Ναι, η φιλία είναι πραγματική πατρίδα. Μπορείτε να είστε βέβαιος ότι μένω πιστός σ’ εσάς, πιο πιστός απ’ οποιονδήποτε άλλο. –Γ. ΡΟΤ
Βλέπετε ήδη πόσο μ’ ευχαριστεί η συντροφιά σας : Παρά την απόσταση που μας χωρίζει, κάθομαι και συζητώ και φλυαρώ, λες και καθόμαστε μαζί, στο ίδιο δωμάτιο.
Είθε να το μπορέσουμε στ’ αλήθεια. –ΣΤ. ΤΣΒΑΪΧ
Να προσέχετε. Είστε έξυπνος, αλλά η ανθρωπιά σας σάς εμποδίζει να «δείτε» το κακό, ζείτε από την πίστη και την καλοσύνη. Εγώ, όμως, βλέπω και συχνά μαντεύω πράγματα με τρομακτική οξυδέρκεια και εκπληκτική ευστοχία, όταν πρόκειται για το Κακό. –Γ. ΡΟΤ
Ποτέ δεν μίλησαν στον ενικό μεταξύ τους και τα πάντα τους χώριζαν : η καταγωγή, ο χαρακτήρας, ο τρόπος ζωής, ο πολιτικός προσανατολισμός. Ο ένας ήταν πλούσιος, ο άλλος φτωχός· ο ένας μειλίχιος και επιεικής, ο άλλος φλογερός και ριζοσπάστης· ο ένας φιλελεύθερος κι ο άλλος τα τελευταία χρόνια μοναρχικός· ο ένας είχε ένα μεγαλοπρεπές σπίτι και ο άλλος έμενε σε ξενοδοχεία· ο ένας ήταν νηφάλιος και ο άλλος πέθανε από το αλκοόλ. Τους ένωσε όμως το πάθος για τη συγγραφή και την ελευθερία. Ήταν και οι δύο Εβραίοι. Τα βιβλία τους κάηκαν από τους Ναζί στο Αουτονταφέ το 1933. Οι δύο συγγραφείς, ο Στέφαν Τσβάιχ και ο Γιόζεφ Ροτ, διατήρησαν αλληλογραφία σπάνιας δύναμης από το 1927 ώς το 1938, σε μια Ευρώπη στη δίνη των ταραχών, στα πρόθυρα του πολέμου, με την άνοδο του ναζισμού και τη συνακόλουθη εξορία. Τα γράμματά τους άλλοτε αφορούν την προσωπική τους ζωή και άλλοτε τη δημόσια, άλλοτε είναι γεμάτα επιπλήξεις και άλλοτε είναι γράμματα συμφιλίωσης. Συχνά είναι γράμματα αγωνίας και για την οικονομική και λογοτεχνική επιβίωση των συγγραφέων τους, αφού τα έργα τους δεν μπορούσαν πλέον να κυκλοφορήσουν στη γλώσσα τους. Δεν παύουν όμως να αντανακλούν την πραγματικότητα της εποχής τους όσο και την ισχυρή φιλία τους, που τίποτε δεν την πτόησε.
Η αλληλογραφία τους είναι ένα θαυμάσιο ντοκουμέντο αυτής της κομβικής εποχής στην παγκόσμια ιστορία και διαβάζεται σαν μυθιστόρημα, με τις εντάσεις της, τα απρόοπτά της, τη δική τους κάθε φορά αλήθεια, σύνθετη και συνάμα τραγική.
