του Γιάννη Βασιλείου
Στο σχολείο οι περισσότεροι συμμαθητές μου είχαν για ήρωά τους τον Σταλόνε ή τον Σβαρτζενέγκερ – δίλημμα στο οποίο ψήφιζα πάντα Μπρους Γουίλις, σε περίπτωση που σε ενδιαφέρει. Οι δικοί μου ήρωες ήταν ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, ο Μπιλ Μάρεϊ και ο Τζιμ Κάρεϊ, που σήμερα κλείνει τα 59.
Οι πρώτοι προσπαθούσαν να σώσουν τον κόσμο με τις γροθιές, οι δεύτεροι με το γέλιο και ανέκαθεν προτιμούσα το γέλιο από τις γροθιές, μια σωτήρια προτίμηση, δεδομένης της σωματοδομής μου. Από τους τρεις, οι δύο ήταν ήδη φτασμένοι στα ’90s. Με τον Τζιμ Κάρεϊ, όμως, συνέπεσε να μεγαλώνω ακριβώς την περίοδο που ανέτειλε το άστρο του, κι αυτός ήταν ο ένας λόγος που του είχα αδυναμία. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι αποτελούσε εκπρόσωπο της σωματικής κωμωδίας, που λατρεύουν πρωτίστως τα παιδιά – η επίκτητη σοβαροφάνεια των μεγάλων δεν συνάδει με τον ακομπλεξάριστο, απελευθερωτικό σαχλαμαρισμό.
Ο Καναδός κωμικός έστηνε από μικρός τα αυτοσχέδια κωμικά σόου του στη σχολική αίθουσα με τέτοια συχνότητα, που ανάγκαζε τους δασκάλους του να του τάξουν πως θα τον άφηναν για ένα τέταρτο στο τέλος να κάνει τα δικά του, εάν καθόταν ήσυχος την υπόλοιπη ώρα του μαθήματος. Με ενθάρρυνση από τον πατέρα του κυνήγησε μια καριέρα στη stand-up κωμωδία, όπου έγινε δημοφιλής σε σύντομο χρονικό διάστημα χάρη στις ξεκαρδιστικές μιμήσεις του. Πλήθος κόσμου ερχόταν για να τον δει, αλλά εκείνος, σε σύμπνοια με ένα από τα είδωλά του, τον Άντι Κάουφμαν, είχε προδιάθεση για πειραματισμό.
Η κωμωδία του συχνά γινόταν πιο random, πιο παράξενη, στα όρια του art installation –σε μια παράσταση χώθηκε μέσα σε ένα πιάνο και έμεινε εκεί μέχρι να τελειώσει το νούμερό του ο επόμενος κωμικός– με αποτέλεσμα να απογοητεύει συχνά το κοινό που πλήρωνε για να παρακολουθήσει μιμήσεις διασήμων.
Στο σινεμά, ένας μικρός ρόλος στη rock ‘n’ roll νοσταλγία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, το «Peggy Sue got married» (1985), ήταν η πρώτη του αξιοσημείωτη δουλειά. Εκείνος που θα εντοπίσει και θα αναγνωρίσει πρώτος το αυτοσχεδιαστικό ταλέντο του είναι ο Κλιντ Ίστγουντ. Στην πέμπτη περιπέτεια του Dirty Harry, το «Dead Pool» (1988), ο Κάρεϊ είχε τον μικρό ρόλο ενός ροκ σταρ που πεθαίνει στην αρχή του φιλμ. Όταν ο Ίστγουντ, που κινούσε τα νήματα στο πλατό, διαπίστωσε τι μπορεί να κάνει ο φέρελπις κωμικός αν αφηνιάσει, του έδωσε το ok να το πράξει. Ο ίδιος ο Κάρεϊ δεν θα το ξεχάσει και τη βραδιά της βράβευσης του Ίστγουντ από το American Film Institute θα είναι εκεί, ως ένας από τους παρουσιαστές, για να τον τιμήσει με ένα απολαυστικότατο one man show.
Οι προσπάθειές του να αναδειχθεί κινηματογραφικός σταρ θα αποδώσουν καρπούς το 1994, μια μαγική χρονιά γι’ αυτόν. Το «Ace Ventura:Pet Detective» γίνεται ανέλπιστη εισπρακτική επιτυχία στις ΗΠΑ ‒ το εύρημα που ο ήρωας μιλάει από τον κώλο(!) τόσο εντυπωσίασε τον Τζακ Νίκολσον, που το υιοθέτησε στον ευχαριστήριο λόγο του στις Χρυσές Σφαίρες για το «As good as it gets» (1997).
