Δεδομένου ότι η επικοινωνία μεταξύ των θεσμών και των κρατών της ΕΕ επικεντρώνεται κυρίως στη σφυρηλάτηση πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δεσμών και σχέσεων, και στην προώθηση συγκεκριμένων αξιών, αλλά όχι πολιτικών, τα κράτη, τόσο σε διακρατικό όσο και σε διακυβερνητικό επίπεδο, οφείλουν να την επαναπροσδιορίζουν κατά δύο κρίσιμους τρόπους. Να την κατευθύνουν στην ενασχόληση με τα πιο σημαντικά εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα και προς την ανάληψη και αξιοποίηση διαλεκτικών διαδικασιών, με στόχο να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν τη συμμετοχή πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής και να ενισχύσουν τόσο τη νομιμοποίηση και αποδοχή, όσο και την αποτελεσματικότητα των δημοκρατιών και των διεθνών οργανισμών στη διαχείριση των σημερινών προβλημάτων. Η στρατηγική αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και να έχει τρεις συγκεκριμένες λειτουργίες: να δημιουργήσει χώρο για την ανάδειξη εναλλακτικών θεωριών πέραν των κυρίαρχων παραδειγμάτων, με στόχο να διαμορφώσει ευνοϊκό έδαφος για τις εναλλακτικές, ενδεχομένως πρωτοποριακές πολιτικές που θα ακολουθήσουν, να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση των υφιστάμενων πολιτικών, καθιστώντας τες αποτελεσματικότερες, να ασκήσει κριτική στις τρέχουσες πολιτικές και να συζητήσει νέες πορείες δυναμικής δράσης. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αποφύγουμε να μετατρέψουμε τον «λαϊκισμό», την «μετα-αλήθεια» και τις «ψευδείς ειδήσεις» σε ένα μόνιμο φαινόμενο.
Χρήστος Φραγκονικολόπουλος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στη Σχολή Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ.
Συνέντευξη: Τάνια Ώττα
Παρατηρούμε ένα μεγάλο αριθμό «ψευδών ειδήσεων» στο διαδίκτυο. Tι ακριβώς είναι «ψευδής είδηση»;
Ως ψευδείς ειδήσεις εννοούμε τη μορφή επικοινωνίας που αποσκοπεί συστηματικά στη διαμόρφωση αντιλήψεων, την κατεύθυνση συμπεριφορών και τον επηρεασμό της κοινής γνώμης. Οι ψευδείς ειδήσεις περιλαμβάνουν ελάχιστα ή καθόλου αληθινά στοιχεία, δημιουργούνται με τη πρόθεση να παραπλανήσουν το κοινό και μιμούνται τη δημοσιογραφική μορφή και γραφή. Πρόκειται για κατασκευασμένες ειδήσεις, οι οποίες μπορεί να είναι μερικώς ή ολικώς αναληθείς, παρουσιάζονται με μορφή και γραφή η οποία προσομοιάζει εκείνη των πραγματικών ειδήσεων, όμως κατά την παραγωγή τους δεν έχουν εφαρμοστεί οι συντακτικοί κανόνες της επαγγελματικής δημοσιογραφίας για τη διασφάλιση της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των πληροφοριών και αποσκοπούν στην παραπλάνηση του κοινού με σκοπό το οικονομικό ή πολιτικό όφελος.
Με ποιο τρόπο τα νέα μέσα έχουν συμβάλλει στην κακή δημοσιογραφική πρακτική σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο;
Οι δραματικές μετατροπές στη δομή και στην οικονομία της ενημέρωσης, παρασυρόμενη από τις νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες-ψηφιακά εργαλεία και την μετάδοση τεράστιου όγκου πληροφοριών (υπερπληροφόρηση), καθιστά πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς τι είναι γνώση και τι πληροφορία (σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθίσταται ή ακόμα και αδύνατη η επεξεργασία, η αφομοίωση και ο έλεγχος της αξιοπιστίας της). Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών με την καθεστηκυία τάξη (status quo), καλλιεργεί και ενισχύει μια κατάσταση της πολιτικής «πέραν της αλήθειας», που παραπαίει ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, όπου τα γεγονότα, αν υπάρχουν, χρησιμοποιούνται για να υποστηριχθούν προσωπικές και συλλογικές απόψεις, αδιαφορώντας για τα εργαλεία, τις έννοιες και τις πρακτικές που καθορίζουν την αλήθεια. Σύμφωνα μελέτη-έρευνα του Cornell University σε 38 εκατομμύρια άρθρα αγγλόφωνων ΜΜΕ που δημοσιεύθηκαν από την 1η Ιανουαρίου έως τις 26 Μαΐου, σχεδόν το 3% αυτών περιλάμβανε ή έκανε αναφορά σε παραπληροφόρηση. Η μελέτη ασχολήθηκε με 11 κατηγορίες παραπληροφόρησης, από θεραπείες συνωμοσίας και «θαυματουργές» θεραπείες, μέχρι την άποψη ότι ο ιός ήταν ένα βιολογικό όπλο που εξαπέλυσε η Κίνα. Το πιο δημοφιλές θέμα στις κατηγορίες παραπληροφόρησης που μελέτησαν οι ερευνητές ήταν οι «θαυματουργές θεραπείες». Το δεύτερο πιο δημοφιλές θέμα παραπληροφόρησης ήταν πως η πανδημία δημιουργήθηκε για να προωθήσει τη νέα «παγκόσμια τάξη πραγμάτων». Επόμενη στη λίστα ήταν η θεωρία συνωμοσίας που συνδέει την πανδημία με τον Μπιλ Γκέιτς, μετά ότι τα συμπτώματα του κορωνοϊού προκαλούνται από το δίκτυο 5G, οι αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας, αλλά και η αντίληψη ότι ο ιός είναι μια μορφή ελέγχου των πολιτών. Και μάλιστα, οι αναφορές στον Πρόεδρο Τράμπ αποτελούσαν περίπου το 38% της «συζήτησης παραπληροφόρησης»!!!
