Συμμετέχουν:
Η σκέψη δεν είναι ψευδαίσθηση, όταν πέσει σε αφλογιστία. Η ψευδαίσθηση αναφέρεται στην αντιληπτική ικανότητα να κατανοείς, να αισθάνεσαι, όσα φανερώνονται πέραν των αισθήσεων, διακριτές και αδιάκριτές αλληλουχίες γεννουμένων πραγμάτων. Παρόλη την ψευδότητα όμως, η σωματική, γνωστική, συναισθηματική και φαινομενολογική συμμετοχή είναι έντονη και με προσμονή. Η επαναλαμβανόμενη αναζήτηση για διεύρυνση των ψευδαισθήσεων οδηγεί τη σκέψη σε αντιληπτικούς μηχανισμούς δημιουργικής και συμβολικής λειτουργίας.
Οι συνδιαμορφωτές της έκθεσης προσδιόρισαν την επιμέρους οπτική του όλου, σε μια οπτική προσφυή στο όλον. Η βύθιση στο όλο απαιτεί οξύνοια, επιφύλαξη, λεπτομέρεια, δυσαναλογίες, μεταφορές, ώστε η μερικότητα των έργων να αναδύσει αυτό που απουσιάζει από το καθένα, αλλά και τις μεταξύ τους ταυτολογίες, που ανοίγουν νέες προοπτικές θέασης. Ο υπερακοντισμός των Βασίλη Αλεξάνδρου και Χάρη Κοντοσφύρη, η ακάθαρτη καθαρότητα του Βασίλη Ζωγράφου, ο χθόνιος φόβος της Κυριακής Μαυρογεώργη, οι συναντήσεις ανθρώπων στην άκρη των λοβών του Χρήστου Κάλφα αφορούν την α-δυνατότητα, την αρνητική αναγκαιότητα, που υποχρεώνει την ψευδαίσθηση στη σκέψη να είναι αυτόνομη και ειδητικά ενορατική. Η διάνοιξη των πραγμάτων από τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες είναι ουσιώδης, γιατί επιτρέπει στα φυτά, στα ζώα, στα άστρα, στα πολυμορφισμένα άτομα, στους ήρωες και στους δειλούς να εμφανίζονται. Η εστίασή τους στις διανοίξεις και στις ενάργειες που επιτεύχθηκαν, μας προκαλούν να αναλογιστούμε τι σημαίνει να είμαστε δότες της εμφάνισης των πραγμάτων και τι σημαίνει να είμαστε εκεί, όταν τα πράγματα εμφανίζονται.
Η εκθετική συνοχή της έκθεσης προκύπτει από την ερμηνευτική και αποδομητική δεινότητα των έργων που αλληλεπιδρούν: η τυφλότητα του πρώτου, αριστερού δωματίου εξυπηρετεί το απύθμενο του βυθού του Ζωγράφου, ως υπερταύτιση και ικανότητα του ίδιου του χώρου να μιλήσει για τις προθέσεις των έργων του. Επίσης, μέσα στην ερμηνευτική δεινότητα των έργων, καταγράφεται η ευχέρεια ανάγνωσης και αυτό-ερμηνείας της ανθρώπινης ύπαρξης, στα έργα της Μαυρογεώργη και του Κάλφα, όπου το λευκό τους είναι ένα άσπρο άγραφο και προς συνδιαμόρφωση. Οι έννοιες της ιδεατότητας των νοημάτων των διαστρωματώσεων, της γλώσσας και των λέξεων, στο έργο των Αλεξάνδρου και Κάλφα είναι μια προπαγανδιστική παρότρυνση της εξοικείωσης του χρόνου, που δεν επαρκεί και η αποβλεπτικότητα είναι υποχρεωτική. Ο σχετικισμός που επιτρέπεται είναι παράγωγο της αλληλεπιδραστικότητας, αλλά, ενόσω γίνονται οι συσχετισμοί, για παράδειγμα της οριζοντιότητας του Κοντοσφύρη με την καθετότητα του Αλεξάνδρου, του ακέφαλου δρομέα με τα πολύμορφα ανθρωποειδή όντα της Μαυρογεώργη, ένα είναι σίγουρο ότι οι πολλαπλές ερμηνείες ενός κειμένου δεν καταστρέφουν την ταυτότητα των έργων ούτε αποκλείουν την ύπαρξη λανθασμένων ή εντελώς ακατάλληλων προσεγγίσεων.
Η έκθεση δεν απορρίπτει αλλά διασαφηνίζει και ανακαινίζει την μερικότητα του όλου που αναφύεται, φέρνει σε αντιπαράθεση τον εαυτό και, κατά τον τρόπο αυτό, αντιτίθεται όχι μόνο στη λήθη του εαυτού αλλά και στην αυτοακύρωση του. Η εκθεσιακή ασυνέχεια εδράζει στη συνέχεια.
Χάρης Κοντοσφύρης