Η «Μάσκα» (The Mask) του Τσακ Ράσελ είναι η ταινία που τον έκανε διεθνή σταρ εν μια νυκτί, συνέβαλε στη μετάβασή του from zero to hero, όπως έλεγε και το tagline της ταινίας. «Απόφοιτος» της σχολής Τζέρι Λιούις, με πρόσωπο από πλαστελίνη και κινησιολογία παρμένη από θεότρελο καρτούν του Τεξ Έιβερι, ο Κάρεϊ θα βρει στη «Μάσκα» το κατάλληλο όχημα για να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του, πλάθοντας ακριβώς αυτό, έναν ολοζώντανο ήρωα του Τεξ Έιβερι.
Το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με τον «Ηλίθιο και τον Πανηλίθιο» («Dumb and Dumber»), την ταινία που θα συστήσει στον κόσμο το επονομαζόμενο «σκατολογικό» χιούμορ των αδερφών Φαρέλι και θα επανασυστήσει τον Τζεφ Ντάνιελς ως μετρ της φαρσοκωμωδίας.
Χαμός και πάλι στο box-office, με τον Κάρεϊ να εξελίσσεται στο πιο hot όνομα της βιομηχανίας. Σύντομα θα γίνει και ο πιο ακριβοπληρωμένος ηθοποιός, λαμβάνοντας είκοσι εκατομμύρια δολάρια για τη σατιρική αστοχία «The Cable Guy» (1996), την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια του κωμικού να υποδυθεί έναν ρόλο με δραματικά στοιχεία. Ακολουθεί το μεγάλο σουξέ του «Liar, Liar» (1997), με τη μνημειώδη σκηνή που δέρνει τον εαυτό του στις τουαλέτες.
Κάπου εκεί ο Πίτερ Γουίαρ θα δει στον Καναδό κωμικό στοιχεία everyman, θα βγάλει από αυτόν αρετές τύπου Τζίμι Στιούαρτ και το αποτέλεσμα είναι το «Truman Show» (1998), ένα αριστουργηματικό φιλμ που υπερβαίνει την προφανή σάτιρα της reality τηλεόρασης και γίνεται μια θαυμάσια αλληγορία, όπου το Δημιούργημα-Άνθρωπος συγκρούεται με τον Δημιουργό-Θεό, πάει ενάντια στο Σχέδιο και κερδίζει με το σπαθί του το ευεργέτημα της ελεύθερης βούλησης.
Αυτή την everyman πλευρά του Κάρεϊ θα αξιοποιήσει και ο Φρανκ Ντάραμποντ («Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ») στο «Majestic» (2001), ένα ωραιότατο homage στο σινεμά του Φρανκ Κάπρα, που σφαγιάστηκε από την κριτική με ανεξήγητο και αδικαιολόγητο μένος.
Στο μεσοδιάστημα, ο Κάρεϊ είχε χτυπήσει την πόρτα των Όσκαρ με την εμφάνισή του στο «Man on the Moon» (1999) του Μίλος Φόρμαν, όπου υποδύεται τον κωμικό Άντι Κάουφμαν, μα, δυστυχώς, κανείς δεν άκουσε το κουδούνι ‒ από τα μεγάλα ατοπήματα της Ακαδημίας.
Στο καταπληκτικό ντοκιμαντέρ «Jim and Andy: The Great Beyond» (2017), που μπορείτε να δείτε στο Netflix, περιγράφονται αναλυτικά τα ερμηνευτικά άκρα στα οποία έφτασε ο Κάρεϊ, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων συμπεριφερόταν είτε ως Άντι Κάουφμαν είτε ως Τόνι Κλίφτον, το δύστροπο alter ego του Kάουφμαν. Στο ίδιο ντοκιμαντέρ θα διαπιστώσετε από πρώτο χέρι τη βαριά κατάθλιψη του δημοφιλούς σταρ. Μεγάλο κλισέ ότι οι κωμικοί είναι κατά βάθος θλιμμένοι και δυστυχείς άνθρωποι, μα τα κλισέ προκύπτουν από τα διδάγματα της κοινής πείρας και στην περίπτωση του Τζιμ Κάρεϊ το κλισέ αληθεύει.
