Σιάτιστα, Πεντάλοφος, Βλάστη, Χρυσαυγή, Νάματα, Επταχώρι, Πελεκάνος, Σκαλοχώρι. Όσο όμορφη και ιδιαίτερη είναι η ονομασία των χωριών, τόση είναι η ομορφιά και η ιστορία που κρύβουν μέσα τους.
Οι κατάφυτες και πλούσιες σε νερά πλαγιές του όρους Βόιο βοήθησαν στη δημιουργία ενός δικτύου παραδοσιακών οικισμών, γνωστών ως Μαστοροχώρια, ή κάποιων εξ αυτών ως Καστανοχώρια. Αποτελούν μία από τις τέσσερις μεγάλες ενότητες πετρόχτιστων οικισμών της Βόρειας Ελλάδας αντίστοιχη με τα Ζαγοροχώρια, τα χωριά του Γράμμου και του Πηλίου. Περισσότεροι από 40 μικροί γραφικοί οικισμοί βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο στην ορεινή και ημιορεινή ζώνη του βουνού, από 700 έως 1400 μέτρα υψόμετρο, σχηματίζοντας ένα ενιαίο σύνολο.
Πρόκειται για τα χωριά της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης, Γρεβενών και Καστοριάς που χωροθετούνται Δυτικά του Τσοτυλίου μέχρι τους ποταμούς Βενέτικο και Σαραντάπορο. Έτσι στο Βόιο ανήκουν και τα Μαστοροχώρια της περιοχής των Γρεβενών, όπως το Δασύλλιο, το Τρίκορφο, η Καλλονή, το Δοτσικό, ο Αγ. Κοσμάς, οι Κυδωνιές και άλλα και τα αντίστοιχα της Καστοριάς, όπως το Επταχώρι, η Κυψέλη, η Νέα Κοτύλη και ο Πεύκος, που είναι χτισμένα στον κύριο κορμό του Βοΐου, καθώς και τα Καστανοχώρια Βράχος, Λάγκα, Νίκη, Καστανόφυτο, Άγιος Ηλίας, Πετροπουλάκι, Νόστιμο και άλλα, που βρίσκονται στα Μικρά Όντρια. Ως Καστανοχώρια χαρακτηρίζονται οι οικισμοί της ορεινής ζώνης του Βοΐου που φημίζονται για την πλούσια παραγωγή κάστανου, μεταξύ της περιοχής του Πενταλόφου και των Οντρίων.
Σε κάποια από τα χωριά πολλά κτίσματα δεν αποτελούνται από πέτρα, είτε μπορεί μεν να είναι πέτρινα, αλλά μικρότερα σε μέγεθος συγκριτικά με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι κάηκαν την περίοδο ’43 -’44 από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, λόγω του σπουδαίου τους ρόλου στην Αντίσταση. Οι κάτοικοί τους την ημέρα της πυρπόλησης κρύφτηκαν στα γειτονικά ρουμάνια και παρακολουθούσαν από εκεί τα πανέμορφα διώροφα σπίτια τους να χάνονται μέσα στις φλόγες.
Έπειτα, για να προστατευθούν από το δύσκολο χειμώνα που θα ακολουθούσε, ήταν αναγκασμένοι να τα ξαναχτίσουν γρήγορα με όσα υλικά είχαν διασωθεί, ενώ άλλοι γύρισαν μετά τον πόλεμο και τα αναστύλωσαν με νέα υλικά. Μερικά από τα χωριά στα οποία σημειώθηκε αυτή η καταστροφή ήταν το Τσοτύλι, ο Βυθός, το Ροδοχώρι, το Επταχώρι, η Μόρφη και η Κορυφή, τα οποία όμως παρόλα αυτά κατάφεραν και διέσωσαν σπάνια παραδοσιακά στοιχεία χάρη στην αγάπη των ανθρώπων τους.
Τα χωριά του Ανατολικού Βοΐου, που βρίσκονται χτισμένα επάνω στο Άσκιο όρος, παρά την κοινή πορεία σε ιστορία, έθιμα και παραδόσεις, έχουν διαφορετικό χρώμα και μέγεθος. Είναι λιγότερα σε αριθμό, με σημαντική απόσταση μεταξύ τους και πολύ μεγαλύτερα. Στο Δυτικό Βόιο, εάν εξαιρέσουμε τη Νεάπολη, το Τσοτύλι και τον Πεντάλοφο, οι υπόλοιποι οικισμοί είναι μικροί.
Αντίθετα, στο Ανατολικό υπάρχουν στην ουσία κωμοπόλεις χτισμένες στις πλαγιές του βουνού, σε υψόμετρο από 750 έως 1200 μέτρα, όπως η πασίγνωστη Σιάτιστα, η Γαλατινή, η Εράτυρα, το Σισάνι και η Βλάστη. Εδώ τα περισσότερα σπίτια έχουν νέο χαρακτήρα, αλλά σώζονται παράλληλα σημαντικά μνημεία της μακεδονικής αρχιτεκτονικής στα μεγαλοπρεπή αρχοντικά, στα δημόσια κτίρια και στις εκκλησίες.
Αξιοπρόσεκτο είναι, ότι σε πολλές περιπτώσεις τα χωριά απαντώνται ανά δύο, πιθανό με σκοπό να συμπληρώνει το ένα το άλλο και να ενισχύεται επίσης το αίσθημα της ασφάλειας. Γνωστές δυάδες χωριών είναι οι Νεάπολη – Τσοτύλι, Βλάστη – Νάματα, Πεντάλοφος – Βυθός, Κορυφή – Χρυσαυγή, Δίλοφο – Δασύλλιο, Μόρφη – Αγ. Σωτήρα, Πολυκάστανο – Ζώνη, Δαμασκηνιά – Δραγασιά, Λάγκα – Βράχος, Κοτύλη – Κυψέλη, Σκαλοχώρι – Νόστιμο, Κριμήνι – Ροδοχώρι και Καλλονή – Τρίκορφο.
Κατά τους Καλοκαιρινούς μήνες οι οικισμοί ξυπνούν από το λήθαργο του Χειμώνα, και ξαναγυρίζει πίσω η ζωή και η κίνηση. Ξανανοίγουν τα καφενεία, στήνονται σούβλες και ο ήχος του κλαρίνου ξεχύνεται στα βουνά και στους λόγγους.
Το Βόιο παραμένει αυθεντικό, γιατί εδώ η τοπική αρχιτεκτονική και η παράδοση αποδεικνύουν την ειλικρινή διάθεση για τη γνήσια διατήρησή τους και όχι απλά μια σκηνογραφική τους ανάπλαση.
Τα πέτρινα σοκάκια ακόμη μοσχοβολούν από το ζυμωτό ψωμί και τις πίτες που ψήνουν οι νοικοκυρές στα σπίτια τους, οι γέροντες ακόμη διηγούνται τις παλιές ιστορίες του πολέμου και της ξενιτιάς, ενώ τα τοπικά ήθη αποτελούν μέρος της καθημερινότητας. Οι άνθρωποι, απλοί, δημιουργικοί, μα και απέραντα ευγενικοί κάνουν αυτό τον τόπο να παίρνει άλλη διάσταση.