Σπούδασε φιλοσοφία, παιδαγωγική, κοινωνιολογία και γερμανική φιλολογία στο Μάρμπουργκ, το Μίνστερ και το Αμβούργο. Συμμετέχει στο αντιπυρηνικό κίνημα του 1958/59. Από το 1959 ως το 1969 συνεργάζεται με το περιοδικό “Κονκρέτ” του Αμβούργου. Από το 1962 ως το 1964 είναι αρχισυντάκτρια του περιοδικού.
Τον Δεκέμβριο του 1961 παντρεύεται με τον Κλάους Ράινερ Ρελ, εκδότη του “Κονκρέτ”. Από το γάμο αυτό γεννιούνται οι δίδυμες Μπετίνα και Ρεγγίνε.
Τον Μάρτιο του 1968 το ζευγάρι χωρίζει. Η Μάινχοφ μετακομίζει από το Αμβούργο στο Βερολίνο. Δουλεύει ως ελεύθερη δημοσιογράφος στον Τύπο και το ραδιόφωνο και διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Το Φεβρουάριο του 1970 φιλοξενεί στο σπίτι της τον Μπάαντερ και την Ένσλιν που κρύβονται μετά την καταδίκη τους σε τρία χρόνια φυλακή για τον εμπρησμό ενός πολυκαταστήματος. Είχαν εκτίσει τους 14 μήνες και έλπιζαν -μάταια- σε ευνοϊκή κατάληξη της έφεσής τους. Τον ίδιο μήνα αρχίζει να γυρίζει την ταινία “Μπαμπούλε”, με θέμα τις συνθήκες ζωής σε ένα άσυλο κοριτσιών.
Στις 4.4.1970 ο Μπάαντερ συλλαμβάνεται σε αστυνομικό μπλόκο. Στις 14.5 η Μάινχοφ συμμετέχει στην επιτυχημένη απόδρασή του. Ένας φύλακας σκοτώνεται. Η Μάινχοφ περνά στην παρανομία. Τον Αύγουστο του 1970 ιδρύεται η RAF (Rote Armee Fraktion, Τμήμα του Κόκκινου Στρατού). Ακολουθούν επιθέσεις σε ΝΑΤΟϊκούς στόχους και τράπεζες. Στις 17 Ιουνίου 1972 η Μάινχοφ συλλαμβάνεται στο Ανόβερο. Φυλακίζεται κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες στο Όσεντορφ της Κολονίας. Η απόλυτη απομόνωση. Μετά απεργία πείνας, τον Ιανουάριο του 1973, μεταφέρεται σε άλλη πτέρυγα της φυλακής. Η απομόνωση διατηρείται. Ακολουθούν και άλλες απεργίες, χωρίς αποτέλεσμα. Το 1974 μεταφέρεται στα “λευκά κελιά” του Στάμχαϊμ. Στις 21.5.1975 ξεκινά η δίκη των ηγετών της RAF. Έχουν ήδη ψηφιστεί ειδικοί έκτακτοι νόμοι.
Τον Σεπτέμβριο του 1975 ειδικοί γιατροί κρίνουν τους κατηγορούμενους ανίκανους να παρακολουθήσουν τη διαδικασία. Η δίκη συνεχίζεται χωρίς την παρουσία τους. Στις 9. 5.1976 η Μάινχοφ βρίσκεται απαγχονισμένη στο κελί της.
Ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ
Στις 14 Μάιου 1970, στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία, μία απόδραση σηματοδοτεί τη «ληξιαρχική πράξη γέννησης» μίας από τις ιστορικές οργανώσεις του ένοπλου αντάρτικου πόλης. Ο λόγος για τη «Φράξια Κόκκινος Στρατός», γνωστή και ως Ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ.
