Coraline vuole il mare ma ha paura dell’acqua
E forse il mare è dentro di lei
(Coraline wants the sea but she’s afraid of the water
And maybe sea is inside her)
Damiano David-Coraline
Η μεγάλη πράσινη της Ευγενίας Φακίνου, η θάλασσα που μαγεύει αλλά ταυτόχρονα τρομοκρατεί, το σύμβολο του απέραντου και ακυβέρνητου, η ευκαιρία και η αφορμή για κάθε υπέρβαση μας, ήταν και θα είναι η ονειροπαγίδα των επιθυμιών και των σκέψεών μας. Γαλήνια ή ταραγμένη, σαν την ψυχή μας, ημερεύει ή ταράζεται ανάλογα με τους «καιρούς».
Η γοητευτική της δύναμη, η λυτρωτική για όποιον φυλακίζεται σε γυάλινα όρια, η υποστηρικτική όποιου καταρρέει, η κινητήριος για όποιον παραιτείται, η δημιουργική για όποιον απογοητεύεται, ποιόν άραγε ταξιδιώτη δεν συγκίνησε και δεν ταρακούνησε;
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, οι Νηρηίδες, νύμφες, κόρες του Νηρέα και της Δωρίδας, εγγονές του Τιτάνα Ωκεανού, έφεραν στα ονόματα τους τις ιδιότητες της και ήταν εκείνες, που μπορούσαν να τη γαληνεύουν ή να ταράζουν τα κύματα της. Ψάχνοντας ανάμεσα σε παλιές φωτογραφίες, κείμενα και κομμένες σελίδες από περιοδικά, που πάντα κρατούσα, βρήκα τυχαία μια μικρή ιστορία για τη Νηρηίδα Γαλάτεια. Ήταν γυναίκα του Κύκλωπα Πολύφημου, που συνάντησε ο Οδυσσέας γυρνώντας στην Ιθάκη του, και Όμηρος και Ησίοδος την αναφέρουν ως την πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Αγάπησε τον Άκι, γιό του θεού Πάνα, που σκότωσε ο Πολύφημος, από την οργή και ζήλια, πετώντας του έναν τεράστιο βράχο. Η Γαλάτεια από την αγάπη και το θρήνο της, κατάφερε να μεταμορφώσει το αίμα του σε ποταμό με κρυστάλλινα νερά και δεν έφευγε από κοντά του. Η Γαλάτεια δεν άφησε την αγάπη της μέσα από τη δύναμή της, ξεπερνώντας το φρικτό χαμό του. Άπειρες ιστορίες μπορούσα να βρω με ένα κλικ, πιο εντυπωσιακές, πιο σημαντικές, πιο μεγάλες και επεξηγηματικές, κι όμως στάθηκα σε εκείνη, στο ξεθωριασμένο κείμενο που μαρτυρούσε ότι κάποτε, για κάποιο λόγο, θεώρησα σκόπιμο να το κρατήσω για να μην την ξεχάσω. Δεν ξέρω να πω με σιγουριά αν η Γαλάτεια μπόρεσε να γαληνέψει την οργή και τη λύπη της για το αναπόφευκτο μέσα από τη δύναμη που πήγαζε από την ίδια. Ήθελα να βρω μια ερμηνεία, να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι καμιά φορά, όταν δεν μπορείς να ξεφύγεις, αφήνεσαι χωρίς να το αντιμετωπίσεις και βυθίζεσαι στα σκοτάδια σου. Άγνωστη η φυγή.
Στο παράλληλο σύμπαν της μυθολογίας δεν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως όλα είναι εύκολα, no matter what. Δεν ξέρω τί είναι χειρότερο, για το δικό μας σύμπαν. Κι η άγνοια, όμως, είναι μια φυλακή με ανακυκλωμένες σκέψεις, που δεν τις παίρνουν τα κύματα, όση δύναμη κι αν έχουν. Αυτοί οι αόρατοι χτύποι, τα δεσμά που φοβάσαι να κοιτάξεις κατάματα, τα δάκρυα που είναι μόνιμοι κάτοικοι της άκρης του ματιού σου, κάθε φορά που δεν ξέρεις πώς αντέχεις. Είναι μάταιο να αναμετράσαι με το αόρατο; Είναι ανώριμο να αναβάλλεις αυτή την αναμέτρηση; Είναι άραγε η θάλασσα των πιο σκοτεινών μας ενοχών και φόβων προσπελάσιμη ή έστω ανεκτά αναπαυτική;
Όταν ήμουν μικρή, κάθε φορά που έβλεπα τη θάλασσα με το φως του ήλιου ένιωθα την ανακούφιση της ασφάλειας που σου δίνει η σιγουριά πως ό,τι έρχεται μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Όταν βράδιαζε, η θάλασσα άλλαζε πρόσωπο, και την απέφευγα γιατί αυτή η άγνωστη πτυχή της, μου προξενούσε το άβολο αίσθημα του να μην μπορείς να αποδράσεις. Τώρα που βλέπω ότι στην πραγματικότητα οι μόνες αναπόδραστες καταστάσεις είναι οι αόρατες και ανεξερεύνητες περιοχές της σκέψης μας, εκείνες που δεν ακουμπάμε, δε νιώθω πως η θάλασσα είχε ποτέ κάποιο άγριο πρόσωπο.
Θέλουμε τη θάλασσα, μα φοβόμαστε το νερό. Κι όμως, μπορεί αυτό να είναι το δικό μας στοιχείο.
Θέλω να τη φυγή, μα φοβάμαι την αρχή. Κι όμως, μπορεί αυτή μπορεί να έγινε ήδη.
Εσύ;
Θέλω…………………………………………………
μα φοβάμαι………………………………………..
Κι όμως, μπορεί………………………………………………
(συμπληρώστε υπεύθυνα)