Ο Κοντιγιάκ αναφέρει ότι «όσο ψηλά κι αν ανέβουμε, όσο χαμηλά κι αν κατεβούμε, ποτέ δεν βγαίνουμε από τις ίδιες μας τις αισθήσεις». Κι αν οι αισθήσεις μας είναι η άκρη του κόσμου, θα είναι πάντα η προσωπική μας σύλληψη αυτού. Είναι τα τοπία, τα αληθινά, που μόνοι μας φτιάχνουμε, έξω από τα επτά μέρη του κόσμου. Εκεί, όπως μου μιλά ο Πέτερ Σλέμιλ, «το όγδοο είναι το δικό μου κομμάτι, αυτό που εγώ διανύω». Είναι το μύχιο βάθος της ψυχής μου. Κι έρχεσαι εσύ, τούτο το καλοκαίρι, να μου δέσεις τα μάτια. Μα δεν με τυφλώνεις! Με εμποδίζεις ωστόσο να βλέπω.
Ο Πέτερ Σλέμιλ στέκει. Με μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου, παρατηρεί το βασιλικό, που μαράθηκε στο μπαλκόνι. Η σιωπή χυμάει και στο μυαλό του ψιθυρίζει:
-Καλοκαιρινό απομεσήμερο εκεί έξω, πόσο θα ήθελα να είμαι άλλος. Σήμερα θα ήθελα να επιστρέψω ξαφνικά σ’ αυτό που είμαι ή σ’ αυτό που με ονειρεύομαι. Σήμερα,θα ήθελα να νιώσω ξανά παιδί. Και δεν μπορώ να πω, τελικά έκανα πολλά!
Σηκώθηκα, πήρα τον σάκο μου, πέταξα μέσα ένα βιβλίο, τη φωτογραφική μηχανή, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου και 5 ευρώ. Κίνησα για την κοντινότερη παραλία.
Βρήκα αμέσως μία άδεια ξαπλώστρα, στο κέντρομιας δωδεκάδας, στη δεύτερη σειρά. Θα προτιμούσα μια ξαπλώστρα κοντά στη θάλασσα ή με λιγότερους ανθρώπους να με περιτριγυρίζουν, αλλά τα οπτικά ερεθίσματα των, θα με βοηθούσαν στηγραφή μου.Γιατί, το να ορίζεις τη διάθεση σου αποτελεί προνόμιο των μεγάλων ζώων και εγώ σαν καλός άγριος, για όλα είμαι στο περίπου και ήθελα να ξαναβρώ την παιδική μου αθωότητα.
Έβγαλα τις σαγιονάρες και με αργά βασανιστικά βήματα, για να χαρώ τη διαδρομή και η μνήμη του σώματος να ετοιμαστεί για αυτό που πρόκειται να αισθανθεί, κίνησα για την άκρη του κόσμου. Για αυτό που μου είχε λείψει περισσότερο. Τη θάλασσα! Για αυτήν που μοιάζει με την κόρη που πάντα ήθελα να αποκτήσω. Για αυτήν την κόρη που γράφω εδώ και χρόνια.
Πέρα από την άμμο, στο πρώτο άγγιγμα του νερού της θάλασσας, μελαγχολική ανακωχή με το μηδέν και το άπειρο. Όλα ή τίποτα. Όπως όταν ήμουν παιδί και έτρεχα μονομιάς να χώσω τα πόδια μου μέσα στην θάλασσα, τσιρίζοντας, σε κάθε άγγιγμα ευχαρίστησης.
Φθάνοντας, τα δάχτυλα των ποδιών μου βουτήχτηκαν μέσα στο νερό, ανακατεύτηκαν με την άμμο και μια ανατριχίλα διαπέρασε ολάκερο το κορμί, επιτρέποντας την ευδαιμονία του σώματος να ξεχειλίσει από το σάπιο σώμα μου.
Τέσσερα χρόνια λησμονιάς ήταν πολλά. Τέσσερα δύσκολα χρόνια χωρίς το πρώτο άγγιγμα της θάλασσας. Και η μνήμη μπορεί να είναι ασθενική, η καρδιά ωστόσο διατηρεί τη δική της μνήμη και δεν έπαψε να λησμονεί την αγάπη της για την θάλασσα.
Επέστρεψα στην ξαπλώστρα. Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ – Οπρώτος άνθρωπος. Παράλληλα, με τα δάχτυλά των ποδιών μου σκεπάρνιζα την άμμο προσπαθώντας να ανοίξω μία πελώρια τρύπα για να την γεμίσω μετά με νερό. Aedificaboetdestruam, όπως λέει ο Μοντερλάν.
Φλυαρία παραδίπλα από τους λιγοστούς λουόμενους. Εραστές της καλοκαιρινής δροσιάς. Μα μου αρέσουν οι άνθρωποι που μυρμηγκιάζουν στις παραλίες κάτω από τον καυτό ήλιο, να ορίζουν την διάθεση τους.
