Γράγει η Μαρίνα Μιχ. Καπελάκη – Πτυχιούχος της Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, με εξειδίκευση στις ««Ελληνορωμαϊκές – Ελληνοϊταλικές Σπουδές», ΕΚΠΑ
Το τελευταίο βιβλίο της Σόφιας Νικολαΐδου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ξεπήδησε μέσα από μονοπρόσωπες αφηγήσεις ανθρώπων, που αναφέρουν μεν «πράγματα παλιά και ίσως θα πίστευε κανείς και ξεχασμένα (σ. 14)», αξίζει, ωστόσο, να ειπωθούν, περισσότερο από ποτέ, γιατί το ανθρώπινο πεπρωμένο είναι επίκαιρο και ο σημερινός άνθρωπος έχει ανάγκη να ακούσει έναν άλλον άνθρωπο σε αυτό το διαρκώς κινούμενο και χαοτικό σύμπαν που ζει! Έτσι, συνειδητοποιεί τον εαυτόν του και αποκτά κάποιες σταθερές.
Όντως, η ακριβής αναπαράσταση μιας αλήθειας κρύβεται στις φωνές όσων την έζησαν προσθέτοντας, στο μωσαϊκό των εκδοχών της, διαφορετικές εναλλακτικές για να συναρμολογηθούν τα διάσπαρτα κομμάτια ενός διαλυμένου puzzle στον χώρο και χρόνο.
Η συγγραφέας Νικολαΐδου, τα τελευταία 30 χρόνια, εργάστηκε συστηματικά με ηχογραφήσεις και ταξίδια ανά την Ελλάδα, και κατέγραψε αληθινές εμπειρίες από ανθρώπους, οι οποίοι είναι οι πρώτοι που φόρεσαν στο χέρι τους το χρυσό βραχιόλι, όπως αποκαλούσε η γιαγιά μιας ηρωίδας (της Κ.Κ., γεν. 1968) από τον Πόντο το πολυπόθητο πτυχίο και άλλαξαν τις δυσοίωνες προβλέψεις για μία δύσκολη καθημερινότητα που θα τους στοίχειωνε. Και επειδή μεγάλωσαν με μία «εμπιστοσύνη στον εαυτόν τους ότι μπορώ να τα καταφέρω» (Χ.Π. γεν. 1957) διακρίθηκαν γιατί διέθεταν ταλέντο και « […]το ταλέντο είναι το πιο δημοκρατικό πράγμα που υπάρχει […] και το μοναδικό πού ή το έχεις ή δεν το έχεις» (Χ.Χ).
Επομένως, όταν η συγγραφική τέχνη διασταυρώνεται με την προφορική (το πιο ζωντανό κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού), η προσωπική ιστορία παποκτά υπόσταση και σε αυτή τη ζωντανή αντανάκλαση της πραγματικότητας εκφράζεται απογυμνωμένη η αναπόφευκτη τραγικότητα της αλήθειας για να δανειστούμε τη σοφία της βραβευμένης νομπελίστριας, Σβελτάνας Αλεξίεβιτς.
Στο Χρυσό Βραχιόλι οι ήρωες / ηρωίδες προέρχονται από τον μικρόκοσμο μιας αντικριστής και συχνά ενοχικής κοινωνίας. Εκεί όπου ο ένας/η μία έμπαινε στα παπούτσια του/ης άλλου/ης και μιλούσαν για «ανθρώπους και όχι για ιδέες» (Ε.Χ. γεν.1993). Από γονείς εργάτες, ναυτικούς, βοσκούς, αγρότες και τεχνίτες, που είτε άνηκαν σε πολύτεκνες ή μονογονεϊκές οικογένειες, είτε ήταν παιδιά προσφύγων ή οικονομικών μεταναστών. Όλοι/ες ήταν υποχρεωμένοι/ες να εργαστούν γιατί έπρεπε να επιβιώσουν! Ανθρώπινες οντότητες με ενσυναίσθηση γιατί ζούσαν « […] σ’ ένα σπίτι που έπρεπε να καταλαβαίνουν πράγματα, να εξηγούν και να παρατηρούν τα πάντα» (Α.Χ. , ΓΕΝ. 1988) και μ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό κεφάλαιο, για να θυμηθούμε ελάχιστα τον Μπουρντιέ, το οποίο είχε διαμορφωθεί από την παιδεία που είχαν πάρει στο πρωτογενές περιβάλλον τους και το οποίο ήταν δύσκολο να το ξεπεράσουν! Κι, όμως, ο Ηρόδοτος διαψεύσθηκε! Η ιστορία τους δεν ήταν υπερκαθορισμένη: « […] με μεγαλύτερη δυσκολία, ναι, κατακτώ πράγματα που οι άλλοι κατακτούν πιο εύκολα. Για μένα όμως είναι χαρά ότι τα κατέκτησα (Ε.Β., ΓΕΝ.1958)», θα πει ένας αφηγητής!