Γεννημένος τον Μάιο του 1943, ο Αντρέας Μπάαντερ, ορφανός από πατέρα αλλά μεγαλωμένος με περισσή αγάπη από τη μητέρα, δεν έχει καμία σχέση με εξεγέρσεις, αντάρτικα πόλης και γενικότερα οτιδήποτε επαναστατικό. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κλέβει γρήγορα αυτοκίνητα και να παραβιάζει τους κανόνες κυκλοφορίας, ενώ για χρόνια μπαινοβγαίνει στις φυλακές για πλημμελήματα. Όλα αυτά μέχρι το 1967.
Τότε γνωρίζει την Γκούντρουν Ένσλιν, φοιτήτρια της Φιλολογίας και κόρη ευαγγελικού πάστορα, η οποία δεν αργεί να πέσει θύμα της γοητείας του. Ο Μπάαντερ αρχίζει να ακούει με προσοχή τις εξτρεμιστικές πολιτικές θεωρίες της και μυείται στον εξτρεμιστικό μαρξισμό. Ένας δεσμός, μία σχέση απ’ τις πολλές που είχε ο γόης Αντρέας Μπάαντερ, είναι η αρχή της δράσης μίας ιστορικής εξτρεμιστικής οργάνωσης της Ευρώπης. Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν γίνονται γνωστοί το 1968, όταν πυρπολούν δύο πολυκαταστήματα στη Φρανκφούρτη. Συλλαμβάνονται αλλά το 1969 αφήνονται ελεύθεροι με αναστολή, όπου διαφεύγουν στο Παρίσι, την πόλη της επανάστασης. Η απόφαση του Μπάαντερ να επιστρέψει στη Γερμανία αποδεικνύεται λάθος, καθώς στα τέλη του 1969 συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή.
Η Ένσλιν, μαζί με τη δημοσιογράφο της άκρας αριστεράς, Ουλρίκε Μάινχοφ, οργανώνουν τη βίαιη αποφυλάκισή του. Με τη βοήθεια της Μάινχοφ έξι μέλη της ομάδας απελευθέρωσαν τον Μπάαντερ από τη φυλακή στις 14 Μαΐου 1970, με απολογισμό τρεις βαριά τραυματισμένους. Το πιο γνωστό όνομα είναι αυτό του Γκέοργκ Λίνκε, εργαζόμενου του Γερμανικού Κεντρικού Ινστιτούτου για Κοινωνικά Ζητήματα (Deutsches Zentralinstitut für Soziale Fragen) στο Βερολίνο. Η απόδραση αυτή θεωρείται «ληξιαρχική πράξη γέννησης» της Ομάδας Μπάαντερ – Μάινχοφ, που εξελίχθηκε λίγο αργότερα στη «Φράξια Κόκκινος Στρατός».
Το ταξίδι στον Λίβανο και η ιδρυτική διακήρυξη
Το καλοκαίρι του 1970 ο ιδρυτικός πυρήνας της οργάνωσης και μέλη της ομάδας ταξιδεύουν στον Λίβανο, όπου εκπαιδεύονται στο αντάρτικο πόλεων σε παλαιστινιακά στρατόπεδα εκπαίδευσης. Ο Μπάαντερ επιβάλλεται ως ο «φυσικός» αρχηγός της οργάνωσης, που με την επιστροφή των μελών της στη Γερμανία ανακοινώνει -στις 5 Ιουνίου 1970- τον σχηματισμό της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός (γερμ. Rote Armee Fraktion, R.A.F.)» ως φόρο τιμής στον Κόκκινο Στρατό που πολέμησε τους ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιδρυτικά μέλη οι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Έσλιν, Χορστ Μάλερ, Ουλρίκε Μάινχοφ, Ίρμγκαρντ Μέλερ κ.ά.