Αν κάνουν τους άλλους να περνούν καλά μαζί τους, ίσως μπορέσουν να περάσουν καλά και οι ίδιοι, αυτό είναι ένα σύνηθες κίνητρο των κωμικών καλλιτεχνών. Επίσης, κάποιος που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη να υιοθετεί τους μανιερισμούς και τη φωνή άλλων ανθρώπων, όπως ο Κάρεϊ, είναι πολύ πιθανό να μην αισθάνεται καλά με τον εαυτό του. H διαρκής μάχη του με την κατάθλιψη, ο εθισμός του στο prozac και η ταραχώδης συναισθηματική του ζωή τον καθιστούσαν μια ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί.
Tο «Bruce Almighty» (2003), πιθανότατα η καλύτερη κωμωδία του, θα σπάσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, αρχίζει όμως να πλησιάζει επικίνδυνα η εμπορική ημερομηνία λήξης που κάθε κωμικός έχει, η οποία θα φέρει μαζί της και το σταδιακό breakdown. Στο «Eternal sunshine of the spotless mind» (2004) ο Μισέλ Γκοντρί τον πετυχαίνει σε φάση που η ασθένεια παίρνει το πάνω χέρι –ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η ταινία– και στο σημείο εκείνο η καριέρα του παίρνει την κατιούσα. Το περιστασιακό εισπρακτικό hit θα έρθει («Yes Man», «Mr. Popper’s Penguins»), μα οι μισθοί και η δημοφιλία περασμένων ετών μοιάζουν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Οι κινηματογραφικές εμφανίσεις αραιώνουν, εν αντιθέσει με τις εμφανίσεις στον κίτρινο Τύπο. Μια (ευτυχώς σύντομη) θητεία στο αντιεμβολιαστικό κίνημα, αλλόκοτες πνευματικές αναζητήσεις και δημόσιες εμφανίσεις όπου βρίσκεται προφανέστατα «αλλού» πλήττουν την εικόνα του, για να έρθει η χαριστική βολή το 2015, με την αυτοκτονία της τότε συντρόφου του λίγο καιρό μετά τον χωρισμό τους και μια ανυπόστατη αγωγή σε βάρος του από τη μητέρα της.
Ο Κάρεϊ σχεδόν απομακρύνεται από τα εγκόσμια, στις σπάνιες εμφανίσεις του αρχίζεις να ανησυχείς σοβαρά γι’ αυτόν, ενώ η δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει θα τον οδηγήσει μέχρι την Πολωνία, για να συνεργαστεί με τον Αλέξανδρο Αβρανά – όσο λιγότερα πούμε για το «Dark Crimes» (2016), τόσο το καλύτερο.
Kαι μετά αρχίζει η ανάνηψη. Ξεκινά μια δεύτερη καριέρα ως ζωγράφος και πολιτικός καρτουνίστας, ενώ ο φίλος Μισέλ Γκοντρί θα έρθει να δώσει μια σανίδα σωτηρίας με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρυφερή τηλεοπτική σειρά «Kidding» (2018), που έχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Πέρυσι επανήλθε στην κινηματογραφική επικαιρότητα, υποδυόμενος τον κακό δρα Ρομπότνικ στο «Sonic the Hedgehog» (2020), μια ανέλπιστη εισπρακτική επιτυχία που πολύ χρειαζόταν. Oι κριτικές αναγνωρίζουν την ερμηνεία του στα θετικά στοιχεία της ταινίας. Είναι εμφανώς πιο εγκρατής από παλιότερες κωμικές του εμφανίσεις, ο χειμαρρώδης αυτοσχεδιασμός, η πλαστικότητα κάθε μυός του προσώπου και η ανεξάντλητη ενέργεια έχουν καταλαγιάσει λίγο, θα βρεις όμως αναλαμπές εκείνου του παλιού Κάρεϊ που κατάπινε την οθόνη, υπηρετώντας ένα είδος κωμωδίας που τείνει να εκλείψει. Κι αυτό σε κάνει αισιόδοξο για τη συνέχεια.
Του ευχόμαστε «χρόνια πολλά», να είναι καλά, να πατάει όσο πιο γερά στη γη γίνεται και να συνεχίσει να μας κάνει να γελάμε. Ίσως να το χρειαζόμαστε περισσότερο και από εκείνον.
Πηγή: www.lifo.gr