Στο βάθος του δωματίου μου, παίζει δυνατά, διαταράσσοντας τη σιωπή του απογεύματος το Iron Skyτου Paolo Nutini. Σκεπτόμενος τα λόγια του Ματσούο Μπασό, από το ¨Ο Στενός Δρόμος προς τα Βάθη του Βορρά¨: «Ζωή είναι το ταξίδι, το ταξίδι είναι σπίτι», προσπαθούσα να αισθανθώ τι αποτέλεσε για εμένα ¨ταξίδι¨. Αν μου επιτρέψετε να μεταφράσω τη λέξη ¨ταξίδι¨ με κάθε πρωταρχικό στοιχείο το οποίο άλλαξε την ανθρώπινη ύπαρξη μου, τότε θα σας διηγηθώ μία ιστορία. Ένα ταξίδι, ποιητικό, σταθερό, στηριζόμενο στις αξίες, εμπλεκόμενο με το απλό και καθημερινό.
Το όνομα αυτής: Φευγιέ.
Η Φευγιέ, όταν τη γνώρισα ως μαθήτρια του σχολείου μου, ήταν μαθήτρια της Α΄ Δημοτικού. Ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά μιας οικογένειας, που ήρθε στην Ελλάδα από το Αφγανιστάν. Η Φευγιέ φορούσε στο κεφάλι της μονίμως ένα πολύχρωμο – μάλλινο σκουφάκι. Ντρεπόταν γιατί της ξύρισαν ¨γουλί¨ τα μελαχρινά – σκούρα μαλλιά της επειδή είχε ψείρες (συνεχώς). Αν της απομάκρυνες το σκουφάκι από το κεφάλι της, ντρεπόταν, το ζητούσε πίσω να το φορέσει, αν και χαμογελούσε με τα τεράστια άσπρα δόντια της. Σ’ εμένα χαμογελούσε καθημερινά. Την αποκαλούσα¨τυχερή¨, γιατί είχε δική της τσάντα. Βέβαια, δεν αναγνώριζε πλήρως την αξία της, μα αυτό διόλου είχε τότε σημασία. Ήθελα μόνο να χαμογελάει. Την χαρακτήριζα τυχερή, επειδή παιδιά του σχολείου μου έρχονταν καθημερινά με μια σακούλα σουπερμάρκετ γεμάτη μ’ ένα μπουφάν, ένα μολύβι και δυστυχώς πολλά δάκρια. Της μιλούσα, μα καταλάβαινε λιγοστά ελληνικά. Η μοναδική της πράξη ήταν να με κοίτα στα μάτια και να γελάει μ’ όλη την καρδιά της. Όταν ζωγράφιζε μου ζητούσε να ξύσω τις μπογιές της φωνάζοντας μου ένα σπαστό κύριε! Το μεσημέρι κουβαλούσε το φαγητό της και την τσάντα της στο ολοήμερο. Το βάρος τους ήταν μεγαλύτερο από το δικό της. Της μιλούσε και με κινήσεις των χεριών της έκανα νόημα αν έφαγε, ¨έκανες μαμ¨ και αυτή απλά γεμάτη καλοσύνη με κοιτούσε, κουνούσε το κεφάλι και γελούσε. Ξέρω ότι της άρεσε αυτή η -αστεία- έκφραση του προσώπου μου. Στα διαλείμματα την έκανα σβούρες γύρω από τον εαυτό της και αρκετές φορές κάναμε μαζί εφημερίες. Άλλες φορές μέσα στο χάος των τετρακοσίων παιδιών ερχόταν δίπλα μου, μου έπιανε το χέρι και απλά έστεκε δίπλα μου. Έστεκε και χαμογελούσε. Οι αγκαλιές της αυξάνονταν όσο αυξανόταν και η σχέση δασκάλου – μαθητή. Δεν με πείραζε που δεν με καταλάβαινε. Μου αρκούσε που χαμογελούσε.
Ο Ματσούο Μπασό συμβουλεύει: «Μην ακολουθείς τα χνάρια των παλιών, ν’ αναζητάς αυτό που αναζητούσαν». Η Φευγιέ σ’ ένα χρόνο μου δίδαξε ότι ήταν το σωσίβιο μου σε μία άγνωστη πόλη, μία δύσκολη στιγμή της ζωής μου και ότι όντως το ταξίδι είναι ζωή.