Η δράση αυτής της πρώτης γενιάς της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός» έληξε με τη σύλληψη και το θάνατο των ηγετών της (Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε) στη φυλακή του Στάμχαϊμ το 1977. Ο θάνατός τους έδωσε λαβή για πολλές θεωρίες. Σύμφωνα με τις αρχές αποδόθηκε σε αυτοκτονία, όμως άλλες πηγές υπέθεσαν σκόπιμη εγκληματική ενέργεια από το κράτος και τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Όσον αφορά την Ούλρικε Μάινχοφ, στις 9 Μαΐου 1976 βρίσκεται κρεμασμένη στο κελί 719 των φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης. Η επίσημη νεκροψία είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση αυτοκτονίας. Μια δεύτερη έρευνα, έπειτα από απαίτηση της αδερφής της, κατέληξε ότι η πιθανότερη αιτία του θανάτου ήταν «αυτοκτονία δια απαγχονισμού».
Η τρομοκρατική δράση της πρώτης γενιάς της «R.A.F.» (σ.σ. Μπάαντερ, Μάινχοφ, Ένσλιν κ.ά.) είναι σύντομη, αρκεί όμως για να συγκλονίσει τη Γερμανία.
1972: Ιανουάριος – Μάιος, Σειρά βομβιστικών επιθέσεων της RAF με αποτέλεσμα 4 νεκρούς και 31 τραυματίες.
1974: 10 Νοεμβρίου, Η Ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ εκτελεί τον δικαστή Γκίντερ φον Ντρέκμαν.
1975: 25 Απριλίου, Κατάληψη της γερμανικής πρεσβείας στη Στοκχόλμη με αίτημα την απελευθέρωση της ηγεσίας της RAF. Τρεις διπλωμάτες νεκροί.
Η RAF δημιουργήθηκε αρχικά ως κίνημα εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ που ξέσπασε το 1967. Τα μέλη της αυτο-αποκαλούνταν “αστικοί επαναστάτες”. Tα σπέρματα της οργάνωσης ανιχνεύονται στο φοιτητικό κίνημα της δυτικής Γερμανίας, που οι διαμαρτυρίες του κατά του ρατσισμού, του ιμπεριαλισμού και υπέρ της ανθρώπινης αυτοδιάθεσης ενώθηκαν με αυτές του κόσμου, των εργατών και της μεσαίας τάξης δημιουργώντας επαναστατικό κλίμα.
Η οργάνωση λειτουργούσε ενεργά την περίοδο 1971 – 1977, το περίφημο “γερμανικό φθινόπωρο”. Στην αρχή της δημιουργίας της, με τις προκηρύξεις που δημοσίευε, είχε κερδίσει μια σχετική συμπάθεια από τον κόσμο, έως τη στιγμή που άρχισαν οι βομβιστικές επιθέσεις και υπήρξαν τα πρώτα θύματα από αυτές. Στη δράση της αποδίδονται 34 θάνατοι, περιλαμβανομένων και κάποιων μη προγραμματισμένων απωλειών, όπως σοφέρ, bodyguards κ.λπ.
Όλα τα βασικά στελέχη ήταν υψηλού μορφωτικού επιπέδου εκτός από τον Αντρέας Μπάαντερ που ήταν ο μοναδικός από τα μέλη της Rote Arme Fraktion που δεν είχε σπουδάσει. Κλοπές, ανατινάξεις, βομβιστικές επιθέσεις εντάσσονταν στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα που ξεκίνησαν.
Στη φυλακή επικοινωνούσαν μέσω των εκπροσώπων τους και συγκεκριμένα γραπτά και υποκινούμενες ενέργειες από τη Μάινχοφ έβγαιναν και έξω από τη φυλακή. Σε διάφορες φάσεις του εγκλεισμού τους τα μέλη έκαναν απεργία πείνας. Από αυτή την ενέργεια “κατάφερε” να αυτοκτονήσει μόνον ο Μάινς το 1974. Η περίφημη δίκη του Στάμχαϊμ ξεκίνησε το 1975 και ήταν μία από τις πιο αμφιλεγόμενες δικαστικές διαδικασίες στα χρονικά του γερμανικού δικαίου.