Η πανδημία πως λειτούργησε; Μιλήστε μας για την περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην ΕΕ, από την εκδήλωση της επιδημίας της νόσου COVID-19, και χάρη στο έργο που πραγματοποίησαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα με διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες, τέθηκαν υπό αμφισβήτηση πάνω από 3,4 εκατομμύρια ύποπτοι λογαριασμοί στο Twitter, οι οποίοι επικεντρώνονταν αποκλειστικά στις συζητήσεις σχετικά με τον κορωνοϊό. Ειδικότερα, στις χώρες της ΕΕ η πανδημία έδωσε την ευκαιρία στις εξτρεμιστικές ομάδες, κυρίως μέσω του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων, να ενδυναμώσουν τα αφηγήματα που σχετίζονται με το μίσος, την ξενοφοβία και τη στοχοποίηση θρησκευτικών, πολιτισμικών και φυλετικών ομάδων, αλλά και την αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, στον καπιταλισμό και στην εκλαμβανόμενη ως κρατική καταστολή. Οι ομάδες αυτές ενώ από τη μία κατηγορούσαν τις κυβερνήσεις για καθυστερημένη λήψη μέτρων, από την άλλη καταδίκαζαν τις επιπτώσεις των μέτρων στις ελευθερίες. Συνδέουν την διασπορά του ιού με τη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., ενώ διαχέουν ακραίες θεωρίες συνομωσίας που υποδεικνύουν τις ΗΠΑ, την Κίνα ή το Ισραήλ για την κατασκευή του ιού.
Αποτελούν τελικά τα fake news κίνδυνο για τη δημοκρατία;
Ο σχετικισμός των πάντων έχει κλονίσει την πίστη των ανθρώπων σε αντικειμενικά γεγονότα/στοιχεία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα λεγόμενα «εναλλακτικά γεγονότα». Η επίκληση προς το θυμικό και προς τις προσωπικές απόψεις είναι πιο σημαντική. Οι θεσμοί και δίαυλοι συζήτησης και επικοινωνίας στις δημοκρατίες έχουν μετατραπεί σε αρένες υπεραπλουστευτικών και διαφορετικών αφηγήσεων και αντιαφηγήσεων, με αποτέλεσμα η κριτική και διερευνητική ματιά και ο εύλογος διάλογος, έχουν αντικατασταθεί από τον πανικό, τη δαιμονοποίηση και τις εύκολες «αλήθειες».
Πως μπορεί κανείς να πολεμήσει τα fake news;
Εάν δεν βελτιώσουμε τους όρους και το επίπεδο της συζήτησης, της ανταλλαγής απόψεων, επιχειρημάτων και αντι-επιχειρημάτων, το μόνο που κάνουμε είναι να υπονομεύουμε αυτό που όλοι/όλες υποστηρίζουμε ότι θέλουμε να διασφαλίσουμε: τη Δημοκρατία. Οι προκλήσεις είναι τέτοιες που απαιτούν συζήτηση. Το ότι γνωρίζουμε για τα παγκόσμια προβλήματα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα καταλαβαίνουμε ή, πολύ περισσότερο, ότι αναγνωρίζουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης στη δημιουργία τους. Πόσο διαφορετικά θα αντιλαμβανόμασταν λοιπόν την πραγματικότητα αν αποφεύγαμε τη συσσωρευμένη παραπληροφόρηση πάνω σε ζωτικά προβλήματα; Ένας τρόπος για να προστατευτούμε είναι η αφοσίωση μας στα γεγονότα και τα στοιχεία, στην ενημέρωση από ειδικούς που μπορούν να δώσουν πραγματικές απαντήσεις σε δυσεπίλυτα ερωτήματα εξοπλίζοντάς μας με γνώση για τους τρόπους αντιμετώπισης. Το ζητούμενο είναι η επένδυση στην εγκυρογνωμοσύνη: η συνήθεια να εκφράζουμε απόψεις που στηρίζονται σε έγκυρα στοιχεία και δεδομένα.
