Τον Αύγουστο του 2018, 18 μήνες μετά την πρόσληψή της σε καναδική εταιρεία μόδας, η Κόρτνει συναντήθηκε με τον διευθυντή της, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης. Κατά τα πρώτα 10 λεπτά της συνάντησης περίσσεψαν οι έπαινοι για τα προσόντα και τις αποδόσεις της.Τα επόμενα 20′ την αιφνιδίασαν δυσάρεστα.
«Μου είπε ότι η εμφάνισή μου επηρέαζε τη δουλειά μου, λέει η Κόρτνει στο BBC. Πίστευε ότι ήμουν πολύ χοντρή για το πόστο που κατείχα και πως ντρεπόταν να με στέλνει σε συναντήσεις με τους πωλητές. Κάτι τέτοιο κατέστρεψε τη φήμη του».
Ήταν η στιγμή που η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι για καιρό ήταν αποκλεισμένη από τέτοιους είδους συσκέψεις.
Το αφεντικό της Κόρτνει προχώρησε κι άλλο, ζητώντας της να αρχίσει να πηγαίνει στο γυμναστήριο και να σταματήσει να φοράει εφαρμοστά ρούχα, αλλάζοντας την γκαρνταρόμπα της. Και οπωσδήποτε να φοράει μακιγιάζ.
«Σοκαρίστηκα», λέει η κοπέλα.«Νόμιζα ότι θα βάλω τα κλάματα».
Η εμπειρία της ήταν και στην συνέχεια τραυματική: «Σκεπτόμουν συνεχώς το πώς με βλέπουν οι άλλοι. Δεν μπορουσα καθόλου να συγκεκντρωθώ»
Δεν υπάρχει νομική πρόνοια
Οι διακρίσεις λόγω βάρους στο χώρο εργασίας εξακολουθούν να είναι νόμιμες σχεδόν σε όλα τα μέρη του κόσμου -εκτός από την πολιτεία του Μίσιγκαν των ΗΠΑ και μερικές πόλεις, όπως το Σαν Φρανσίσκο και το Μάντισον του Ουισκόνσιν.
Χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η φυλή, η θρησκεία και ο σεξουαλικός προσανατολισμός προστατεύονται επίσημα πλέον και από τον νόμο. Αυτό δεν ισχύει για το βάρος.
Τέτοιου είδους διακρίσεις εξακολουθούν να υφίστανται, είτε ανοιχτά είτε παρασκηνιακά προκαλώντας σημαντικό οικονομικό και ψυχικό αντίκτυπο, σε όσους τις βιώνουν.
«Φρενάρει» τις προσλήψεις
«Βλέπουμε ανθρώπους να υφίστανται διακρίσεις λόγω του βάρους τους όταν υποβάλλουν αίτηση για εργασία. Είναι λιγότερο πιθανό να προσληφθούν πιο αδύνατα άτομα με τα ίδια προσόντα», αναφέρει στο BBC η Rebecca Puhl, καθηγήτρια στο τμήμα ανθρώπινης ανάπτυξης και οικογενειακών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ των ΗΠΑ.
«Βλέπουμε εργαζόμενους να αποκλειονται από προαγωγές, ή να απολύονται άδικα λόγω του βάρους τους», συμπληρώνει.
Μελέτη του 2012 έδειξε ότι ήταν πιο πιθανό να αποκλειστούν παχύσαρκα άτομα από μία θέση εργασίας, και ακόμη λιγότερο πιθανό να τους προτείνουν για διευθυντικές θέσεις.
Στην εταιρεία μόδας που εργάζεται, η Κόρτνεϊ είδε συναδέλφους της με το ίδιο αντικείμενο εργασίας να προάγονται, ενώ εκείνη παρέμεινε καθηλωμένη.
«Οι διακρίσεις λόγω βάρους εκδηλώνεται σε όλα τα είδη εργασιακών χώρων, σύμφωνα με τον Brian J Farrar, εργατολόγο στο Sterling Employment Law, στο Μίσιγκαν. Αλλά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε περιβάλλοντα που οι υπάλληλοι έρχονται σε επαφή με τους πελάτες, όπως στα εστιατόρια και στα εμπορικά καταστήματα.
Μειώνει το εισόδημα
Από οικονομικής πλευράς, μελέτη του 2011 έδειξε ότι αύξηση κατά μία μονάδα στον ΔΜΣ μιας γυναίκας συσχετίζεται με μείωση 1,83% του ωρομισθίου. Άλλη μελέτη, κατέδειξε έναν φαύλο κύκλο Το να είσαι σε χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο μπορεί να αυξήσει τους κινδύνους παχυσαρκίας. Ωστόσο ισχύει και το αντίστροφο – η παχυσαρκία μειώνει το εισόδημα κάποιου , με τις επιπτώσεις να είναι πιο έντονες στις γυναίκες.
Βαριές είναι και οι ψυχολογικές συνέπειες, από το bulling, που μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή ύπνου, χρήση αλκοόλ, χαμηλότερη σωματική δραστηριότητα και κακές διατροφικές συνήθειες. Για την Κόρντει η κριτική για το βάρος της έφερε έντονο άγχος που, σε συνδυασμό με άλλα άγχη της ζωής, την οδήγησαν σε ι δύο χρόνια αναρρωτική άδεια από τη δουλειά.