Το Μάιο του 1976 η Μάινχοφ βρέθηκε απαγχονισμένη στο κελί της και οι περισσότερες θεωρίες συγκλίνουν στην άποψη ότι το έκανε γιατί άρχισε σταδιακά να εξοστρακίζεται από τον πυρήνα της ομάδας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης έγιναν ακόμη περισσότερες βομβιστικές επιθέσεις, με κορύφωση τη στιγμή της δολοφονίας του Δημόσιου Κατηγόρου, Σίγκφριντ Μπούμπακ, του οδηγού του και του σωματοφύλακά του. Τον Απρίλιο του 1977 οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Οι ραγδαίες αιματηρές εξελίξεις που ακολούθησαν οριοθέτησαν το περίφημο γερμανικό φθινόπωρο του ’77: η δολοφονία του επικεφαλής της Dresdner, Bank Γιούργεν Πρόντο και η απαγωγή και δολοφονία ενάμισι μήνα μετά του Προέδρου του Συνδέσμου Εργοδοτών, Χανς Μάρτιν Σλέιερ. Ο Μπάαντερ και ο Ράσπε βρέθηκαν στα κελιά τους νεκροί από πυροβολισμούς και η Ένσλιν βρέθηκε κρεμασμένη, αλλά αν ήταν αυτοκτονία ή δολοφονία δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.
Ντάριο Φο: Εγώ η Ουλρίκε Μάινχοφ καταγγέλλω
Θυμίζουμε έναν από τους πιο σκληρούς θεατρικούς μονολόγους που έγραψε ο Ντάριο Φο μαζί με τη Φράνκα Ράμε, για την Ουλρίκε Μάινχοφ της οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός.
ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάινχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών… Ναι! Είμαι παντρεμένη. Έκανα δύο παιδιά με καισαρική. Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα
Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματά μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια.
Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρεται τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης. Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεών μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να ‘λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ έναν τάφο.
Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον; λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πώς θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.
ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτε πόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω.
Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου. Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου. Πιασμένη σα γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.
Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου. Νιώθω το κορμί μου σα σκόνη, όπως το απορρυπαντικό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω. Προσπαθώ να το συναρμολογήσω.
ΔΙΑΛΥΟΜΑΙ! Πρέπει να αντέξω Να αντισταθώ. Δεν θα μπορέσετε να με τρελάνετε. Πρέπει να σκεφτώ, να σκεφτώ! Να λοιπόν που σκέφτομαι! Σκέφτομαι εσάς που μ’ έχετε κλεισμένη σ’ αυτόν τον εφιάλτη. Από το κρύσταλλο του ενυδρείου που με κλείσατε και με κοιτάζετε με ενδιαφέρον. Μείνατε άφωνοι! Τρέμετε από φόβο μήπως και μπορέσω κι αντισταθώ. Τρέμετε στη σκέψη μήπως οι άλλοι σύντροφοί μου έρθουν και γκρεμίσουν αυτό το λευκό θάνατο που επινοήσατε. Πόσο γελοίο, αλήθεια, να στερήσετε από μένα τα χρώματα! Κι έξω να βάφετε το μουχλιασμένο και γκρίζο κόσμο σας με τα πιο φανταχτερά χρώματα, για να μην μπορεί να δει κανείς τη σαπίλα που κρύβει. Και να υποχρεώνετε τον κόσμο να καταναλώνει μόνο και μόνο για το χρώμα. Χρωματίστε με ωραίο κόκκινο το σιρόπι από τα βατόμουρα, και τι πειράζει αν αυτό φέρνει καρκίνο! Το απεριτίφ σας να είναι πορτοκαλί. Τα παιδιά σας πρέπει να τρώνε πολύ το πράσινο και το αστραφτερό κίτρινο. Το βούτυρο κι η μαρμελάδα πάντα με χρωματιστά δηλητήρια. Ακόμα και τις γυναίκες σας τις βάψατε σαν καραγκιόζηδες. Εξαίσιο κόκκινο για τα μάγουλα, ανοιχτό γαλάζιο και βιολετί για τις βλεφαρίδες, ρουζ για τα χείλια κι όσο για τα νύχια ό,τι χρώμα θα έβαζε ο νους σου για να είναι σαν καρναβάλι. Χρυσαφί, ασημί, πράσινο, πορτοκαλί μέχρι και σκούρο μπλε χρησιμοποιήσατε. Και τιμωρήσατε εμένα με τη σκληράδα του ανέκφραστου λευκού, γιατί το μυαλό μου δεν έχει ανάγκη από τον κατακλυσμό των διαφημίσεων για να σκεφτεί. Αφού τα δικά του χρώματα ξεγυμνώνουν όλη σας την αθλιότητα.