Σκοπεύω σ’ έναν χρόνο από σήμερα να είμαι ελεύθερος, για να μην έχει η ζωή μου σκληρό και πρόωρο τέλος. Για να το πετύχω αυτό πρέπει να δουλεύω κάθε μέρα. […] Δεν έχω σταθερό λογοτεχνικό «χαρακτήρα». Γενικά δεν έχω σταθερότητα στη ζωή μου. Από τα δεκαοχτώ μου χρόνια δεν έχω ζήσει σε σπίτι. Το πολύ πολύ καμιά βδομάδα σε σπίτια φίλων. Δικές μου έχω όλες κι όλες τρεις βαλίτσες. Κι αυτό δεν μου φαίνεται καθόλου περίεργο. Περίεργο, «ρομαντικό» σχεδόν, μού φαίνεται αντίθετα ένα σπίτι, με τα κάδρα του και με όλα αυτά. Κι όμως: Σε μια κρίση επιπολαιότητας ανέλαβα την ευθύνη μιας νεαρής γυναίκας. Κάπου πρέπει να την τακτοποιήσω, είναι φιλάσθενη και σωματικά δεν μπορεί ν’ αντέξει τη ζωή στο πλάι μου.
– Γ. ΡΟΤ
Σας εξορκίζω, μην κάνετε τίποτε όσο είστε σ’ αυτή την κατάσταση, μη στέλνετε γράμματα πριν τα δείξετε προηγουμένως σ’ έναν φίλο. Είστε σε τρομερή ταραχή. Μην τηλεγραφείτε, θεωρήστε πως ο τηλέγραφος δεν έχει εφευρεθεί ακόμη. Τα τηλεγραφήματα αυτά σας εκθέτουν, διότι αποκαλύπτουν τη βιασύνη σας, πόσο δεν θέλετε, πόσο δεν μπορείτε να περιμένετε. Σας εξορκίζω: ηρεμήστε! Μην πίνετε. Πίνοντας καταντάτε το θολό είδωλο του εαυτού σας – σας παρακαλώ, φίλε μου, δεχθείτε επιτέλους την πρότασή μου, να κάνετε μια θεραπεία τεσσάρων εβδομάδων υπό αυστηρή επιτήρηση.
– ΣΤ. ΤΣΒΑΪΧ
Δώστε μερικές εβδομάδες πίστωση σε κάποιον που ξέρετε χρόνια. Μη βιάζεστε να φωνάξετε «Προδοσία», όπου δεν καταλαβαίνετε ( το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του Τόμας Μανν, αυτού του ακέραιου κι έντιμου ανθρώπου, ο οποίος ως άριος δεν ήταν καθόλου υποχρεωμένος να μοιραστεί την τύχη των Εβραίων ). Με τις διαμαρτυρίες και τις φωνές δεν μπορείτε να εξαφανίσετε από προσώπου γης τα εβδομήντα εκατομμύρια των Γερμανών. Και φοβάμαι πως αρκετές απογοητεύσεις περιμένουν τους Εβραίους και στο εξωτερικό, συμφωνίες θα κλειστούν ίσως πίσω από την πλάτη τους, θεωρώ τη διπλωματία ικανή για κάθε βρομιά και την πολιτική ικανή για κάθε τούμπα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και γι’ άλλες απογοητεύσεις, και είναι τρέλα τέτοιες ώρες να τσακωνόμαστε μεταξύ μας! Ενώ σήμερα αρπαζόμαστε όλοι με όλους, προς μεγάλη χαρά των Ναζί.
–ΣΤ. ΤΣΒΑΪΧ
Αγαπητέ φίλε,
Η παλιά φιλία κρατάει, υπάρχει. Είμαι πολύ άσχημα. Δεν μπορώ να γράψω.