Παρατηρώ: Δεξιά μου, στη δεύτερη σειρά κάθεται ένας νεαρός. Γεροδεμένος, με κοντό μπλε σορτσάκι μαγιό, απολαμβάνει τον καυτό ήλιο. Φοράει μαύρο δερμάτινο καπέλο, για να κρύψει το ξυρισμένο γουλί μαλλί του ή την ακμάζουσα φαλάκρα του και μαύρα γυαλιά ηλίου. Απολαμβάνει τον καφέ του και κάθε λίγο κοιτάει το τηλέφωνο του.Σα να θέλει απεγνωσμένα να τον καλέσουν!
Μπροστά μου, μια νεαρή κοπέλα με το σκυλάκι της, ένα ασπρόμαυρο Τεριέ. Κάθε φορά που το πασπαλίζει με θαλασσινό νερό, γαυγίζει και κουνάει τη μικροσκοπική ουρά του. Αυτό, που με εντυπωσιάζει στο πελιδνό πρόσωπο της, είναι πως δεν ξεχωρίζω τα μάτια της, παρά μονάχα ένα θαμπό φως μέσα σε μία φωλιά από φακίδες.
Στα αριστερά μου, μία τετραμελής οικογένεια. Μπαμπάς, μητέρα και δύο μικρά αγοράκια. Περίπου, πέντε με έξι ετών. Η μητέρα φοράει ένα μαλακό καπέλο στρογγυλό με φαρδύ μπορ. Παίζει με το κινητό της. Ο πατέρας φοράει μαύρο μαγιό και έχει απλώσει το σώμα του στην ξαπλώστρα σαν πέτρα. Απολαμβάνει τον ύπνο του. Τα δύο μικρά αγοράκια, γυμνόστηθα, με ταμπρατσάκια περασμένα στα χέρια, στην άκρη του κόσμου, καθισμένα στην άμμο πολεμούν με τα φρεσκοαγορασμένα νεροπίστολα. Ο καυτός ήλιος πυρπολεί τα στήθη και τις πλάτες τους, μα η ορμή του νερού της θάλασσας τα δροσίζει.
Εκεί, στη σκιά του κόσμου, δεσμώτης μες στη σπηλιά, να με, μόνος! Έσχατη συγκίνηση που με λυτρώνει από το σκηνικό. Γνωρίζω πως ο καθένας μας την κουβαλάει μέσα του την πανούκλα, γιατί κανείς στον κόσμο δεν είναι απρόβλητος από αυτήν και η πανούκλα κυρίως αφήνει σημάδια, τουλάχιστον στις καρδιές μας. Η πτώση θα έρχεται, ξανά και ξανά, η άνοδος είναι μια άλλη ιστορία, για να γράψεις. Μα επίσης πλέον γνωρίζωπως αν υπάρχει κάτι που συνεχώς μέσα σου το λαχταράςκαι καμία φορά το γεύεσαι σε δόσεις, τότε πρέπει να ζεις και να πεθαίνεις γι’ αυτό.Πλήττεις και πασχίζεις να αποκτήσεις συνήθειες. Μικροχαρές της παιδικής τρυφερής σου ηλικίας. Μικροχαρές μιας εφήμερης ζωής.
Ο Πέτερ Σλέμιλ χαμογελά! Σήμερα έκανε μια στάση και η καρδιά του έσμιξε με τον εαυτό της. Μετά από τέσσερα χρόνια, ξανά στην ίδια θέση του ονειράματος εκείνης της ημέρας, καθώς ακούει τηβροχή έξω να ξεπλένει τις καλοκαιρινές απολαύσεις του κόσμου, με το σώμα και το πνεύμα ασθενικά και δηλητηριασμένα, σκέφτεται μόνο με εικόνες την αξία του θαύματος και το πρόσωπο της αιώνιας νιότης του Καμύ.
-«Βρίσκουμε καταφύγιο στη μετριότητα, από απελπισία για το ωραίο που ονειρευτήκαμε», μου φωνάζει ο Γκυστάβ Φλωμπέρ. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιαν ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες, για ποιο ταξίδι ονειρευτό. Μα με μάτια κλειστά, με ξαναβρήκα.
– Ιντερμέδιο/Ζάκυνθος 2021
[1]Στα τέλη του 15ου αιώνα, ανάμεσα στις πράξεις ενός θεατρικού έργου, υπήρχε η συνήθεια να λαμβάνει χώρα ένα μουσικό διάλειμμα, το οποίο επικράτησε να ονομάζεται Ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο. Αυτά αποτελούνταν συνήθως από τραγούδια για σόλο φωνή, μαδριγάλια και άλλα πολυφωνικά τραγούδια, χορό και διαλόγους. Τα θέματα ήταν συνήθως αλληγορικά ή ποιμενικά. Περί το 1600 τα ιντερμέδια ήταν πολύ συχνά τόσο εξελιγμένα θεάματα, ώστε προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα ίδια τα θεατρικά έργα. Συνήθως γραμμένα για σοπράνο και μπάσο, τραγουδισμένα απ’ την αρχή ως το τέλος, έδωσαν ζωή στην «όπερα μπούφα», τη χαρακτηριστική τελική φόρμα της κωμική όπερας.