Η αδυναμία έγινε δύναμη, προκειμένου η ζωή «να μην πάει χαμένη» (Ι.Π.,γεν.1992) και ένιωσαν την ανάγκη να φύγουν: « […] Κι όταν είπε η μάνα μου, ωραίο το Λονδίνο, είναι κοντά..έφυγα στην Αμερική. Κι αν ήξερα κινέζικα, στην Κίνα θα πήγαινα. Τόσο ήθελα να φύγω…» ( σ. 361).
Η ίδια η συγγραφέας θα παρατηρήσει τη γαλήνια παρουσία τους, την εσωτερική αυτάρκεια που αποπνέουν, την αρχοντιά στο βλέμμα τους, το γέλιο, το πείσμα, την εργατικότητα, την αίσθηση ότι δεν σταματούν να μαθαίνουν και, κυρίως πως διαθέτουν μια ξεχωριστή «παιγνιώδη αλαζονεία ανθρώπου που έφτιαξε τη ζωή με τα χέρια του» (σ. 45).
Και μόλις κατόρθωσαν να επιτύχουν τον στόχο τους, η κοινωνική αναγνώριση δεν άργησε να τους επισκεφθεί: « […] Το λέω ωμά. Με το πτυχίο σταμάτησα να είμαι η κόρη του υδραυλικού που δεν έκανε κάτι στη ζωή της. Κι αυτό τους αφορά όλους. Είτε λέγεται σόι είτε είναι ο περίγυρός μου…» (Ι.Τ. , γεν. 1993).
Η πλειοψηφία των αφηγητών «υπολήπτονταν» τα γράμματα γιατί το « […] θέμα των σπουδών αποτελούσε μια αδιαπραγμάτευτη αξία..» ( Ρ.Ζ., γεν.1964) και ένα εισιτήριο, μεταξύ των πολλών θετικών, να γλυτώσουν από το ζυγό της ανάγκης και το βάρος της χειρονακτικής εργασίας· αν δεν τα κατάφερναν στο σχολείο δεν υπήρχαν άλλες επιλογές: « […] ένιωθα περήφανη που ξεκίνησα από κάπου, με γονείς που δεν είχαν πάει καν γυμνάσιο, εργάτες. Θεωρώ ότι το πήγα λίγο παραπέρα. Ανέβηκα επίπεδο κι ελπίζω και τα παιδιά μου να πάνε ακόμα πιο ψηλά…» (Α.Κ., γεν. 1974, θα επισημάνει μια άλλη αφηγήτρια. Υπάρχουν δε και περιπτώσεις αφηγητών που δεν ξεχνούν να αναφέρουν όσους/ες δεν επέτυχαν τον στόχο τους: «[…] …Με πιάνουν ενοχές που τα κατάφερα εγώ και οι άλλοι όχι… Κάτι σαν το σύνδρομο των Εβραίων που επέζησαν, ενώ σκοτώθηκαν εκατομμύρια δικοί τους» !
Κατά βάθος η πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου έγκειται στο ότι η συγγραφέας, με ξεχωριστή μαεστρία, αξιοποίησε την τέχνη της αφήγησης για να δώσει σχήμα στις ανθρώπινες εμπειρίες, να αναδείξει τη «βαθιά ριζωμένη ορθότητα» της ανθρώπινης θέλησης προς τη γνώση και την ευδαιμονία και να σταθεί σε μια μεγάλη αλήθεια· πόση σημασία έχει όταν η δεξιότητα που είναι γνώση έχει γίνει πράξη!
Ακόμη ηχούν τα λόγια μιας ηρωίδας (Μ.Π., γεν. 1959)στη μνήμη μου: «[…] όταν ήμασταν μικρά, τα καλοκαίρια, που δεν είχαμε σχολείο, η μάνα μου δεν ήθελε να μένουμε αργές. Μας έβαζε λοιπόν να καθόμαστε στις σκάλες, που είχε φως, και να κεντάμε. Όλο το μεσημέρι και το απόγευμα. Το τι βαρετό μου φαινόταν τότε….να τη σκοτώσω ήθελα. Όμως τώρα, εκ των υστέρων, σκέφτομαι πως αυτή η ενασχόληση με το κέντημα μου έκανε καλό. Γιατί η γλώσσα και όσα έγραψα μετά ήτανε πράγματα που τα έμαθα απ’ το κέντημα. Τη στοχοπροσήλωση, τη λεπτομέρεια, την προσοχή, τον συνδυασμό των χρωμάτων – σαν χρώματα δεν είναι οι λέξεις και οι συνδυασμοί τους; – τις βελονιές…».
Καλοτάξιδο, επομένως, Το Χρυσό Βραχιόλι!