Η έρευνα για το κρασί στην Ελλάδα προηγήθηκε, έτρεξε παράλληλα και ακολούθησε την πορεία του ελληνικού οίνου. Συνέβαλε έτσι στην ανάπτυξή του, ώστε να φτάσει στη σημερινή εικόνα, που χαρακτηρίζεται από διαφορετικότητα, βασισμένη, ανάμεσα σε άλλα, στις γηγενείς ελληνικές ποικιλίες, σύγχρονο χαρακτήρα, άρρηκτα δεμένο με τη μακρά και εξέχουσα παράδοση και ιστορία του και βέβαια, κρασιά εξαιρετικής ποιότητας, συνδεδεμένα ποικιλοτρόπως με τους τόπους προέλευσής τους και τους οινοπαραγωγούς τους.
Από τη δεκαετία του 1970, όπου θεμελιώθηκε η έρευνα για τις γηγενείς ποικιλίες, η οποία συνεχίζεται σήμερα σε επίπεδο κλώνων και τις επόμενες δεκαετίες, όπου συντελέστηκε η ελληνική οινική επανάσταση, ουδέποτε σταμάτησε η έρευνα για το κρασί στην Ελλάδα. Σήμερα, μάλιστα, έχει θέσει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους, έτσι ώστε να συμβάλει περαιτέρω στη μεγιστοποίηση της ποιότητας, τόσο της σταφυλικής παραγωγής των ελληνικών αμπελώνων, όσο και της οινοπαραγωγής της Ελλάδας.
Οι πρώτες έρευνες για τους ελληνικούς οίνους διεξήχθησαν από το ιστορικό Ελληνικό Ινστιτούτο Οίνου. Τοποθετούνται στη δεκαετία του 1970 και είχαν στόχο τη διερεύνηση των οινικών δυνατοτήτων των γηγενών ποικιλιών της Ελλάδας. Έτσι, αρχίζουν να ερευνώνται οι ποικιλίες Ασύρτικο, Αγιωργίτικο και Ξινόμαυρο, αλλά και άλλες ελληνικές ποικιλίες, όπως το Σαββατιανό και ο Ροδίτης. Για παράδειγμα, αυτήν την περίοδο πρωτόμαθε η αμπελοοινική Ελλάδα για τη μοναδικότητα της ποικιλίας Ασύρτικο και για την άρρηκτη σχέση Ασύρτικου-Σαντορίνης. Παράλληλα, ξεκινάει μια πολύ σημαντική έρευνα για την προσαρμοστικότητα ξένων ποικιλιών αμπέλου και την πιθανή χρήση τους ως βελτιωτικών ποικιλιών για τα ελληνικά κρασιά. Οι έρευνες αυτές ήταν πολύ σημαντικές και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πολλές εξ αυτών θα μπορούσαν να δώσουν οίνους εφάμιλλους με αυτούς που παράγονται στις χώρες προέλευσης των ποικιλιών αυτών.
Τότε, επίσης, από το Ελληνικό Ινστιτούτο Οίνου, πραγματοποιείται έρευνα στην τεχνολογία παραγωγής οίνου. Πιο συγκεκριμένα, στην αντιοξειδωτική προστασία των λευκών οίνων και στις βέλτιστες συνθήκες εκχύλισης, που θα έπρεπε να εφαρμόζονται στις ελληνικές ερυθρές ποικιλίες. Στο Ελληνικό Ινστιτούτο Οίνου δημιουργείται πειραματικό οινοποιείο, έτσι ώστε να επιτελούνται όλες οι απαραίτητες διεργασίες για την παραγωγή οίνων. Η πρώτη ύλη προέρχεται από τους αμπελώνες του Ινστιτούτου Αμπέλου, αλλά και από συνεργαζόμενους ερευνητικούς αμπελώνες από όλη την Ελλάδα. Το ερευνητικό έργο του Ελληνικού Ινστιτούτου Οίνου, που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα, έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην επανάσταση του ελληνικού οίνου, που συντελέστηκε κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990.
Κατά τις δεκαετίες 1980-1990 πραγματοποιείται έντονη αμπελοοινική έρευνα στην Ελλάδα, αρχικά στην αμπελογραφία. Στην πραγματικότητα, η συγκεκριμένη έρευνα, για την ταυτοποίηση και το χαρακτηρισμό των γηγενών ποικιλιών, είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πιο συγκεκριμένα, στο Εργαστήριο Αμπελουργίας. Η οινική επανάσταση όμως των ’80-’90 έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για κλωνική επιλογή και ταυτοποίηση των γηγενών ποικιλιών, με καλύτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά. Παρόλο που τα χρόνια εκείνα η Ελλάδα βίωνε την εμπειρία του Chardonnay, του Cabernet Sauvignon και του Merlot πολλοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι το μέλλον θα βασιστεί στη διαφορετικότητα των ελληνικών ποικιλιών.