Και με κλείσατε σε αυτό το ενυδρείο γιατί:
Ε λοιπόν όχι! Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που ζείτε, ούτε ζήλεψα που δεν είμαι σαν καμιά από τις γυναίκες σας; θλιβερό καρναβάλι. Όχι! Δεν θα ήθελα να είμαι μια τρυφερή ύπαρξη, με τα νάζια της και τα χαζοχαμόγελά της. Που θα στόλιζε το τραπέζι σας σε κάποιο ρεστοράν πολυτελείας το σαββατόβραδο, σαν συμπλήρωμα αναπόσπαστο σε αυτή τη φτιαχτή ατμόσφαιρα με το εξωτικό μενού και την τόσο ηλίθια και απαραίτητη διακριτική μουσική. Όχι! Δεν θα μου άρεσε να είμαι υποχρεωμένη να παριστάνω την ελκυστική και θλιμμένη, και συγχρόνως τη χαρούμενη και όλο εκπλήξεις, μετά την άμυαλη παιδούλα, κι ύστερα τη μητέρα και πουτάνα, ενώ συγχρόνως να ντρέπομαι ή να ευχαριστιέμαι με κάθε βρωμόλογο που θα ξεστομίζετε.
Α! Να λοιπόν!
Ένας ελαφρός θόρυβος. Ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο δεσμοφύλακας, με κοιτάζει, δεν με βλέπει, είναι σαν μην υπάρχω. Σα να έγινα διαφανής. Δε λέει ούτε λέξη. Βγαίνει. Ξανακλείνει. Ξανά σιωπή. Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονό μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μη χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους. Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.
Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων. Σας σκέφτομαι ήδη να προσπαθείτε να κρύψετε το πτώμα μου. Να απαγορεύεται την είσοδο στους δικηγόρους μου. Όχι την Ουρλίκε Μάινχοφ δεν μπορείτε να τη δείτε. Ναι! Ναι! Κρεμάστηκε. Όχι, όχι! Δεν θα είστε παρών στην αυτοψία. Κανένας. Μόνο οι ειδικοί του κράτους. Που έχουν ήδη έτοιμο το πόρισμα: η Μάινχοφ κρεμάστηκε. Όχι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού στο λαιμό της. Ούτε κυανωτικό χρώμα. Ναι υπάρχουν μελανιές από κακώσεις σε όλο της το σώμα.
Ανοίξτε χώρο! Φύγετε! Μη βλέπετε! Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών! Απαγορεύεται κάθε άλλη ιατροδικαστική έκθεση! Απαγορεύεται να εξεταστεί το σώμα μου! Απαγορεύεται! Ναι απαγορεύονται τα πάντα. Όμως ποτέ δεν θα μπορέσετε να απαγορεύσετε να γελάσουν ειρωνικά μπρος στις ηλίθιες φάτσες σας, για τη μεγάλη βλακεία σας. Την αιώνια βλακεία που δέρνει κάθε δολοφόνο. Βαρύς σαν το βουνό είναι ο θάνατος. Εκατομμύρια χέρια γυναικών σηκώνουν αυτό το βουνό και τώρα θα δώσουν μια να το γκρεμίσουν μονάχες τους.