Είστε κάτοχος της Έδρας Jean Monnet. Μπορείτε να μας πείτε τι κάνει η ΕΕ προς αυτήν την κατεύθυνση;
Το Μάρτιο του 2020, καθώς η επιδημία Covid-19 εξαπλωνόταν από τη μια ευρωπαϊκή χώρα στην άλλη, η ΕΕ ανέπτυξε έγκαιρα προδραστικές επικοινωνιακές εκστρατείες προώθησης πληροφοριών για την υγεία, για τις δράσεις της ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης και την ευαισθητοποίηση των πολιτών αναφορικά με τους κινδύνους της παραπληροφόρησης. Επιπρόσθετα, και με στόχο να μειωθεί η προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, στο τέλος του 2020, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τη Δημοκρατία και το Σχέδιο Δράσης για τα Μέσα Επικοινωνίας και τον Οπτικοακουστικό Τομέα, η Επιτροπή πρότεινε και υιοθέτησε περαιτέρω μέτρα για τη στήριξη της πολυφωνίας των μέσων, την ενίσχυση της διαφάνειας αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων και την κρατική διαφήμιση και την αύξηση της ευαισθητοποίησης και της κριτικής σκέψης των πολιτών και ειδικότερα των νέων.
Αρκούν τα παραπάνω, πως μπορεί η ΕΕ να ενισχύσει τα μέτρα που ήδη λαμβάνει;
Τόσο σε επίπεδο θεσμών της ΕΕ, όσο καi στο εσωτερικό των κρατών-μελών οι υπεύθυνοι λήψης και χάραξης πολιτικής οφείλουν να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν και συνομιλούν με τους πολίτες. Ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, αναπτυξιακές πολιτικές κλπ. απαιτούν τη διαβούλευση πλήθους δρώντων – τη δημιουργία κόμβων για συζήτηση, επιχειρηματολογία και αντιπαραβολή επιχειρημάτων, και εποικοδομητική κριτική. Η καλύτερη πηγή πληροφοριών, ή ακόμα και ο πιθανότερος καταλύτης πολιτικής αλλαγής και σταθερότητας σε σειρά σημαντικών ζητημάτων, δεν προέρχεται μόνο από το κράτος. Τα πανεπιστήμια, οι ΜΚΟ και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανάπτυξη. Οι πολιτικοί και οι ηγέτες των δημοκρατιών, και οι παγκόσμιοι θεσμοί μπορούν και πρέπει να στραφούν προς αυτές τις εναλλακτικές πηγές πληροφοριών και να συμμετέχουν στην παροχή πληροφοριών μέσα από μια ευρωπαϊκή/παγκόσμια προοπτική.
Προτείνεται δηλαδή μια μορφή Διπλωματίας των Πολιτών;
Η παραδοσιακή Διπλωματία επικεντρώνεται αποκλειστικά σε κυβερνητικές πηγές ακολουθώντας ένα αυστηρό ιεραρχικό μοντέλο όταν ασκείται, στο οποίο ο πολίτης δεν έχει θέση. Με την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας, όμως, παρατηρείται ότι τις τελευταίες δεκαετίες πολίτες οργανώνονται και ασκούν αποφασιστική επιρροή μέσα από την σύσταση υπερεθνικών ομάδων, κινημάτων και διαδικτυακών ιστότοπων ειδικού ενδιαφέροντος, που το περιεχόμενο αυτών μπορεί να αφορά σε δράσεις της παραδοσιακής Διπλωματίας π.χ. δράσεις, καμπάνιες και ιστολογία που απασχολούνται με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταπολέμηση των έμφυλων διαφορών κτλ. Σε ένα περιβάλλον όπου σταδιακά κλείνει το χάσμα μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, ο διάλογος αποτελεί πλέον επιτακτικό εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικής. Νέα προβλήματα, νέες ευκαιρίες. Το ζητούμενο είναι τα κράτη-μέλη της ΕΕ να αναπτύξουν τις κατάλληλες διαδικασίες και να δημιουργήσουν τους χώρους που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο. Το ζητούμενο είναι η άσκηση μιας πολιτικής που δίνει έμφαση στην κυκλοφορία των ιδεών, των αξιών προκειμένου να αφουγκραστούν τους πολίτες. Ανοίγοντας δίαυλους επικοινωνίας με πολίτες στα αίτια και στις αντίστοιχες λύσεις οι δημοκρατίες όχι μόνο θα εμπλουτίσουν τον δημόσιο διάλογο, αλλά θα προσφέρουν και περισσότερες επιλογές προς εξέταση και σκέψη που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε βέλτιστες πρακτικές και αποτελέσματα.