταν οι πρόβες του έργου. Η οικογένεια Ζιάκα ζει πλέον στις καρδιές των Κοζανιτών.
Η Χαδιού Ντίνα γράφει: “ Το σπίτι του κυρ. Μιχάλη! Έτσι τον αποκαλούσαμε τότε…ως μαθητές! Ερχόταν με το μπαστουνάκι του, γιατί τα πόδια του δεν τον βαστούσαν αλλά μόλις αντηχούσαν οι πρώτες νότες η καρδιά του πετούσε! Ήμασταν οι τελευταίοι μαθητές του. Όμορφες στιγμές.”
O Μιχάλης Ζιάκας έπαιξε στην καριέρα του με τις καλύτερες ορχήστρες και με σπουδαίους μουσικούς σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. ΄Έπαιξε στα χορευτικά κέντρα της Κοζάνης Ερμιόνιο, Τερζής, υπόγειο του Ταρτάρα, Ολύμπιο, Ξενία, Κληματαριά, Πανόραμα. Συνόδευσε με το βιολί του αμέτρητους τραγουδίστριες και τραγουδιστές. Μια από τις τραγουδίστριες ήταν η Μάγια Μελάγια με πολλές εμφανίσεις στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Το ακορντεόν
Μια αληθινή ιστορία του Μιχάλη Ζιάκα που δείχνει την αγάπη του για την μουσική.
Στην επιστράτευση τον έστειλαν με το φίλο του και Γυμνασιάρχη Τιτέλη Χριστόφορο στην Τρίπολη όταν έγινε η συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς, τους είπαν να γυρίσουν πίσω στην Κοζάνη. Στην Τρίπολη γνώρισαν έναν Ιταλό ο οποίος στην κατοχή του είχε και ένα ακορντεόν και ρώτησε τον Μιχάλη αν ήθελε να το αγοράσει. Ο Ζιάκας του εξήγησε πως δεν είχε χρήματα και τότε ο Ιταλός του είπε «Πρέπει να μου δώσεις κάτι για να στο δώσω». Ο Ζιάκας άρχισε να σκέφτεται τι να του δώσει, μέχρι που είδε μερικές πορτοκαλιές γεμάτες πορτοκάλια σε ένα μικρό γυναικείο μοναστήρι. Πήγε και χτύπησε την πόρτα και του άνοιξαν δυο μοναχές, τις ρώτησε τότε αν θα μπορούσε να κόψει μερικά πορτοκάλια. Έκοψε τέσσερα πορτοκάλια και ευχαρίστησε τις μοναχές. Έπειτα έδωσε τα πορτοκάλια στον Ιταλό. Έτσι πήρε το ακορντεόν που εκείνα τα χρόνια είχε αξία ανεκτίμητη. Όταν φτάσαν στη Λαμία, τους σταμάτησε μια γερμανική περίπολος και αφού είδε τα χαρτιά τους, του ζήτησε να αφήσει το ακορντεόν. Στο άκουσμα αυτό ο νεαρός Ζιάκας έβαλε τα κλάματα και άρχισε να τους παρακαλά να μην του το πάρουν. Τότε οι γερμανοί του είπαν πως δεν θα του το πάρουν αν τους έπαιζε ένα τραγούδι. Ο Ζιάκας αν και δεν είχε πιάσει ποτέ του ακορντεόν το πήρε έπαιξε ένα τραγούδι. Τον άφησαν να το κρατήσει και το έφερε με τον φίλο του μέχρι την Κοζάνη όπου υπάρχει μέχρι και σήμερα να μας θυμίζει την μεγάλη αγάπη του νεαρού τότε Ζιάκα για την μουσική.
Ο Μιχάλης αγαπούσε τόσο πολύ την Κοζάνη. Κάποτε πέρασε από την Κοζάνη η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, δασκάλα της Μαρίας Κάλας που τραγούδησε στην Κοζάνη και ο Μιχάλης την συνοδεύσε με το βιολί του. Έμεινε τόσο ευχαριστημένη από το παίξιμο του νεαρού που του πρότεινε να τον πάρει μαζί της στην Αθήνα. Στην αρχή συμφώνησε και έφτασε μέχρι τα Γρεβενά αλλά μετά ξαναγύρισε πίσω. Δεν μπορούσε να αποχωριστεί την Κοζάνη και την οικογένεια του. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που δεν έκανε διεθνή καριέρα, όμως άφησε πίσω του έργα, χειρόγραφες παρτιτούρες και μια παλιά σκονισμένη κασέτα που φέρει το όνομα του. Ήταν τότε που έπαιξε στο ραδιοφωνικό σταθμό της Κοζάνης. Σε εκείνη την ηχογράφηση ακούγεται η φωνή του εκφωνητή του ραδιοφωνικού σταθμού της Κοζάνης να λέει:
“Αγαπητοί μου φίλοι, η πενταμελής ορχήστρα του μαέστρου Μιχάλη Ζιάκα σας προσφέρει ένα ευχάριστο πρόγραμμα ελληνικής και ξένης μουσικής όπου συμμετέχουν οι Μιχάλης Ζιάκας στο βιολί, θανασάκης Καλέας στο κλαρίνο-σαξόφωνο, Μιλτιάδης Κασιάρας στο πιάνο, Μάκης Ζιάκας στο ακορντεόν, Μανόλης Σιώμος στα ντραμς. Τραγουδούν η Εύα Ζάχου και η Εφη Λώρη. Πήρα ευλαβικά αυτήν την κασέτα την καθάρισα την έκανα CD με ωραίο εξώφυλλο και κάποια στιγμή θα την παρουσιάσω στον λαό της Κοζάνης.”
Τα τελευταία χρόνια δίδασκε μουσική στους μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγετε και ο διεθνούς φήμης βιμπραφωνίστας Χρήστος Ραφαηλίδης.
Τι έγινε μετά από τόσα χρόνια το συσσίτιο;
Μετατράπηκε σε πυροσβεστική υπηρεσία του δήμου αντί να δοθεί στον Κοζανίτικο λαό και να γίνει πάρκο ή κάτι που θα υπενθυμίζει στους ανθρώπους το χθες. Το κτήριο το ξεπούλησαν μέσα σε μια νύχτα χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Αγοράστηκε από τον ΟΤΕ.