Πόσο γνωριστήκαμε άραγε για να παράγινε; Γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον τόσο καλά;
Η ειρωνεία στο ρήμα παραγνωριστήκαμε είναι διάχυτη. Υφίσταται σ’όλες τις σχέσεις αυτό το παραγνώρισμα;
Οχι βέβαια, ευτυχώς.
Αλλά υπάρχει σε μια σχέση που δεν έχουμε αντιληφθεί ότι το βιώνουμε. Η σχέση γονέων- παιδιών, οι γονείς προς τα παιδιά για να ‘μαστε ακριβείς.
Οι γονείς αναρωτηθήκαμε ποτέ πώς μιλάμε σ’ αυτά τα πλάσματα; Θα μιλούσαμε σε κάποιον άλλον άνθρωπο μ’αυτό τον τρόπο; Δε νομίζω να υπάρχει άλλη σχέση στην οποία είμαστε τόσο ειλικρινείς. Παραείμαστε ειλικρινείς, σε βαθμό που ξεφεύγουμε. Θα εξαιρέσω την άνεση
έκφρασης υστερικών νεύρων και υψηλών φωνητικών τόνων.
Σε ποιον άλλον θα μπορούσαμε να
πούμε έτσι αυθόρμητα “δεν είναι ωραία τα μαλλιά σου”, “βγάλε αυτά τα ρούχα, σε παχαίνουν”, “πάλι τρως;” “ντρέπομαι για σένα”, “δεν είσαι καλό παιδί”, “φάε” κι άλλα πολλά!
Και όλα αυτά με τις καλύτερες των προθέσεων, άραγε αν θέλαμε το κακό τους, πώς θα μιλούσαμε;
Είναι αναμφίβολο πως αν ερχόταν κάποιος και μας ξεστόμιζε όλα τα παραπάνω και σε υψηλή ένταση, το λιγότερο που θα συνέβαινε είναι η διαγραφή από φίλος, σύντροφος κτλ.
Τα παιδιά μένουν, ακούν και σιωπούν.
Δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να μας απευθύνει έτσι τον λόγο κι όμως άνετα εκφραζόμαστε στα ίδια μας τα παιδιά. Μας ανήκουν, είναι κτήμα μας και θαρρούμε πως έχουμε κάθε δικαίωμα να μιλήσουμε όπως θέλουμε δίχως φραγμούς.
Οι συνέπειες των δικών μας πράξεων και λεγομένων φανερώνονται πολύ αργότερα, όταν τα παιδιά μας μεγαλώνουν και μας στεναχωρεί που μας φέρονται με αγένεια, αυτή την αγένεια που κάποτε δείξαμε εμείς, και φωνάζουν, βρίζουν και νιώθουμε σαν να ‘χουμε παραγνωριστεί!