Αν δεν ήταν τα χέρια σου να σφίγγουν, αν δεν ήταν τα πόδια σου να τρέχουν, αν δεν ήταν ο λαιμός σου να τεντώνει, το στήθος σου να λαφάζει, τα μάτια σου γλαρά στον ίλιγγο, τα χείλη σου κρατήρας μισάνοιχτος, σμιχτά τα φρύδια, ιδρωμένο το μέτωπο, αν δεν ήταν να ‘ρχεται η κοιλιά σου κύματα κύματα κύματα και να ζητάει το ύψος, η ράχη σου να σφαδάζει, το μικρό δάχτυλο του ποδιού σου λιγωμένο, τα νύχια σου να συμμετέχουν, δε θα μπορούσα ποτέ ν’ ανέβω σε τέτοιες κορφές, να ταρακουνηθώ απ’ τους σπασμούς των άστρων, βεγγαλικά που τυφλώνουν, κεραυνοί που φωτίζουν για μια στιγμή το στερέωμα, καθώς αρχίζει η πτώση γέρνοντας να κοιμηθώ πάνω στα σύννεφα, που απαλά με κατεβάζουν στο όνειρο της θάλασσας, στα γαλάζια λιβάδια των δελφινιών που με συνοδεύουν στους διάφανους βυθούς, στην ευδαιμονία της πληρότητας.
Μάριος Χάκκας, Ομορφο καλοκαίρι (Θαλασσινά Ιντερμέτζα), Άπαντα, εκδ Κέδρος