Με εγκάρδιους πάντα χαιρετισμούς
Ο πιστός σας φίλος –Γ. ΡΟΤ
Ξέρω πως δεν συμπαθείτε τα Τείχη των Δακρύων. Φέρνουν άλλωστε κακοτυχία. Κάθε φιλία μαζί μου καταλήγει μοιραία. Εγώ ο ίδιος είμαι ένα Τείχος Δακρύων, ένας σωρός ερειπίων. Δεν ξέρετε πόσο σκοτάδι έχω μέσα μου. Αγαπητέ, σεβαστέ μου φίλε, έχετε την ευλογία της τύχης και της χρυσής, της αληθινής χαράς. Έχετε αίσθηση του μέτρου, του «σωστού», υπάρχει εντός σας κάτι από την τέχνη της ζωής του Γκαίτε. [ … ] Όσο πιστεύω ότι η φτώχεια είναι η μούσα μου, άλλο τόσο είμαι σίγουρος ότι αυτή με σπρώχνει και στην αυτοκτονία. Δεν αντέχω να ζω με πέντε φράγκα στην τσέπη μου. Δεν μπορώ να επιβιώσω. Σκεφθείτε πως έχω πίσω μου είκοσι χρόνια πείνας, τέσσερα χρόνια πολέμου, κι από πάνω έξι χρόνια « μαύρης φτώχειας». Μόνο τα τελευταία τρία χρόνια άρχισα να ζω κουτσά-στραβά. Και τώρα αυτά τα «κοσμοϊστορικά συμβάντα ». Και πιο πριν η ιστορία με τη γυναίκα μου. Το ξέρω, το καταλαβαίνω ότι όλα αυτά είναι κομμάτι της ζωής μου, ναι, χάρη και σ’ αυτά είμαι αυτός που είμαι. Αλλά δεν παύω να είμαι άνθρωπος, που έχει ανάγκη να φάει, να κοιμηθεί, να κάνει έρωτα κι όλα αυτά. Δεν μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου «ιστορικά». Ούτε είμαι σε θέση να «μεταφέρω» όλην αυτή την προσωπική μου κακουχία σε « λογοτεχνική ζωή», να «μετατρέπω», αν θέλετε, την «πραγματική» μου ζωή σε «λογοτεχνική». Δεν είναι ζωή αυτό, είναι θάνατος. Και πιστέψτε με, κανένας άλλος αλκοολικός δεν σιχαίνεται την κατανάλωση, την «ευχαρίστηση» του αλκοόλ σαν εμένα. Αρέσουν στον επιληπτικό οι κρίσεις του; Αρέσουν στον τρελό τα ξεσπάσματα της μανίας του; – Γ. ΡΟΤ
Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ είχε μεγάλη επιτυχία εδώ, κι αυτό φυσικά θα μας διευκολύνει πολύ. Ελπίζω να δω γρήγορα τη δουλειά σας (και στο άλλο βιβλίο). Το σπουδαιότερο, όμως, είναι τώρα να ξεκουραστείτε. Μην αρχίσετε αμέσως να σκέφτεστε κάτι καινούργιο. Πρέπει να αναπαυθείτε, να φύγετε για ένα διάστημα από το Παρίσι, όπου σας κλέβουν το χρόνο σας ένα σωρό αργόσχολοι. [ … ] Ροτ, είμαστε τόσο λίγοι, και ξέρετε (όσο κι αν τα βάζετε μαζί μου) πως άλλος κανείς δεν σας αγαπά όπως εγώ, πως συναισθάνομαι όλες τις πικρίες σας, χωρίς να νιώθω την παραμικρή πικρία για σας: ό,τι και να κάνετε εναντίον μου, δεν θα αλλάξει τίποτα. [ … ] Όταν τα αισθήματά σας στρέφονται εναντίον μου, εγώ καταλαβαίνω ότι η ζωή σας χτυπάει κι ότι εσείς από αλάθευτο ένστικτο γυρίζετε και χτυπάτε τον μόνο ίσως που δεν θα σας κρατήσει κακία, αυτόν που κόντρα σε όλους και σε όλα θα σας μείνει πιστός. Μην ελπίζετε, λοιπόν, Ροτ. Δεν θα μπορέσετε ποτέ να με απομακρύνετε από τον Γιόζεφ Ροτ. Δεν υπάρχει περίπτωση! Δικός σας – ΣΤ. ΤΣΒΑΪΧ