[σε μια ιστορία σαν και αυτή]
Είχα ξεχάσει πόσο δύσκολη μου είναι η αναμονή στους σταθμούς. Έχουν φιλοξενήσει τόσους αποχωρισμούς που δεν άντεχα η παραμικρή, έστω στιγμιαία, ανάμνηση μας να χαθεί μαζί με άλλες τόσες. Δεν ήταν σαν εκείνες. Εδώ και μέρες καμία λέξη δεν ήταν κατάλληλη να ειπωθεί. Οι αρχικοί μου δισταγμοί για αυτό το ταξίδι άρχισαν να επιβεβαιώνονται από τη σιωπή σου, και ήξερα και αυτό θα τελείωνε, όπως τελειώνουν όλα τα ταξίδια που ξεκινούν για να τελειώσουν. Μου θύμωνα γιατί η σιγουριά μου πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, και κυρίως γιατί είχα πιστέψει ότι σε μια απειροελάχιστη στιγμή του τυχαίου κάποιος είχε συνωμοτήσει για να συναντηθούμε.
Νόμιζα ότι είχα συμφιλιωθεί με το σκοτάδι όσο και με το φως. Μια πυκνή ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα, ακόμη και τις σκέψεις μου. Ο πάγος στους μείον 10 μπορούσε να σταματήσει το χρόνο. Το πρώτο άδειο παγκάκι που βρήκα στο ψύχος έγινε το καταφύγιο μου, μέχρι να επιβιβαστώ. Έπρεπε να βάλω μια άνω τελεία και να το πάρω απόφαση πως κάποιες ιστορίες μπορεί και να μη συμβαδίσουν ποτέ στο χωροχρόνο. Έπρεπε να βάλω μια άνω τελεία και να αποδεχτώ ότι ακόμη και οι πανομοιότυπες παράλληλες ευθείες, παρόλο που είναι καταδικασμένες να μη συναντηθούν ποτέ, έχουν τη δική τους δυναμική μορφή συνύπαρξης. Ίσως το αυτοδύναμο νόημα τους είναι πιο ουσιώδες από την κυκλική προδιαγεγραμμένη επανάληψη. «Μια κλασική, τυπική, άκακη τελεία» έπρεπε να θέσω, μήπως βρω τη δύναμη να καταλαγιάσω τη θύελλα μέσα μου.
Οι μέρες εδώ και μήνες κυλούσαν, όπως οι λέξεις του Κούντερα*, που όσες φορές και αν τις διαβάσεις θα υφαίνουν ένα διαφορετικό νόημα, κάθε φορά πιο γλυκόπικρο, ίσως μάταιο, ίσως μελαγχολικό. Θα μιλάω πάντα για αυτούς τους λαβυρίνθους μήπως και βρω μια απάντηση- έστω μια- στα γιατί της συνύπαρξης μας. Έπρεπε να μάθω. Αν σε μια επόμενη ζωή ταξιδεύαμε τυχαία στο ίδιο τρένο, τα δικά μας μάτια θα συναντώνταν και πάλι τυχαία; Αν όλα ήταν αλλιώς, με τα ίδια ή άλλα πρόσωπα, στα ίδια ή σε άλλα μέρη, θα είχαν οι κόσμοι μας, κάπου, κάποτε, ένα σημείο τομής που να μην είναι φευγαλέο; Αν περνούσες δίπλα μου ξυστά, μια μέρα σαν και αυτή, θα μπορούσα να σε προσπεράσω σαν να μη σε γνώρισα ποτέ; Θα περνούσα ποτέ ξυστά από δίπλα σου χωρίς να τρέμεις;
Αν μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα σου έπρεπε να βάλεις μια άνω τελεία στον κόσμο σου, εσύ ποιά διαδρομή σου θα πάγωνες; Αν μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα σου, τελείωνε ο χρόνος, θα με άφηνες να φύγω;
Στο τρένο που επιβιβάστηκα δεν επιβιβάστηκε σχεδόν κανείς άλλος. Είχα όλες τις ώρες δικές μου να βάλω μια τελεία στην απουσία σου. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν καταλάγιαζε η ομίχλη, ή αν θα ήμουν το ίδιο αποφασισμένη αν δεν έβρεχε. Εδώ, σε αυτό το χωροχρόνο που έτυχε να συναντηθούμε, δε μπορώ να πω πως δεν προσπάθησα. Ακόμη αποφεύγω να σηκώσω το βλέμμα μου στον καθρέφτη και να παραδεχτώ πως κατά βάθος ήμασταν φύσει ένα σχήμα οξύμωρο επειδή ήμασταν τόσο ίδιοι. Και αν υπερέβαλα για αυτό, όφειλες να με καθησυχάσεις, μα δεν το έκανες. Ακόμη προσπαθώ να με παίρνει ο ύπνος πριν προλάβω να αποδεχτώ πως μπορώ να ξυπνάω σε έναν κόσμο που δε θα αναλύω τη σιωπή σου, δε θα βλέπω την απουσία σου, δε θα με αγγίζει καμία αδιαφορία. Σε έναν κόσμο παράλληλο, οριακά ασήμαντο.
Όταν αποφάσισα να αλλάξω θέση και οι πρώτες νιφάδες άρχισαν να πέφτουν στη γη, στο ράδιο, τυχαία, ένας στίχος μου θύμισε την αρχή μας. Δε μέτρησα σωστά εγώ, ίσως κατάλαβα λάθος. Ίσως άργησες, ίσως βιάστηκα, μα δε φταις. Μην ανησυχήσεις, ακόμη προσπαθώ. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο φτάνω.
Θα με πετύχαινες και στην άκρη της γης;
*Παραπομπή στο κείμενο The bright dark side (2) που είναι διαθέσιμο online στο togethermag.gr.