Τι θέση έχεις μέσα στις λάσπες και στα νερά, μες τα λασπόνερα και στις σκόνες;
Οχι, δε σου ταιριάζει.
Της ξενιτιάς το χατήρι γίνηκε. Όχι, δεν κλαίω, τη χάρη δεν της κάνω.
Τι κι αν πρέπει να χωθείς στων ξένων το σπήλαιο
κι έχεις στα χώματα χωμένα τα πόδια σου, δε θα βαλτώσεις.
Το κορμί μονάχα κατάφερε.
Τον νου ούτε που αγγίζει,πώς να μπορέσει άλλωστε;
Με το βλέμμα στραμμένο στο φως, τι να σε φοβίσει;
Το σώμα, κάτοικος πρόσκαιρος σε μέρη που δε διάλεξες ελεύθερα.
Της ανάγκης το χατήρι έγινε. Κι αυτηνής θυμό της βγάζω.
Αναγκάστηκες τα χέρια σου να δώσεις.
Ο πόνος μη σ’ απελπίσει και χαρεί.
Δε λογάριασε καλά και μάταια προσπαθεί να σε ρίξει.
Το κορμί μονάχα κατάφερε.
Τον νου ούτε που αγγίζει,πώς να μπορέσει άλλωστε;
Για τις ανθρώπινες ανάγκες παραχωρείς τον εαυτό,τον μισό,
μισώ τις συνθήκες που σ’ οδήγησαν εκεί.
Κει, μακριά.
Τόσο μακριά μου, που τα δάχτυλα δε φτάνουν να σε χαϊδέψουν,
τα χέρια μου να σε φροντίσουν και η αγκαλιά μου να σε ξεκουράσει.
Δε μένεις εκεί. Δεν είναι κει ο τόπος σου. Δεν είναι ο χώρος σου.
Ο χωροχρόνος σου γίνεται μέσο και σωπαίνεις.
Σιωπή χρυσή, αγία και θηλιά. Να αντιδράσεις αδυνατείς.
Αδύναμος τώρα στα μάτια τους δείχνεις, στο μυαλό τους αταίριαστος,
να καταλάβουν αδυνατούν,πώς θα μπορούσαν άλλωστε;
Ανήκεις αλλού προ πολλού.
Τι κι αν σε προστάζουν να συμμορφωθείς και το σώμα υπακούει, το μυαλό είναι αλλού ταγμένο.
Ταγμένος στην τέχνη, της τέχνης τέκνο είσαι.