Τα χρόνια αυτά, και πιο συγκεκριμένα τη δεκαετία του 1990, αρχίζει η χρηματοδότηση ερευνητικών προσπαθειών από την Ε.Ε., με αποτέλεσμα η αμπελοοινική έρευνα στην Ελλάδα να επεκταθεί. Ερευνητικές εργασίες εμφανίζονται από διάφορα Πανεπιστήμια (Γεωπονική Αθηνών, Σχολή Γεωπονίας Θεσσαλονίκης, Τμήμα Χημείας Πάτρας κ.ά.), αλλά και από Ινστιτούτα Έρευνας (π.χ. Μεσογειακό Αγροτικό Ινστιτούτο Χανίων). Η έρευνα επικεντρώνεται στην πολυφαινολική σύνθεση των ερυθρών ελληνικών ποικιλιών, σε σύγκριση με διεθνείς ερυθρές ποικιλίες. Σημαντική έρευνα αναπτύσσεται, επίσης, στο Τμήμα Χημείας των Ιωαννίνων, σχετικά με την αντιοξειδωτική προστασία των λευκών οίνων και την επίδραση στο άρωμα αυτών. Ερευνητικές εργασίες παρουσιάζονται σχετικά με ουσίες θετικές για την υγεία του καταναλωτή, όπως η ρεσβερατρόλη και πιθανώς επιβλαβείς, όπως οι ωχρατοξίνες, αφού μάλιστα οι κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας ευνοούν την ανάπτυξή τους στο σταφύλι. Σε αυτά τα ερευνητικά προγράμματα συμμετέχουν και οινοποιεία, ιδιωτικά ή συνεταιριστικά, αλλά συχνά και φορείς, όπως η Κεντρική Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών (ΚΕΟΣΟΕ). Τα οινοποιεία έχουν το ρόλο του τελικού εφαρμοστή («end user»), όπως προβλέπουν οι πολιτικές της Ε.Ε. για την έρευνα.
Με τον ερχομό του νέου αιώνα δημιουργούνται μεταπτυχιακές σπουδές στην Αμπελουργία-Οινολογία, πρώτα στη Σχολή Γεωπονίας της Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και από το 2003 στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΓΠΑ), σηματοδοτώντας την ελληνική αμπελοοινική έρευνα σήμερα. Πιο συγκεκριμένα το Δια-τμηματικό Μεταπτυχιακό του ΓΠΑ δημιουργείται ανάμεσα στα τμήματα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων και Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής. Στο Εργαστήριο Οινολογίας, που εγκαθίσταται στο Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων, υπάρχει ο πλέον σύγχρονος εξοπλισμός για οινική έρευνα. Δημιουργείται, επίσης, πειραματικό οινοποιείο για την εκπαίδευση των φοιτητών, αλλά και για την παραγωγή ερευνητικών οίνων. Μελετώνται τα αρώματα οίνων ελληνικών ποικιλιών, η σύνθεσή τους σε ανθοκυάνες, αλλά και πολυφαινολικά συστατικά. Σε πολλές δε ποικιλίες μελετώνται ξεχωριστά η σύνθεση των φλοιών και των γιγάρτων. Οι μέθοδοι αυτές εφαρμόζονται και σε αμπελουργικές έρευνες και πιο συγκεκριμένα στην επίδραση του νερού στα διάφορα συστατικά των ερυθρών ποικιλιών. Γίνονται, επίσης, πειραματισμοί στην επίδραση του ξεφυλλίσματος στη σύσταση των ρωγών. Οι έρευνες αυτές διεξάγονται σε συνεργασία με το Εργαστήριο Αμπελουργίας της Σχολής Γεωπονίας του ΑΠΘ.
Στο πλαίσιο πάντα της ελληνικής αμπελοοινικής έρευνας σήμερα, αξίζει να αναφερθεί το σημαντικό έργο της Σχολής Γεωπονίας της Θεσσαλονίκης, που αφορά την έρευνα για τις συνθήκες της αλκοολικής ζύμωσης και κυρίως για τη θρέψη των ζυμομυκήτων. Πρόκειται για κομβικό θέμα για τους ελληνικούς οίνους, αφού λόγω του θερμού κλίματος της Ελλάδας, τα γλεύκη παρουσιάζουν συχνά φτωχή περιεκτικότητα σε αφομοιώσιμο άζωτο. Τα τελευταία χρόνια, επίσης, πραγματοποιείται έρευνα για την αξιοποίηση των παραπροϊόντων των οινοποιείων. Η έρευνα αυτή κατευθύνεται κυρίως από το Εργαστήριο Οργανικής χημείας του ΓΠΑ, σε συνεργασία με τη Φαρμακευτική Σχολή. Δημιουργείται, μάλιστα, πιλοτική μονάδα για την αξιοποίηση των στεμφύλων και των γιγάρτων, σε συνεργασία με συνεταιριστικά οινοποιεία. Η έρευνα θα συνεχιστεί σε αυτήν την κατεύθυνση, ώστε τα ερευνητικά κέντρα να προσπαθήσουν να μεταφέρουν στα οινοποιεία την τεχνογνωσία για «πράσινη οινοποίηση», που σέβεται το περιβάλλον, τη φύση και τον άνθρωπο.